«Ο πολίτης είναι γένους αρσενικού. Η Δημοκρατία, η Ελλάδα και η Πρόοδος, ωστόσο, είναι γένους θηλυκού. Και αυτές μάς καλούν στην μεγάλη υπέρβαση.
Θεωρώ ότι είναι η ώρα να αποκτήσει η πατρίδα μας μία άξια Ελληνίδα στην κορυφαία πολιτειακή της θέση: Προτείνω, λοιπόν, για Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, την πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, κυρία Αικατερίνη Σακελλαροπούλου».
Με αυτά τα λόγια, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, σε διάγγελμά του το απόγευμα της Τετάρτης ανακοίνωσε ότι επέλεξε την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου ως υποψήφια για την Προεδρία της Δημοκρατίας.
Μάλιστα σε περίπτωση που εκλεγεί που είναι και το πιθανότερο, η Αικατερίνη Σακελλαροπούλου θα είναι η πρώτη γυναίκα Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Ωστόσο δεν θα είναι η πρώτη δικαστικός που γίνεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας, καθώς πριν από εκείνη ακόμη δύο νομικοί και δικαστές έχουν εκλεγεί στο ίδιο αξίωμα.
Ποια ήταν οι δύο δικαστές που διατέλεσαν Πρόεδροι της Δημοκρατίας
Μιχαήλ Στασινόπουλος
Ο Μιχαήλ Στασινόπουλος (27 Ιουλίου 1903 – 31 Οκτωβρίου 2002) ήταν Έλληνας νομικός, μέλος της Ακαδημίας Αθηνών και συγγραφέας που διετέλεσε πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά τη Μεταπολίτευση.
Ως δικαστικός λειτουργός έφθασε μέχρι την θέση του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, θέση από την οποία αντιτάχθηκε στη Δικτατορία των Συνταγματαρχών με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί.
Ακαδημαϊκή σταδιοδρομία
Γεννήθηκε στη Μεσσήνη στις 27 Ιουλίου 1903. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1924. Το 1929 έγινε εισηγητής στο Συμβούλιο της Επικρατείας.Το 1934 αναγορεύτηκε διδάκτορας της Νομικής Σχολής Αθηνών, ενώ το 1943 έγινε σύμβουλος Επικρατείας. Από το 1951 έως και το 1958 διετέλεσε υφηγητής και τακτικός καθηγητής Διοικητικού Δικαίου στην Πάντειο Σχολή, [της οποίας μεταξύ 1951 και 1957 διετέλεσε πρύτανης. Το 1959 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας των πανεπιστημίων του Μπορντό και του Παρισιού. Το 1968 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, στην τάξη των ηθικών και πολιτικών επιστημών. Υπήρξε μέλος της Ομάδας των Δώδεκα, καθώς και εκδότης του επιστημονικού περιοδικού Επιθεώρησις Δημοσίου Δικαίου και Διοικητικού Δικαίου.Το 1978 εξελέγη πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών[8] και το 1993 εξελέγη πρόεδρος του Πειθαρχικού Συμβουλίου της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών.
Δικαστική σταδιοδρομία
Το 1947 τοποθετήθηκε πολιτικός σύμβουλος της Στρατιωτικής Διοικήσεως Δωδεκανήσου στο μεταβατικό στάδιο που μεσολάβησε έως την ενσωμάτωση των νησιών στην Ελλάδα. Το διάστημα 1948-1951 υπήρξε πρόεδρος της επιτροπής που συνέταξε τον υπαλληλικό κώδικα.
Από το 1966 έως το 1969 ήταν πρόεδρος του Συμβουλίου Επικρατείας, όμως απομακρύνθηκε το 1969 όταν εξέδωσε απορριπτική απόφαση για την νομιμότητα του δικτατορικού καθεστώτος.
Το 1975 αποκαταστάθηκε στο δικαστικό σώμα ως επίτιμος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας. και το διάστημα 1976-1978 υπήρξε δικαστής ad hoc στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Επίσης απο το 1969 εως και το 1970 προτάθηκε από τον πρόεδρο του γαλλικού συμβουλίου της επικρατείας Ρενέ Κασέν για το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης ως επικεφαλής των Ελλήνων δικαστών για τον τρόπο που είχαν αντιμετωπίσει την χούντα.
Τα τελευταία χρόνια διέθεσε περιουσιακά του στοιχεία και συνέστησε το Ίδρυμα Διοικητικού Δικαίου Μ. Στασινοπούλου με έδρα το Ψυχικό, με σκοπό τη χορήγηση υποτροφιών στο Δημόσιο Δίκαιο.
Πολιτική σταδιοδρομία
Το 1952 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα, ως υπουργός Προεδρίας και Εργασίας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση του Δημητρίου Κιουσόπουλου. Διετέλεσε επίσης υπηρεσιακός υπουργός προεδρίας σην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Γεωργακόπουλου το 1958.
Διετέλεσε επίσης πρόεδρος του Ιδρύματος της Ελληνικής Ραδιοφωνίας από το 1951 εως το 1953 και της Λυρικής Σκηνής από το 1953 έως το 1954.Το 1974, στις πρώτες μεταδικτατορικές ή μεταπολιτευτικές εκλογές του Νοεμβρίου, εξελέγη πρώτος βουλευτής Επικρατείας, με το ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας. Παραιτήθηκε στις 18 Δεκεμβρίου, δέκα μέρες μετά το Δημοψήφισμα του 1974 με το οποίο καταργήθηκε η βασιλεία, όταν η νέα Βουλή τον εξέλεξε προσωρινό Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας με 206 ψήφους.
Η προεδρική του θητεία διήρκεσε ως τις 20 Ιουνίου 1975, οπότε το αξίωμα ανέλαβε ο Κωνσταντίνος Τσάτσος διαμορφώνοντας το νέο πολίτευμα. Η προεδρική θητεία του Στασινόπουλου χαρακτηρίζεται από τη διακριτική του παρουσία στην πολιτική σκηνή, την ταύτισή του με την κυβερνητική πολιτική, αφού δεν χρειάστηκε να λάβει καμία απόφαση καίριας σημασίας, ενώ οι όποιες δημόσιες παρεμβάσεις του ήταν κυβερνητικής έμπνευσης.
Προχώρησε στην εκκαθάριση της Προεδρίας της Δημοκρατίας από τα πρόσωπα εκείνα που είχαν εκτεθεί υπερβολικά λόγω των φιλοδικτατορικών επιλογών τους.
Χρήστος Σαρτζετάκης
Ο Χρήστος Σαρτζετάκης είναι ανώτατος δικαστικός εν συντάξει ο οποίος διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας την περίοδο 1985-1990.
Ο Σαρτζετάκης κέρδισε παγκόσμια καταξίωση όταν επιτέλεσε με παραδειγματική γενναιότητα το έργο του στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη, αν και δεχόταν αφόρητες πιέσεις από την κυβέρνηση Καραμανλή και την τότε ηγεσία της Δικαιοσύνης και των Σωμάτων Ασφαλείας.
Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, άσκησε τα καθήκοντά του με εξαιρετική προσήλωση στο Σύνταγμα, ιδιαίτερα κατά την ταραχώδη περίοδο 1989-1990, όταν οι εκλογικές αναμετρήσεις δεν έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία σε κανένα κόμμα.
Βιογραφία
Γεννήθηκε στη Νεάπολη Θεσσαλονίκης το 1929. Ο πατέρας του ήταν αξιωματικός της Χωροφυλακής, καταγόμενος από τα Χανιά. Η μητέρα του, το γένος Γραμμενόπουλου, ήταν από το Σκλήθρο Φλώρινας, κόρη του Μακεδονομάχου Κοσμά Γραμμενόπουλου. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εισήλθε στον δικαστικό κλάδο το 1955. Το 1961 ήταν ανακριτής στο Αγρίνιο, στην ανάκριση του παιδαγωγού Μιχάλη Παπαμαύρου..
Το 1956 υπηρέτησε ως Ειρηνοδίκης στην Κλεισούρα Καστοριάς. Το 1963 υπηρέτησε στο Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης, και έγινε γνωστός ως ανακριτής στην υπόθεση της δολοφονίας του βουλευτή της Αριστεράς Γρηγόρη Λαμπράκη. Διεξήγαγε την ανάκριση χωρίς να υποκύψει σε πολιτικές πιέσεις που δέχτηκε από την τότε πολιτική και δικαστική εξουσία. Η γενναία στάση του αποτυπώθηκε στην ταινία «Ζ» του Κώστα Γαβρά.
Με εκπαιδευτική άδεια έκανε στο Παρίσι κατά το διάστημα 1965-1967 μεταπτυχιακές σπουδές στο Εμπορικό Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοτικό Δίκαιο.
Το 1968, επί Χούντας, απολύθηκε από το δικαστικό σώμα και στη συνέχεια συνελήφθη δύο φορές, βασανίστηκε στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και φυλακίστηκε, χωρίς δίκη. Απολύθηκε από τις φυλακές της Χούντας μετά από διεθνή κατακραυγή το 1971. Με την πτώση της δικτατορίας αποκαταστάθηκε στην υπηρεσία του τον Σεπτέμβριο του 1974 με τον βαθμό του Εφέτη.
Το 1976 συμμετείχε στη σύνθεση του Συμβουλίου Εφετών η οποία απέρριψε το αίτημα της Γερμανίας για την έκδοση του Ρολφ Πόλε, καταζητούμενου για τρομοκρατική δράση, με το σκεπτικό ότι τα εγκλήματά του είναι πολιτικά και ως εκ τούτου η έκδοσή του απαγορεύεται από το ελληνικό Σύνταγμα. Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου άσκησε πειθαρχική δίωξη κατά των τριών πλειοψηφησάντων δικαστών (Κ. Αλεξόπουλος, Σ. Βάλλας, Χ. Σαρτζετάκης) γι’ αυτή τη απόφαση, γεγονός που θεωρήθηκε ανεπίτρεπτη παρέμβαση στη δικαστική ανεξαρτησία.
Το 1981 προήχθη στον βαθμό του Προέδρου Εφετών και το 1982 στον βαθμό του Αρεοπαγίτη.
Κατά την προεδρική εκλογή του 1985 ο Χρήστος Σαρτζετάκης προτάθηκε από το ΠΑΣΟΚ και εξελέγη από αυτό και τα κόμματα της αριστεράς στις 29 Μαρτίου 1985 Πρόεδρος της Δημοκρατίας, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 5 Μαΐου 1990.
Η εκλογή του συνδέθηκε με δύο προβλήματα Συνταγματικού Δικαίου, τα «χρωματιστά ψηφοδέλτια» και την «ψήφο Αλευρά». Για την ψηφοφορία χρησιμοποιήθηκαν ψηφοδέλτια διαφορετικού χρώματος για κάθε υποψήφιο, κάτι που η τότε αξιωματική αντιπολίτευση (Νέα Δημοκρατία) κατήγγειλε ως απόπειρα ακύρωσης του μυστικού χαρακτήρα της ψηφοφορίας, επειδή, όπως υποστήριξε, το χρώμα του κάθε ψηφοδελτίου διακρινόταν από τον ημιδιαφανή φάκελο. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι ο τότε Πρόεδρος της Βουλής Γιάννης Αλευράς δεν έπρεπε να λάβει μέρος στην ψηφοφορία ως εκτελών χρέη Προέδρου της Δημοκρατίας μετά την πρόωρη παραίτηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Προέδρου της Δημοκρατίας έγινε γνωστός για τη δήλωσή του «είμαστε έθνος ανάδελφον», που γνώρισε μεγάλη αποδοχή, και από την αφοσίωσή του στην τήρηση του Συντάγματος, ιδιαίτερα στο δύσκολο διάστημα 1989-1990.
Μετά το 1990 έχει αποσυρθεί σε μεγάλο βαθμό από την δημόσια ζωή αν και αρθρογραφεί τακτικά σε εφημερίδες και δημοσιεύει κείμενα στην ιστοσελίδα του.
Είναι παντρεμένος με την Έφη Αργυρίου και έχει μία κόρη.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2018, βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών. Το βραβείο απονεμήθηκε για τη δημοσίευση του έργου «Επιτελών το καθήκον μου», κείμενο με τη μειοψηφική γνώμη που διατύπωσε το 1964 ως ανακριτής στην υπόθεση Λαμπράκη, το οποίο αξιολογήθηκε ως λαμπρό δείγμα ευσυνείδητης, εμβριθούς, εξονυχιστικής και θαρραλέας ανακριτικής στάσης.