Πρωταγωνιστές είναι ο Αντονι Χόπκινς και ο Τζόναθαν Πράις. Οι Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’ και ο αντικαταστάτης του στη θέση Φραγκίσκος, για την περίσταση της ταινίας «Οι δύο Πάπες» που βγήκε στον αέρα του Netflix πριν από λίγες ημέρες. Οι δυο τους έχουν μια στενή σχέση που εκδηλώνεται μέσα από πολλές συζητήσεις για το ποδόσφαιρο, το φαγητό έως και τη θρησκεία που σύμφωνα με τη σκηνοθεσία του Φερνάντο Μεϊρέγες έγιναν κάπου μέσα στο 2012, μήνες πριν οι δύο άνδρες βρεθούν στην κορυφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας με τη μεταβίβαση του παπικού θρόνου. Αν και η προσέγγισή τους στα πράγματα είναι εντελώς διαφορετική, βρίσκουν κοινό έδαφος επικοινωνίας στην Καπέλα Σιστίνα. Συζητούν σημαντικά θέματα της Εκκλησίας ενώ διασχίζουν το πιο χαρακτηριστικό μέρος του Βατικανού, θαυμάζουν παρέα τα αριστουργήματα του Μιχαήλ Αγγέλου. Συγχωρούν και προσεύχονται ο ένας για τον άλλον, ακόμα φτάνουν να μοιράζονται και μια πίτσα, σ’ ένα μικρό, ιδιωτικό δωμάτιο.
Οι στιγμές που εμπνεύστηκε ο σεναριογράφος της ταινίας, ωστόσο, δεν μπορούσαν ποτέ να γυριστούν στο πραγματικό μνημείο. Το Βατικανό βάζει περιορισμό στο νούμερο των επισκεπτών κάθε μέρα και απαγορεύει οποιοδήποτε είδος φωτογράφισης για να προστατεύσει τις εντυπωσιακές τοιχογραφίες. Επομένως, η μοναδική επιλογή που έμενε στους δημιουργούς της σειράς ήταν να αναπαραστήσουν ολόκληρο το εσωτερικό της Καπέλα Σιστίνα σε στούντιο. Και το έκαναν, μέσα σε 10 εβδομάδες, επιστρατεύοντας τα γνωστά στούντιο της Cinecitta στη Ρώμη και αρκετές χιλιάδες ευρώ.
«Η δική μας είναι στην πραγματικότητα είναι 4 με 5 εκατοστά μεγαλύτερη από την πραγματική, οπότε μπορούμε να πούμε ότι κάναμε μια μεγαλύτερη Καπέλα Σιστίνα» είπε αστειευόμενος ο production designer της σειράς Μαρκ Τίλντεσλι, μιλώντας στους «Los Angeles Times», ο οποίος βρήκε επίσης και άλλες τοποθεσίες γυρισμάτων που επιστρατεύτηκαν για να μοιάσουν στα εξωτερικά τμήματα του Βατικανού. Ως σύμβουλος του πρότζεκτ ορίστηκε ο Ενρίκο Μπρουσκίνι, ένα σημαντικός ιστορικός τέχνης, ο οποίος έχει γράψει πολλά βιβλία για το Βατικανό και κάθε εβδομάδα κάνει ξεναγήσεις στο παρεκκλήσια με τουρίστες.
«ΤΟΙΧΟΣ ΤΑΤΟΥΑΖ». Η πρώτη ιδέα για την αναπαραγωγή των έργων του Μιχαήλ Αγγέλου από τον 16ο αιώνα ήταν να ζωγραφιστούν στο χέρι από ζωγράφους. Ωστόσο, η όλη διαδικασία θα διαρκούσε πολλούς μήνες κι αν απλώς τύπωναν τα σχέδια στο χαρτί, το τελικό αποτέλεσμα στην κάμερα θα ήταν πολύ υποδεέστερο σε εικόνα του πραγματικού. Ετσι, στράφηκαν σε μια τεχνική που αποκαλούταν «τοίχος τατουάζ» και γνώριζε ήδη η art director της παραγωγής Μαρία Ορτολάνι. Πρόκειται για μία τεχνική που μοιάζει με τα προσωρινά τατουάζ που βγαίνουν εφόσον έρθουν σε επαφή με το νερό. Στην περίπτωση της τεχνητής Καπέλα Σιστίνα, οι εικόνες τυπώνονταν σ’ ένα φιλμ, μεταφέρονταν στην επιφάνεια του τοίχου και καλύπτονταν με μια ουσία που απορροφά το χρώμα σε γύψο.
Η ομάδα των παραγωγών μελέτησε κάποιες φωτογραφίες που είχαν τραβήξει οι συντηρητές του παρεκκλησίου πριν από μία δεκαετία και στη συνέχεια προσέλαβε ντόπιους ζωγράφους να φτιάξουν μερικά από τα ταμπλό των έργων του Μιχαήλ Αγγέλου, στο 1/3 του πραγματικού τους μεγέθους. Οταν ήταν έτοιμα, φωτογραφίζονταν, μεγεθύνονταν και τυπώνονταν για την τεχνική του τατουάζ. Η όλη διαδικασία πήρε οχτώ εβδομάδες για να ολοκληρωθεί. Σε αυτό το διάστημα, το αντίγραφο του πατώματος επίσης τυπώθηκε, κόπηκε και τοποθετήθηκε ώστε να θυμίζει μωσαϊκό ενώ το ταβάνι προστέθηκε αργότερα στο post-production, αφού ο χώρος του στούντιο δεν ήταν τόσο μεγάλος όσο του παρεκκλησίου.