Κοιτώ τις ειδήσεις για την τραγωδία της Πεύκης και σκέφτομαι ότι δεν είναι η πρώτη φορά που μαθαίνουμε για δράματα που εξελίσσονται κυριολεκτικά στη διπλανή μας πόρτα, όταν η τραγωδία φτάσει στους τίτλους των ειδήσεων.
Μπορεί να είναι οι μικροί και μεγάλοι γολγοθάδες που χρειάζεται να περάσουν οικογένειες, με το κόστος να το αναλαμβάνουν κυρίως οι γυναίκες, ίσως γιατί κυριαρχεί μια παρωχημένη αντίληψη ότι τα «οικογενειακά βάρη» είναι αποκλειστικά γυναικεία υπόθεση.
Μπορεί να είναι οι ιστορίες βαναυσότητας, που τις αντιμετωπίζουμε απλώς ως «οικογενειακές εντάσεις» και όπου χρειάζεται να φτάσουμε σε άλλη μια γυναικοκτονία για να καταλάβουμε ότι αυτό που ακούγαμε πίσω από πόρτες ήταν πολύ πιο άγριο.
Μπορεί να είναι τα χρόνια κακοποίησης που «τα ήξερε το χωριό», αλλά κανείς δεν κατήγγειλε, μέχρις ότου το θύμα να βρει τη δύναμη να πάει να κάνει την καταγγελία.
Και αναρωτιέσαι, γιατί κανείς δεν έκανε κάτι, έγκαιρα, πριν γίνει το κακό, είτε να προσφέρει αλληλεγγύη, στήριξη, θεραπεία, είτε να παρέμβει αποτρεπτικά ή ακόμη και «κατασταλτικά» όπου χρειάζεται;
Και η απάντηση είναι ότι σε αυτό το θέμα συναντιέται η κρατική ανεπάρκεια με την δική μας, τη συλλογική μας προκατάληψη.
Από τη μια, είναι προφανές ότι έχουμε ένα τεράστιο έλλειμμα σε υπηρεσίες πρόνοιας, αγωγής, υποστήριξης, σε υποδομές, σε προσωπικό που θα μπορούσε να βοηθήσει.
Σε αυτό προστίθεται, όμως, και μια εντυπωσιακή απροθυμία να υπάρξει παρέμβαση, λες και τα θέματα κακοποίησης ή ενδοοικογενειακής βίας να μην αποτελούν πραγματικά επείγοντα περιστατικά που απαιτούν άμεση και σωστή παρέμβαση.
Επιπλέον κυριαρχεί και μια αντίληψη ότι στα «οικογενειακά θέματα» δεν πρέπει να παρεμβαίνει το κράτος, αντίληψη που απλώς εγγυάται ότι πρώτα «θα γίνει το κακό» και μετά θα ασχοληθούν οι αρμόδιοι.
Από την άλλη, όμως φταίμε και όλοι.
Προσπερνάμε εύκολα αυτό που συμβαίνει γύρω μας, αυτό που μπορεί να ακούμε, να αισθανόμαστε ή ακόμη και να βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας.
Ξεχνάμε τη σημασία της αλληλεγγύης προς αυτήν και αυτόν που έχει ανάγκη, χρειάζεται βοήθεια ή είναι θύμα της μίας ή της άλλης μορφής βίας.
Μόνο που αυτό μας κάνει συνυπεύθυνους.
Σε κάποια πράγματα εάν είμαστε απλώς θεατές, είμαστε και συνένοχοι.