Στη δημιουργία, εντός του 2020, ενός εθνικού πολυ-επαγγελματικού ταμείου, με στόχο την παροχή συμπληρωματικής ασφάλισης κυρίως σε εργαζομένους, μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, προχωρούν η ΓΣΕΕ και οι εργοδοτικοί φορείς. Η προώθηση της δημιουργίας Εθνικού Επαγγελματικού Ταμείου προβλέπεται και στο κείμενο της ΕΓΣΣΕ 2018, της οποίας η ισχύς παρατάθηκε έως τις 31/12/2020.
Βάσει του σχεδίου που επεξεργάζονται οι κοινωνικοί φορείς, η ασφάλιση στον δεύτερο πυλώνα θα είναι υποχρεωτική και συμπληρωματική των παροχών που χορηγούνται από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης (πρώτος πυλώνας). Θα λειτουργεί με κεφαλαιοποιητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών και η τελική παροχή θα εξαρτάται από τις αποδόσεις που θα επιτυγχάνονται. Θα χορηγείται δε, κατ’ επιλογήν του εργαζομένου, είτε εφάπαξ είτε μηνιαίως, με τη μορφή σύνταξης. Σύμφωνα με τους κοινωνικούς εταίρους, ακόμη και με μια εισφορά της τάξης του 2% (1%+1% για κάθε μέρος) θα συγκεντρωθούν κατά τη φάση ωρίμασης του Ταμείου ιδιαίτερα σημαντικά κεφάλαια που θα ενισχύσουν τις παραγωγικές επενδύσεις και την αναπτυξιακή δυναμική.
Το νέο Εθνικό Επαγγελματικό Ταμείο (ΕΘΕΤ) θα είναι «πολυ-επαγγελματικό» (θα μπορεί να καλύψει πολλές επαγγελματικές τάξεις) και θα στηρίζεται στο νομικό πλαίσιο που υπάρχει από το 2002 (Ν. 3029/2002). Η νομική του μορφή θα είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου. Η ασφάλιση που θα παρέχει θα είναι συμπληρωματική των παροχών που χορηγούνται από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης και συγκεκριμένα του δεύτερου πυλώνα, όπως ορίζεται στην ΕΕ. Θα ασφαλίζονται οι μισθωτοί των επιχειρήσεων, ενώ υπάρχει πρόταση για την ένταξη σε αυτό και των αυτοαπασχολουμένων και των ελεύθερων επαγγελματιών με το σύστημα της αυτασφάλισης. Το ΕΘΕΤ θα χορηγεί κατ’ επιλογή του εργαζομένου είτε εφάπαξ παροχή, είτε μηνιαία περιοδική παροχή για τους κινδύνους γήρατος, αναπηρίας και θανάτου. Η παροχή θα δίνεται με τη συμπλήρωση των προβλεπόμενων προϋποθέσεων. Παραδείγματος χάριν, με τη συμπλήρωση του 55ου έτους της ηλικίας. Οι προϋποθέσεις χορήγησης της παροχής δεν θα σχετίζονται με τις προϋποθέσεις της κύριας σύνταξης (πρώτος πυλώνας) της κοινωνικής ασφάλισης, κάτι που συμβαίνει με την επικουρική σύνταξη. Επίσης το δικαίωμα παροχής που προέρχεται από το νέο Ταμείο θα κληρονομείται.
Η τελική παροχή εξαρτάται από τις αποδόσεις και ως εκ τούτου απαιτούνται αυξημένοι κανόνες διαχείρισης και δημοσιότητας – διαφάνειας αλλά και εποπτείας, οι οποίοι έχουν ήδη εισαχθεί με ευρωπαϊκούς κανόνες.
Με δύο όργανα
Το νέο Ταμείο προτείνεται να διοικείται από δύο όργανα: το Συμβούλιο Ιδρυτών, το οποίο θα αποτελείται από τέσσερις εργοδοτικούς και τέσσερις εκπροσώπους της ΓΣΕΕ, με τετραετή θητεία και εναλλασσόμενη κατ’ έτος προεδρία. Οι αποφάσεις θα λαμβάνονται με πλειοψηφία των 3/4 των μελών και οι αρμοδιότητές του θα είναι η επιλογή μελών ΔΣ και ελεγκτών, όπως και η αλλαγή του καταστατικού. Το άλλο όργανο θα είναι το πενταμελές Διοικητικό Συμβούλιο που θα συγκροτείται από επαγγελματίες με αποδεδειγμένες γνώσεις στο αντικείμενο, οι οποίοι δεν θα έχουν καμία συνδικαλιστική ιδιότητα.
Το σημαντικότερο πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι κοινωνικοί εταίροι είναι η χρηματοδότηση του νέου Ταμείου μέσω των εισφορών. Οι εργοδότες διατυπώνουν τη θέση ότι δεν υπάρχει περιθώριο πρόσθετης επιβάρυνσης του μη μισθολογικού κόστους. Για τον λόγο αυτόν ζητούν να συνδυαστεί με την ύπαρξη φορολογικών ελαφρύνσεων και άλλων μέτρων μείωσης του κόστους. Μια πρώτη προσέγγιση προβλέπει εισφορά 1% επί των μεικτών αποδοχών, που θα κατανέμεται ισόποσα σε εργαζόμενο και εργοδότη, εν προκειμένω από 0,5% σε κάθε πλευρά. Το καταστατικό θα προβλέπει τη δυνατότητα έκτακτων εισφορών από εργοδότες και εργαζομένους, ενώ αν κάποια εταιρεία το επιθυμεί θα μπορεί να καταβάλει και υψηλότερα ποσοστά ασφάλισης για τους εργαζομένους της. Το Ταμείο θα λειτουργεί με κεφαλαιοποιητικό σύστημα καθορισμένων εισφορών, δηλαδή θα έχει «αποταμιευτικό» χαρακτήρα.