Μικρά ή μεγάλα, ο καθένας μπορεί να έχει κάποια πάθη. Τα λατρεύουμε και παράλληλα τα μισούμε.
Για παράδειγμα μπορεί να αναφερόμαστε στα γλυκά ή τη σοκολάτα, τη μανία μας με το κάπνισμα ή το αλκοόλ, την αδυναμία μας στις γυναίκες ή τους άνδρες, τον τζόγο, τα ψώνια ή τα αυτοκίνητα… Και βέβαια ο κατάλογος μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές.
Είναι, όμως, το πάθος κάτι στο οποίο πρέπει να προσπαθήσουμε να επιβληθούμε; Οι ειδικοί εξηγούν ότι δεν υπάρχει ούτε κάποιος γενικός κανόνας ούτε κάποια οδηγία που να απευθύνεται σε όλους ανεξαιρέτως. Αυτό είναι κάτι που θα το αποφασίσουμε οι ίδιοι, αν θεωρούμε ότι το «πάθος» μάς δυσκολεύει τη ζωή.
Πόσο πιθανό και εύκολο είναι όμως να του επιβληθούμε;
Τι είναι πάθος
Ο όρος πάθος δεν υπάρχει στην ψυχιατρική. Οι επιστήμονες προτιμούν να χρησιμοποιούν τον όρο παρόρμηση, που περιγράφουν ως μία ακατανίκητη επιθυμία να κάνουμε κάτι, συχνά χωρίς να μπορούμε να το ελέγξουμε ή να το κρίνουμε με τη λογική.
Όμως, η παρόρμηση (ή ενόρμηση) από μόνη της δεν περιέχει κάποια παθογένεια˙ το πρόβλημα δημιουργείται όταν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τις παρορμήσεις μας. Βέβαια, κάποιος άνθρωπος είναι πιθανό να μην μπορεί να ελέγξει τις παρορμήσεις του επειδή πάσχει από κάποιο άλλο ψυχιατρικό νόσημα (π.χ. μανία) ή βρίσκεται υπό την επίδραση κάποιας ουσίας (π.χ. αλκοόλ, ναρκωτικά) ή υποφέρει από κάποια σωματική νόσο (π.χ. Αλτσχάιμερ).
Από την άλλη πλευρά, μπορεί να είναι υγιής κατά τα άλλα και να μη βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών και το πρόβλημα να εντοπίζεται στο ότι υποφέρει από διαταραχή του ελέγχου των παρορμήσεων, ένα ψυχιατρικό πρόβλημα που αντιμετωπίζεται με ειδική φαρμακευτική αγωγή και περιλαμβάνει τη διαλείπουσα εκρηκτική διαταραχή (ο ασθενής έχει πολλά και πολύ έντονα επεισόδια θυμού, μετά από τα οποία νιώθει τύψεις και ενοχές), την παθολογική χαρτοπαιξία και ενασχόληση με τον τζόγο, την τριχοτιλλομανία (ο ασθενής τραβάει τις τρίχες των μαλλιών του μέχρι να τις βγάλει όλες), την πυρομανία, την κλεπτομανία, τα υπερβολικά ψώνια, την εξάρτηση από το Ίντερνετ, την καταναγκαστική σεξουαλική συμπεριφορά (άνθρωποι που νιώθουν «υποχρεωμένοι» να κάνουν σεξ χωρίς να έχουν επιθυμία), αλλά και διαταραχές πρόσληψης τροφής.
Αθώα αδυναμία ή μοιραίο πάθος;
Όπως είναι προφανές και λογικό, τα πάθη δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με έναν και ενιαίο τρόπο. Κυρίως επειδή υπάρχουν πολλών ειδών πάθη, που ο καθένας βιώνει με διαφορετικό τρόπο. Κατ’ αρχάς, το να έχουμε ένα πάθος, μια αδυναμία, δεν ακούγεται -και πιθανώς δεν είναι κιόλας- κακό.
Το θέμα είναι πόσο παθιασμένος είμαι με το πάθος μου. Ας υποθέσουμε ότι το πάθος μου είναι ο σύντροφός μου. Αυτό σημαίνει ότι τον αγαπάω και τον νοιάζομαι και φροντίζω για τη σχέση μου ή ότι είμαι εξαρτημένος σε σημείο που φτάνω να τον καταπιέζω; Το πρώτο θα περιέγραφε μια φυσιολογική αδυναμία, ενώ το δεύτερο μια εμμονή. Όπως είναι αναμενόμενο, το πρόβλημα ξεκινάει όταν πρόκειται για μια υπερβολή που έχει αρνητικές συνέπειες τόσο στη ζωή τη δική μας όσο και των γύρω μας.
Άλλοι παράγοντες που θέτουν το διαχωρισμό ανάμεσα στο πάθος και τη φυσιολογική αδυναμία είναι η συχνότητα, η ένταση και η διάρκεια με την οποία εμφανίζεται αυτό το πάθος. Ας μην ξεχνάμε, βέβαια, ότι υπάρχουν και πάθη που έχουν αποδεδειγμένα μόνο αρνητικές επιδράσεις και δεν μπορούν να θεωρηθούν αθώα, όπως για παράδειγμα το κάπνισμα ή η υπερκατανάλωση αλκοόλ.
Τότε χρειάζεται να το τιθασέψουμε;
Το πρώτο βήμα είναι να αναγνωρίσουμε τα πάθη μας. Στη συνέχεια, χρειάζεται να αξιολογήσουμε αν μας δημιουργούν κάποιο πρόβλημα ή κάποια δυσλειτουργία.
Εδώ θα πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι απολύτως αναμενόμενο να υπάρχουν πράγματα με τα οποία παθιαζόμαστε – άλλωστε, αν δεν είχαμε πάθη, ή ακόμα χειρότερα επιθυμίες, δεν θα ήμασταν φυσιολογικοί ή θα μπορούσαμε ακόμα και να πάσχουμε από κατάθλιψη.
Αν όμως το σκεφτούμε και συνειδητοποιήσουμε ότι τα πάθη μας μάς δυσκολεύουν, το επόμενο βήμα είναι να δούμε αν μπορούμε να τα κόψουμε. Έτσι, είναι σκόπιμο να προσπαθήσουμε να διερευνήσουμε αν θα ζούσαμε χωρίς αυτά ή πόσο εύκολο θα ήταν να τα κόψουμε. Πρέπει, δηλαδή, να θέσουμε την εξής ερώτηση στον εαυτό μας: Θα έχω πρόβλημα αν στερηθώ το πάθος μου;
Πώς θα τα καταφέρουμε;
Αν, λοιπόν, συμπεράνουμε ότι έχουμε κάποιο πάθος που θέλουμε να βγάλουμε από τη ζωή μας, θα πρέπει να φτιάξουμε ένα σχέδιο δράσης για να απαλλαγούμε από αυτό. Κάτι τέτοιο μπορούμε να το κάνουμε είτε μόνοι μας είτε με τη βοήθεια κάποιου ειδικού, αν πρόκειται για κάτι πιο δύσκολο.
Χρειάζεται, δηλαδή, αφού συνειδητοποιήσουμε αν και από τι είμαστε εξαρτημένοι, να διερευνήσουμε το γιατί. Αν, για παράδειγμα, το πάθος μας είναι τα λεφτά, θα πρέπει να σκεφτούμε τι θεωρούμε ότι αγοράζουμε με αυτά τα χρήματα – μήπως, για παράδειγμα, την αξία του ίδιου μας του εαυτού;
Αν, λοιπόν, το πάθος μας καλύπτει μια εσωτερική μας ανάγκη, για παράδειγμα την αυτοπεποίθησή μας, θα πρέπει να βρεθεί κάποιος άλλος τρόπος για να καλύψουμε την ανάγκη αυτή, για παράδειγμα με το να αναγνωρίσουμε τα χαρακτηριστικά μας εκείνα για τα οποία είμαστε υπερήφανοι. Στη συνέχεια, θα χρειαστεί να κάνουμε μικρές αλλαγές σιγά -σιγά, ώστε να απεξαρτηθούμε.
Φυσικά, δεν υπάρχει μία και μόνη συνταγή. Αλλιώς διακόπτουμε το φαγητό, αλλιώς το τσιγάρο, αλλιώς το αλκοόλ. Το πιο σημαντικό είναι να πάρουμε με τη λογική μας την απόφαση, να καταστρώσουμε ένα σχέδιο δράσης και μετά να ακολουθήσουμε τα βήματα της απόφασης.
Το σχέδιο αυτό μπορεί, για παράδειγμα, να είναι ένα πρόγραμμα διατροφής και άσκησης, αν το ζήτημά μας είναι να αδυνατίσουμε. Ή, αν θέλουμε να κόψουμε το τσιγάρο, μπορούμε να ακολουθήσουμε ένα πρόγραμμα καταγραφής συνηθειών και προσπάθειας αλλαγής αυτών.
Σε μια τέτοια περίπτωση, χρειάζεται να καταγράφουμε πόσα τσιγάρα καπνίζουμε και στη συνέχεια να πάρουμε την απόφαση να μειώσουμε τον αριθμό τους, για παράδειγμα κατά ένα την ημέρα. Με τη διαρκή υπενθύμιση του σκοπού μας, του κέρδους που θα έχουμε από την επίτευξή του, αλλά και με την επιβράβευση του εαυτού μας κάθε φορά που κάνουμε ένα βήμα, θα τα καταφέρουμε.
Γιατί δυσκολευόμαστε τόσο;
Επειδή εκτός από τη λογική, που μας βοηθά να αποφασίσουμε, υπάρχει μέσα μας και η συναισθηματική συλλογιστική, όπου λέμε «νιώθω ότι δεν θα τα καταφέρω», και έτσι δεν τα καταφέρνουμε.
Κι επειδή το συναίσθημα είναι δύσκολο να το χειριστούμε χωρίς στήριξη, είναι σημαντικό να ζητήσουμε τη βοήθεια των ειδικών, αν δυσκολευόμαστε. Άλλωστε, το πάθος αφορά κάτι πιο εσωτερικό από αυτό που φανταζόμαστε.
Για παράδειγμα, το να έχουμε πάθος με το παιδί μας και να είμαστε συνέχεια από πάνω του δεν σημαίνει αποκλειστικά και μόνο ότι το αγαπάμε, αλλά ίσως και ότι έχουμε μια βαθύτερη ανασφάλεια που δύσκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε και να διαχειριστούμε χωρίς τη βοήθεια ειδικών.
Από την άλλη πλευρά, τα πάθη πολλές φορές ενέχουν και το στοιχείο του εθισμού, όπως συμβαίνει για παράδειγμα με το κάπνισμα ή το αλκοόλ.
Σε κάθε βήμα της προσπάθειάς μας πρέπει να λέμε στον εαυτό μας «επέλεξα να κόψω το πάθος μου» και να είμαστε περήφανοι, ώστε να μη νιώθουμε συνέχεια ευάλωτοι. Απαραίτητο είναι να ενισχύουμε τον εαυτό μας και να τον επιβραβεύουμε, αλλά και να θυμόμαστε ποια είναι τα οφέλη από αυτήν την αλλαγή, ώστε να τη διατηρούμε.