«Ποτέ άλλοτε δεν έχει βρεθεί η παγκόσμια οικονομία σε μια τέτοια ρευστότητα» επισημαίνει μιλώντας στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Θεόδωρος Πελαγίδης, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, σχολιάζοντας τη διεθνή οικονομική σκηνή και προσθέτει, μεταξύ των άλλων «στην αυγή της νέας δεκαετίας οι προβλέψεις είναι αδύνατες, αυτό είναι το μόνο σίγουρο».
Σε αντίστοιχο μήκος κύματος ο Κώστας Μελάς, διδάσκων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, σημειώνει πως «η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκονται σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, υπό το βάρος περιοριστικών μέτρων στο διεθνές εμπόριο και υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε πολλές οικονομίες, καθώς και αβεβαιότητας εξαιτίας γεωπολιτικών κινδύνων».
Αλλά εξίσου χαμηλών προσδοκιών αν όχι απαισιοδοξίας ο Σταύρος Τομπάζος, αναπληρωτής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου, επισημαίνει ότι «σε συνθήκες στάσιμης παραγωγικότητας, η διατήρηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε υψηλά επίπεδα απαιτεί στασιμότητα ή μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η οποία, όμως, με τη σειρά της, δημιουργεί ένα ορίζοντα χαμηλών παραγωγικών προσδοκιών».
Σ΄αυτό το ρευστό περιβάλλον η ελληνική οικονομία συνεχίζει να μεγεθύνεται ίσως με ρυθμούς χαμηλότερους των επιθυμητών. Ο κ. Πελαγίδης αισιοδοξεί πως «η Ελλάδα, στην αυγή της νέας δεκαετίας πρέπει και μπορεί να δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα την μετατρέψουν σιγά-σιγά σε «Φλόριδα της Ευρώπης», ο κ. Μελάς θεωρεί ότι ο παράγοντας των επενδύσεων είναι εκείνος που θα καθορίσει τελικώς τον -υψηλότερο έτσι κι αλλιώς εντός της ευρωζώνης- ρυθμό ανάπτυξης του 2020, ενώ ο κ. Τομπάζος εκτιμά ότι «η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει σε μια γρήγορη ανάκαμψη μέσω του τουρισμού και, γενικότερα, των εξαγωγών της. Τα εξωφρενικά υψηλά ποσοστά πρωτογενών πλεονασμάτων που επέβαλαν οι δανειστές επιδρούν αρνητικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ».
Αναλυτικά οι τρεις οικονομολόγοι, ανήκοντες σε τρεις διαφορετικές σχολές σκέψης, ανέφεραν τα εξής στο ΑΠΕ- ΜΠΕ:
Θοδωρής Πελαγίδης: Απρόβλεπτο, ρευστό το 2020 (Kαθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς, NR Senior Fellow Brookings Instit)
Ποτέ άλλοτε δεν έχει βρεθεί η παγκόσμια οικονομία σε μια τέτοια ρευστότητα. Στην αυγή της νέας δεκαετίας οι προβλέψεις είναι αδύνατες, αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Η συμβολή μας στην κατανόηση αυτού που έρχεται είναι περισσότερο να συγκεντρώσουμε μια δέσμη κρίσιμων εξελίξεων και στη συνέχεια να δούμε αν αυτές συγκροτούν μια δυναμική. Ίσως το 2020 να δείξει τουλάχιστον το προς τα πού θα πάμε.
Να πω εξ αρχής ότι ξεκινά η μεγάλη έξοδος της Κίνας. Δύο εκατομμύρια Κινέζοι ήδη έχουν μεταναστεύσει προς την ανατολική Ρωσία ενώ ο Δρόμος του Μεταξιού προχωρά και το ευρωασιατικό όραμα ισχυροποιείται. Κινεζικές επιχειρήσεις υπεργολαβοποιούν δουλειές σε ακόμη φθηνότερες χώρες σε γειτονικά κράτη της Ν.Α. Ασίας, ενώ η κινεζική επενδυτική απόβαση στην πολλά υποσχόμενη Αφρική προχωρά και θα προχωρήσει ακόμη ταχύτερα. Εκεί κατασκευάζονται υποδομές από κινεζικές εταιρίες και επενδύονται χρήματα σε πλουτοπαραγωγικές πηγές. Το μέλλον για την Αφρική ξεκινά.
Στην Ευρώπη, η προσγείωση της γερμανικής οικονομίας δείχνει ότι αναμένουμε έναν χρόνο έναρξης της Ιαπωνοποίησης. Χαμηλοί, στην πράξη, μηδενικοί ρυθμοί οικονομικής μεγέθυνσης κλονίζουν το όραμα της συνεχούς οικονομικής προόδου αλλά και του αξιοζήλευτου ευρωπαϊκού τρόπου ζωής. Στη βάση αυτού η τρομερή δημογραφική παρακμή. Από τις χώρες της Βαλτικής μέχρι τα Βαλκάνια, ο πληθυσμός μειώνεται, γηράσκει, μεταναστεύει. Η μήτρα του προβλήματος του δημοσίου χρέους, του ασφαλιστικού, της χαμηλής οικονομικής μεγέθυνσης, των ανεπαρκών επενδύσεων κτλ. βρίσκεται εδώ. Σε κάθε περίπτωση, η οικονομική στασιμότητα δεν μπορεί να προκαλέσει μια ισχυρή ύφεση της τάξης του 2008, όμως η κατάσταση αυτή της Ιαπωνοποίησης της Ευρώπης θα συνεχιστεί.
Στην Αμερική, η μισή και λιγότερη κοινωνία τρέχει με 3% και η άλλη μισή δεν μπορεί να βρει σε περίπτωση ανάγκης 400 δολάρια. Αυτό έχει οδηγήσει σε μια άνευ προηγουμένου πόλωση που καταστρέφει αυτό που πάντα όλοι θαυμάζαμε στην Αμερική: το βάθος και την επάρκεια των θεσμών. Δεν εκτιμώ ότι λίγους μήνες πριν τις αμερικάνικες εκλογές το σύστημα μπορεί να φρενάρει απότομα. Το κομμάτι της οικονομίας -και της κοινωνίας- που παράγει, είναι ανταγωνιστικό και δαπανά θα συνεχίσει την πορεία αυτή. Το ζήτημα όμως είναι ότι το σύστημα συνολικά έχει πρόβλημα. Και αυτό μπορεί μέσα στο επόμενο έτος να φανεί περισσότερο πάνω στην οικονομία. Η επιβράδυνση της οικονομίας που προβλέπεται να «καθίσει» πιο κοντά στο 2% είναι μικρή για να δημιουργήσει συνθήκες πολύ διαφορετικές από την προηγούμενη χρονιά, αλλά θα δούμε…
Kαι η Ελλάς; Επιτυχία θα είναι οπωσδήποτε να ξεπεράσει ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης επιτέλους το 2% και μάλιστα πολύ περισσότερο το 2.5%. Γίνονται σοβαρές προσπάθειες από τη νέα κυβέρνηση για την τόνωση των επενδύσεων και τις κάθε είδους επιχειρηματικές διευκολύνσεις. Η Ελλάδα δεν είναι και μια ιδιαιτέρως ανοικτή οικονομία, με την εξαίρεση βεβαίως του τουρισμού και οι όποιες αρνητικές επιδράσεις από το εξωτερικό περιβάλλον δεν φαίνεται να είναι ισχυρές. Η Ελλάδα, στην αυγή της νέας δεκαετίας πρέπει και μπορεί να δημιουργήσει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις που θα την μετατρέψουν σιγά-σιγά σε «Φλόριδα της Ευρώπης». Δε βλέπω γιατί το απίθανο οικόπεδο που βρίσκεται να μην μπορεί να υποδέχεται σε ημιμόνιμη βάση τους ευκατάστατους όλου του κόσμου. Κατασκευές, τρόφιμα, μεταφορές, ενέργεια είναι μόνο μερικοί τομείς που μπορούν να «συρθούν» από τον τουρισμό υψηλότερα σε μια τέτοια εκδοχή. Μόνο εμπόδιο είναι η υψηλή φορολογία…
Κώστας Μελάς: 2020, Οι γεωπολιτικές παρεμβάσεις θα καθορίσουν σε μέγιστο βαθμό τις αντίστοιχες οικονομικές (Διδάσκει Οικονομικά στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)
Η βασική τάση το 2019 ήταν οι συνεχείς και βαθύτερες ρωγμές σε αυτό που ονομάζουμε καθεστώς της παγκοσμιοποίησης. Η πολιτική συνεχίζει να ομιλεί μέσω της οικονομίας. Οι γεωπολιτικές παρεμβάσεις καθορίζουν στο έπακρο και τις αντίστοιχες οικονομικές.
Οι ΗΠΑ υπό τον Πρόεδρο Τραμπ και με το δόγμα «America first» έχει πρωτοστατήσει σε αυτή τη διαδικασία. Αντιμετωπίζει στην παγκόσμια σκηνή όλους τους μέχρι πρόσφατα οικονομικούς (και όχι μόνο) εταίρους ως αντιπάλους από τους οποίους πρέπει να εξασφαλίσει υποχωρήσεις και ανταλλάγματα. Κλιμάκωσε τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα και η πρόσφατη συμφωνία για τη μη επέκταση των δασμών ουσιαστικά δεν μπορεί να διαβαστεί παρά ως μια προσωρινή ανακωχή.
Πιέζει αφάνταστα τους Ευρωπαίους εταίρους και επικροτεί το Brexit. Η συμπεριφορά της υπερδύναμης -απότοκος της απειλής από την άνοδο της Κίνας και δευτερευόντως την ενδυνάμωση της Ρωσίας στο γεωπολιτικό παίγνιο- προκαλεί σεισμικές αλλαγές στο οικοδόμημα των παγκοσμίων σχέσεων ισχύος όπως αυτές είχαν διαμορφωθεί κυρίως μετά την πτώση του συνασπισμού της Σοβιετικής Ένωσης.
Έτσι διαπιστώνονται δια γυμνού οφθαλμού:
- Η αναστροφή της διαδικασίας της παγκόσμιας οικονομικής ενοποίησης
- Ο άτυπος θάνατος του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου
- Οι βαθιές ρωγμές στη Βορειοατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ)
- Συνεχής οικονομική διείσδυση της Κίνας σε όλο τον Πλανήτη και κυρίως στην περιφέρεια της ΝΑ Ασίας και στην Αφρική.
- Η Ρωσία γίνεται σημαντικός παίκτης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
- Όξυνση των σχέσεων των ΗΠΑ με το Ιράν.
Η κατάσταση δεν πρόκειται να μεταβληθεί το 2020. Οι προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2020 δύσκολα θα επιδράσουν στη διαφοροποίηση αυτού του σκηνικού. Πιθανότερο είναι ο πρόεδρος Τραμπ να οξύνει, περαιτέρω, όχι μόνο τη ρητορική του αλλά και την πρακτική του (όπως με το Ιράν) με βάση τον αρχικό σχεδιασμό του και τις υποσχέσεις που έχει δώσει στους ψηφοφόρους του.
Η παγκόσμια και η ευρωπαϊκή οικονομία βρίσκονται σε φάση σημαντικής επιβράδυνσης, υπό το βάρος περιοριστικών μέτρων στο διεθνές εμπόριο και υψηλού δημόσιου και ιδιωτικού χρέους σε πολλές οικονομίες, καθώς και αβεβαιότητας εξαιτίας γεωπολιτικών κινδύνων. Οι προβλέψεις για μικρή έστω ανάκαμψη στην παγκόσμια οικονομία το 2020 περιβάλλονται από σημαντικούς κινδύνους, τόσο οικονομικούς όσο και γεωπολιτικούς.
Ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ εκτιμάται από το ΔΝΤ ότι υποχώρησε σε 3,0% το 2019, το χαμηλότερο επίπεδο από την παγκόσμια οικονομική κρίση το 2009, έναντι 3,6% το 2018, ενώ προβλέπεται να ανέλθει σε 3,4% το 2020.
Στη ζώνη του ευρώ ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει σημαντικά για το σύνολο του έτους και θα διαμορφωθεί σε 1,2%, έναντι 1,9% το 2018. Αναμένεται να επιβραδυνθεί ελαφρά περαιτέρω σε 1,1% το 2020, υπό την επίδραση κυρίως της προβλεπόμενης επιβράδυνσης της εγχώριας ζήτησης. Παρόλα αυτά το 2019, ήταν ένα από τα αποδοτικότερα έτη στην ιστορία των χρηματοοικονομικών αγορών σε πλανητικό επίπεδο!!!
Στην Ελλάδα ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα κινηθεί γύρω από το 2,4% για το 2020, δηλαδή θα υπερβεί για δεύτερο έτος τον μέσο όρο των χωρών της ευρωζώνης. Η αύξηση των επενδύσεων εξακολουθεί να αποτελεί τον βασικότερο αβέβαιο παράγοντα που θα καθορίσει σε τελική ανάλυση το ύψος της μεγέθυνσης του ΑΕΠ. Παράλληλα η κλαδική διάρθρωση των επενδύσεων θα δείξει με σαφήνεια αν μπορεί να μεταβληθεί κάτι -πράγμα δύσκολο- στο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας.
Σταύρος Τομπάζος: Παγκόσμια Οικονομία και Ελλάδα (Αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κύπρου)
Σε πολύ πρόσφατο δημοσίευμα της, η Παγκόσμια Τράπεζα (μετά από το ΔΝΤ και τον ΟΟΣΑ) αναθεώρησε προς τα κάτω τις προβλέψεις για την οικονομική μεγέθυνση του 2020. Η παγκόσμια μεγέθυνση θα περιοριστεί στο 2,5% έναντι 2,4% το 2019 που υπήρξε το χειρότερο έτος της τρέχουσας δεκαετίας. Στα ανεπτυγμένα κράτη θα περιοριστεί στο 1,4%, στις ΗΠΑ στο 1,8%, ενώ στην ευρωζώνη στο 1%.
Ο ΟΗΕ τονίζει ότι με τόσο χαμηλά ποσοστά παγκόσμιας ανάπτυξης οι στόχοι μείωσης του ποσοστού πείνας στον κόσμο δεν είναι δυνατό να επιτευχθούν.
Τα χαμηλά ποσοστά οικονομικής μεγέθυνσης δεν είναι ένα συγκυριακό φαινόμενο. Αντικατοπτρίζουν την προοδευτική επιβράδυνση της αύξησης στην παραγωγικότητα της εργασίας στον ανεπτυγμένο κόσμο από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, και ιδιαίτερα μετά την κρίση του 2008. Μέσα στη δεκαετία του 2010, η αύξηση της παραγωγικότητας στον ανεπτυγμένο κόσμο, που κυμαίνεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 1%, δεν έχει ιστορικό προηγούμενο εν καιρώ ειρήνης.
Σε αντίθεση με τις ανεπτυγμένες οικονομίες, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, οι αναδυόμενες και αναπτυσσόμενες οικονομίες παρουσίασαν μια έντονα ανοδική τάση στην παραγωγικότητα της εργασίας. Από το δεύτερο μισό της της δεκαετίας του 2000, ωστόσο, η πρόοδος της παραγωγικότητας της εργασίας παρουσιάζει και σε αυτές τις οικονομίες πτωτική τάση.
Η αύξηση του ιδιωτικού χρέους και των παράγωγων χρηματοπιστωτικών προϊόντων οικιστικών και καταναλωτικών δανείων, τονώνοντας τη ζήτηση, επέδρασαν θετικά στην επένδυση και τα ποσοστά μεγέθυνσης στον ανεπτυγμένο κόσμο πριν την κρίση του 2008. Η πτωτική τάση των ποσοστών αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας επέδρασε λιγότερο καταλυτικά απ’ όσο θα ανέμενε κανείς στην επένδυση και το ΑΕΠ, λόγω της φούσκας του ιδιωτικού δανεισμού και των χρηματοπιστωτικών παραγώγων.
Η φούσκα όμως έσκασε το 2008 και από τότε τα καταναλωτικά και οικιστικά δάνεια έπαψαν να «συμπληρώνουν» τη ζήτηση, υποκαθιστώντας εν μέρει το χαμένο μερίδιο των μισθών στο ΑΕΠ που επέβαλαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Δεδομένης της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και του χαμηλού μεριδίου του μισθού στο ΑΕΠ, η επενδυτική δραστηριότητα είναι ιδιαίτερα χαμηλή με αποτέλεσμα το ΑΕΠ να αυξάνεται με αργό ρυθμό.
Σε συνθήκες στάσιμης παραγωγικότητας, η διατήρηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε υψηλά επίπεδα απαιτεί στασιμότητα ή μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, η οποία, όμως, με τη σειρά της, δημιουργεί ένα ορίζοντα χαμηλών παραγωγικών προσδοκιών. Με άλλα λόγια, οι χαμηλοί ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ θα είναι από τώρα και στο εξής ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
Είναι γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο που η κρίση του 2008 παίρνει τώρα τη μορφή μιας κρίσης κοινωνικής αναπαραγωγής και, σε μερικές περιπτώσεις, και μιας κρίσης πολιτικής ηγεμονίας όπως π.χ. στη Γαλλία.
Οι οικονομικές προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας και ιδιαίτερα της ευρωζώνης δεν επιτρέπουν καμιά αισιοδοξία για γρήγορη αποκατάσταση του χαμένου ΑΕΠ στην Ελλάδα της μνημονιακής περιόδου.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να ελπίζει σε μια γρήγορη ανάκαμψη μέσω του τουρισμού και, γενικότερα, των εξαγωγών της. Τα εξωφρενικά υψηλά ποσοστά πρωτογενών πλεονασμάτων που επέβαλαν οι δανειστές επιδρούν αρνητικά στη μεγέθυνση του ΑΕΠ, ενώ το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος που προκάλεσαν οι πολιτικές λιτότητας εγκλωβίσουν τη χώρα σε ένα καθεστώς «αποικίας χρέους», από το οποίο δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα διαφυγής χωρίς ρήξη με τους δανειστές.