Eνα ερώτημα πλανάται πάνω από την πολιτική τάξη της χώρας: «Θα πρέπει να πάμε στη Χάγη ή όχι;». Θα πρέπει δηλαδή να παραπέμψουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία στη Διεθνή Δικαιοσύνη και ιδιαίτερα στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για επίλυση ή όχι; Μέχρι σχετικά πρόσφατα υπήρχαν ευκρινώς αποκλίνουσες απόψεις πάνω στο ζήτημα. Αλλά ήδη διαφαίνεται ότι τείνει να διαμορφωθεί πολιτική συναίνεση ότι τελικά στο τέλος της διαδικασίας θα πρέπει να προσφύγουμε στη Διεθνή Δικαιοσύνη. Η πρώτη που έθεσε το ζήτημα αυτό με καθαρότητα ήταν η πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ Φώφη Γεννηματά.
Τάχθηκε ευθέως υπέρ της προσφυγής στη Διεθνή Δικαιοσύνη. Στην πρόσφατη συνέντευξή του στο «Βήμα» (29/12) ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ της προσφυγής «σ’ ένα διεθνές δικαιοδοτικό όργανο όπως είναι το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης». Ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να κινείται προς την ίδια λογική. Αλλά και ανάμεσα στους σοβαρούς ακαδημαϊκούς κύκλους (με οριακές εξαιρέσεις), ακόμη και σ’ αυτούς που είχαν άλλες προσεγγίσεις, έχει ωριμάσει η ιδέα ότι θα πρέπει να λύσουμε τις διαφορές μας με την Τουρκία με προσφυγή στη Διεθνή Δικαιοσύνη.
Η εξέλιξη αυτή συνιστά σημαντική πρόοδο σε σχέση με το παρελθόν στο οποίο υπήρχαν διχογνωμίες πάνω στο ζήτημα. Ως γνωστόν, στο Διεθνές Δικαστήριο προσφύγαμε το 1976 μονομερώς για το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας χωρίς αποτέλεσμα, ενώ το 1987 και ο Ανδρέας Γ. Παπανδρέου είχε ταχθεί υπέρ της προσφυγής στη Χάγη για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας. Και το 1996 επιδιώξαμε την επίλυση του ζητήματος των Ιμίων με προσφυγή στη Χάγη και με τη σχετική στήριξη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία υιοθέτησε και σχετική δήλωση (Ιούλιος 1996). Βεβαίως η μεγάλη ευκαιρία χάθηκε το 2004 όταν αρνηθήκαμε σε εφαρμογή των ρυθμίσεων του «Ελσίνκι» να πάμε στη Χάγη κάτω από τον φόβο ότι δεν θα δικαιωθούμε πλήρως.
Τα δύο ζητήματα
Βεβαίως για την προσφυγή εγείρονται δύο ζητήματα. Πρώτον, η υπογραφή συνυποσχετικού με την Τουρκία (η τελευταία δεν έχει αναγνωρίσει την υποχρεωτική δικαιοδοσία του ΔΔΧ) και εάν η τελευταία θα συμπράξει. Η Τουρκία επιμένει ως γνωστόν στην επίλυση μέσω πολιτικών διαπραγματεύσεων. Αλλά στη συνέντευξή του στο «Βήμα» (22/12) ο τούρκος υπουργός Μεβλούτ Τσαβούσογλου υπαινίχθηκε ότι μπορεί τελικά η Τουρκία να δεχθεί την προσφυγή αφού προηγηθούν διαπραγματεύσεις. Αλλά διαπραγματεύσεις (όχι κάτω από πίεση) θα πρέπει ούτως ή άλλως να διεξαχθούν στο πλαίσιο της προώθησης των μέτρων οικοδόμησης εμπιστοσύνης, των διερευνητικών επαφών και της σύνταξης του συνυποσχετικού. Η εκτίμησή μου είναι ότι η Τουρκία τελικά υπό προϋποθέσεις θα συμπράξει στη διαδικασία εάν η Ελλάδα εμφανισθεί με μια ολοκληρωμένη σοβαρή προσέγγιση.
Δεύτερον, ποια θέματα «θα πάμε στη Χάγη»; Η Ελλάδα ως γνωστόν αναγνωρίζει μόνο μία διαφορά με την Τουρκία, την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (και κατ’ επέκταση της ΑΟΖ) και τίποτε άλλο. Η Τουρκία έχει θέσει στην agenda μια σειρά από άλλα ζητήματα ως «μονομερείς διεκδικήσεις». Και πιθανότατα εάν συμπράξει θα ζητήσει να συμπεριληφθούν στην προσφυγή. Ο Πρωθυπουργός και άλλοι πολιτικοί ηγέτες έχουν τονίσει ότι «στη Χάγη πάμε» μόνο το θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ. Αλλά εάν υποθέσουμε ότι καθόμαστε στο τραπέζι με την Τουρκία για τη σύνταξη του συνυποσχετικού και τελικά καταλήξουμε στο δίλημμα ή πάμε στη Χάγη με ευρύτερη δέσμη θεμάτων ή όχι, τι ακριβώς κάνουμε; Η απάντηση δεν είναι εύκολη καθώς δεν μπορεί να είναι εύκολη και η εγκατάλειψη της προσφυγής. Αποτελεί μονόδρομο. Το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να δείξει τόλμη και αποφασιστικότητα. Δεν θα διακινδυνεύσουμε κάτι ουσιαστικό στο μέτρο που το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας.
Πάντως, θεωρώ ότι η προσφυγή στη Διεθνή Δικαιοσύνη αποτελεί την κύρια κίνηση ενός τρίπτυχου πρωτοβουλιών που επίσης περιλαμβάνει (α) την προσπάθεια για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος, (β) την προώθηση μιας ειδικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας με οικονομικά, πολιτικά και στοιχεία για την ασφάλεια και άμυνα.