Στις δυσκολίες της ελληνόκτητης ναυτιλίας κατά τα χρόνια της κρίσης, αλλά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η βιομηχανία από την εφαρμογή της νέας νομοθεσίας του IMO για τα καύσιμα μειωμένου θείου, αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, ο πρόεδρος της Ενωσης Ελλήνων Εφοπλιστών Θεόδωρος Βενιάμης.
«Έχοντας την εμπειρία που αποκτήσαμε από τη δεκαετία που πέρασε, μία δεκαετία που σφραγίστηκε από καθοριστικά συμβάντα και εξελίξεις για τη νεότερη ιστορία της ελληνόκτητης ναυτιλίας, τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο, καλούμαστε όλοι εμείς τώρα, στην ανατολή της νέας δεκαετίας, να διασφαλίσουμε τα κεκτημένα και να διεκδικήσουμε τα θεμιτά για τη βιωσιμότητα του κλάδου που υπηρετούμε, με επιτυχίες και διεθνείς διακρίσεις εδώ και δεκαετίες», είπε ο Θεόδωρος Βενιάμης.
Μιλώντας στο 50 Ναυτιλιακό Συνέδριο Ναυτεμπορικής, διαβεβαίωσε ότι ο ελληνικός εφοπλισμός στάθηκε θεσμικά στο ύψος των περιστάσεων, όχι μόνο παρακολουθώντας ενεργά όλες τις πολυεπίπεδες και πολυδιάστατες εξελίξεις που αποτέλεσαν και συνεχίζουν να αποτελούν προκλήσεις για τη ναυτιλία και το μέλλον της, αλλά πρωτοστατώντας στην ανάδειξη των δυσκολιών που αυτές συνεπάγονται καθώς και στην αντιμετώπιση και υπερπήδηση αυτών.
Αναφορικά με τα νέα καύσιμα είπε ότι η προμήθεια των νέων καυσίμων είναι πια αναπόσπαστη πρόκληση στην καθημερινότητα της ναυτιλιακής δραστηριότητας.
Σε κάθε περίπτωση, η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών, έχοντας την τεχνογνωσία από τα μέλη της που ως hands-on operators από την πρώτη στιγμή εντόπισαν τον «αδύναμο κρίκο» της μεγάλης αυτής τεχνολογικής αλλαγής στην λειτουργία της ναυτιλίας, θεώρησε απαραίτητο να κρούσει εγκαίρως και προς κάθε κατεύθυνση τον κώδωνα του κινδύνου, ενέργεια που λειτούργησε ουσιαστικά ως μοχλός πίεσης για τη λήψη μέτρων από τον ΙΜΟ, που στοχεύουν να διευκολύνουν τη μετάβαση» και συνέχισε:
«Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος, η μεγάλη αστοχία του νέου Κανονισμού έγκειται στο γεγονός ότι οι εταιρείες πετρελαίου δεν έκαναν τις αναγκαίες επενδύσεις, ώστε να μην υπάρχει καμία αβεβαιότητα στην ναυτιλιακή κοινότητα για τη διαθεσιμότητα και την ποιότητα ως προς την ασφάλεια των νέων καυσίμων. Επιπροσθέτως, η προβλεπόμενη εξαίρεση από τον κανόνα, δηλαδή, η εναλλακτική αποθείωση των συμβατικών καυσίμων με την τοποθέτηση των scrubbers, μια επιλογή καθ’όλα νόμιμη για όσους την επέλεξαν, δημιούργησε από πολύ νωρίς διχασμό στη ναυτιλιακή κοινότητα, αποπροσανατολίζοντας τους νομοθέτες από την προτεραιότητα για εγκαίρως διαθέσιμα και ασφαλή νέα καύσιμα καθώς και αθέμιτο ανταγωνισμό με την επικράτηση σήμερα συνθηκών λειτουργίας δύο ταχυτήτων.
Σε κάθε περίπτωση, τηρούμε στάση αναμονής, παρακολουθώντας εκ του σύνεγγυς τα παρατηρούμενα προβλήματα και προσμένοντας από τον ΙΜΟ να ανταποκριθεί υπεύθυνα σε τυχόν αναγκαίες νομοθετικές παρεμβάσεις τόσο ως προς την ασφάλεια των νέων καυσίμων και ειδικώς των προσμίξεων, όσο και ως προς το περιβαλλοντικό αποτύπωμα της χρήσης των scrubbers, όπου έχει ήδη ανοίξει νέος γύρος επανεκτίμησης της χρήσης τους. Δεδομένου δε ότι καθημερινά έρχονται στο προσκήνιο νέα στοιχεία για όλες τις ανωτέρω παραμέτρους όπως π.χ. οι νέες επιβαρυντικές ενδείξεις για την καύση των προσμίξεων, η ναυτιλιακή βιομηχανία χρειάζεται σίγουρα νομική βεβαιότητα, για να συνεχίσει να λειτουργεί με ασφάλεια» και κατέληξε λέγοντας για το θέμα αυτό:
«Οι αστοχίες όμως της νομοθεσίας για τα νέα καύσιμα πρέπει να λειτουργήσουν ως παράδειγμα προς αποφυγή στην υπό εξέλιξη νομοθετική παραγωγή των μέτρων για τη μείωση των εκπομπών αερίων από τα πλοία. Ο ΙΜΟ έχει το βάρος διαμόρφωσης και υιοθέτησης ρεαλιστικών και δόκιμων μέτρων, και δεν πρέπει οι αδικαιολόγητες πιέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, να τον παρεκκλίνουν από τον στόχο του. Όλοι μας, ως υπεύθυνοι πολίτες, υποστηρίζουμε το “Green Deal” όραμα της νέας Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την προστασία του περιβάλλοντος και της ζωής του πλανήτη μας. Όμως, σε καμία περίπτωση, δεν πρέπει, επ’ ονόματι του σκοπού αυτού, να αναπτυχθούν πολιτικές απλής οικονομικής στόχευσης».
Αναφερόμενος στη συνέχεια στους εμπορικούς πολέμους τόνισε:
«Τη δεκαετία που καλωσορίζουμε σήμερα, η ναυτιλία θα κληθεί να ανταποκριθεί στις υψηλά περιβαλλοντικές απαιτήσεις που έχουν ήδη τεθεί στη διεθνή και ευρωπαϊκή πολιτική ατζέντα, λειτουργώντας παράλληλα σε ένα ιδιαίτερα ρευστό γεωπολιτικό περιβάλλον με υψηλές προκλήσεις. Η ελληνόκτητη ναυτιλία, ως αναγνωρισμένος αξιόπιστος εταίρος των εμπορικών συνεργατών της, θα συνεχίσει να προσφέρει τις ποιοτικές υπηρεσίες της στο διεθνές θαλάσσιο μεταφορικό εμπόριο. Οι τάσεις προστατευτισμού που αναπτύσσονται σε διάφορα σημεία του πλανήτη μας, οι εμπορικοί πόλεμοι μεταξύ μεγάλων εμπορικών δυνάμεων και κάθε ανακατάταξη και αναταραχή στο διεθνές εμπορικό περιβάλλον, αποτελούν παράγοντες ανησυχίας που δεν επιτρέπουν εφησυχασμό αλλά επιβάλλουν έγκαιρο σχεδιασμό τυχόν αναγκαίων εμπορικών επανατοποθετήσεων» και προσέθεσε:
«Η ιστορία έχει αποδείξει ότι η ελληνική πλοιοκτησία διαχειρίζεται περιόδους διεθνών κρίσεων και δυστοκιών με απόλυτη επιτυχία. Σε κάθε περίπτωση, ελπίζω να επικρατήσουν συνθήκες νηνεμίας στο διεθνές γεωπολιτικό και εμπορικό περιβάλλον, που θα επιτρέψουν στο παγκόσμιο εμπόριο και ως επακόλουθο στο θαλάσσιο μεταφορικό έργο να έχουν μια αναπτυξιακή πορεία με ρυθμούς ανάκαμψης».
Για την προσφορά της ναυτιλίας στην Ελλάδα είπε:
«Η ναυτιλία των Ελλήνων, αναγνωρίζεται ως εθνικό κεφάλαιο υπερκομματικού χαρακτήρα και στρατηγικής σημασίας, με πολυδιάστατη συνεισφορά στη χώρα μας.
Το τονίζω γιατί είναι ιδιαίτερα σημαντικό για όλους εμάς που δραστηριοποιούμαστε στη ναυτιλία, στο δικαιωματικά ονομαζόμενο success story της χώρας μας, να μοιραζόμαστε με τους συμπολίτες μας το συναίσθημα της εθνικής υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα αυτής στη διεθνή ναυτιλιακή σκηνή.
Η δεκαετία που πέρασε, μία περίοδος όπου δοκιμάστηκε σκληρά η εθνική μας οικονομία και η κοινωνία από την οικονομική κρίση, υπογράμμισε για άλλη μια φορά τους στενούς δεσμούς της ναυτιλίας με τον τόπο της. Η ναυτιλιακή κοινότητα επέδειξε μια άκρως υπεύθυνη στάση υποστηρίζοντας την εθνική οικονομία με τη σημαντική εθελοντική αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων από τη ναυτιλία, αλλά κυρίως με την παραμονή των ναυτιλιακών εταιρειών στην Ελλάδα και τη συνέχιση της παραγωγικής τους λειτουργίας, αποτελώντας πυλώνα ανάπτυξης και οικονομικής σταθερότητας.
Η δεδομένη συνεισφορά σήμερα μπορεί να μεγιστοποιηθεί εάν η ναυτιλία παγιωθεί ως ένας από τους κεντρικούς πυλώνες όχι μόνο της εθνικής οικονομικής στρατηγικής αλλά και της εξωτερικής πολιτικής με έμφαση στη διπλωματία της ναυτιλίας, δεδομένου του γεγονότος ότι η ελληνική ναυτιλία αποτελεί αξιόπιστο συνεργάτη των μεγαλύτερων εμπορικών εταίρων ανά την υφήλιο».
Ακολούθως αναφέρθηκε στη δύναμη της ελληνικής ναυτιλιακής κοινότητας:
«Με έναν στόλο ελληνικών συμφερόντων που αριθμεί άνω των 5.000 πλοίων με χωρητικότητα 390 εκατομμυρίων τόνων (dwt), κατέχοντας περίπου το 20% του παγκόσμιου στόλου και το 53% του στόλου της ευρωπαϊκής ναυτιλίας, η Ελληνική Πολιτεία καλείται να θέσει υψηλούς αναπτυξιακούς στόχους, με βασική προϋπόθεση πάντοτε την παράμετρο της ανταγωνιστικότητας όσον αφορά το ελληνικό νηολόγιο, το οποίο δυστυχώς αιμορραγεί συνεχώς, αλλά και την προσέλκυση της ναυτιλιακής διαχείρισης, μιας δραστηριότητας με εξίσου σημαντικά οφέλη για την εθνική οικονομία ως προς τα δημοσιονομικά της έσοδα και τη δημιουργία θέσεων εργασίας».
Για το ναυτιλιακό cluster είπε:
«Παράλληλα γύρω από την τεράστια αυτή ναυτιλιακή δραστηριότητα αναπτύσσεται πλειάδα παραναυτιλιακών υπηρεσιών, το ναυτιλιακό cluster, το οποίο επίσης μπορεί να μεγιστοποιήσει την συνεισφορά του στην εθνική οικονομία, λειτουργώντας μέσα σε ένα ευέλικτο, μοντέρνο και ανταγωνιστικό πλαίσιο, και όχι υπό καθεστώς ομηρίας.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε το στοιχείο του ανθρώπινου δυναμικού και τις δυνατότητες απασχόλησης που προσφέρει η σύγχρονη ναυτιλιακή βιομηχανία».
Ο πρόεδρος της ΕΕΕ στην ομιλία του έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στη ναυτική εκπαίδευση:
«Θα αναφερθώ και σε ένα όραμα προσωπικό, που πιστεύω ότι το ασπάζεται και η Ελληνική Πολιτεία και πολλοί από εσάς, αυτό της αναβίωσης της ναυτοσύνης του λαού μας. Είμαστε ένα ναυτικό έθνος, με ιστορική παράδοση στη ναυτιλία και με τη θάλασσα μέσα στο αίμα μας. Όμως η ναυτοσύνη εξασθενεί και το ναυτικό επάγγελμα δεν αποτελεί επιλογή για τη μεγάλη πλειοψηφία των νέων, ακόμη και υπό τις δύσκολες συνθήκες ανεργίας που ταλαιπωρούν την κοινωνία μας.
Απαιτείται λοιπόν επειγόντως μία νέα τάξη πραγμάτων, ξεκινώντας από την αυτοκριτική από όλους όσους έχουν συμβάλει σε αυτό, ίσως εγκλωβισμένοι σε μια στείρα αντιπαράθεση, παρακαταθήκη άλλων εποχών και συνδικαλιστικών πολιτικών. Ο συνδικαλισμός αποβλέπει στην προστασία των συμφερόντων ενός κλάδου προκειμένου να υπάρχει ανάπτυξη αυτού. Στην Ελλάδα του σήμερα, ο ναυτεργατικός συνδικαλισμός κοντεύει να μην έχει αντικείμενο ύπαρξης, δεδομένης της ανυπαρξίας των ελληνικών πληρωμάτων και της μείωσης των Ελλήνων αξιωματικών, γεγονότα που αποδεικνύουν την αναγκαιότητα αλλαγής πορείας».
Τέλος αναφέρθηκε στη ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ:
«Θα αναφερθώ με ιδιαίτερα αισθήματα περηφάνειας και ικανοποίησης στο δημιούργημα της ναυτιλιακής οικογένειάς μας, την Εταιρεία Κοινωνικής Προσφοράς του Ελληνικού Εφοπλισμού ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ, το έργο της οποίας έχει αρχίσει να εμπεδώνεται στην ελληνική κοινωνία. Θα επαναλάβω ότι η ΣΥΝ-ΕΝΩΣΙΣ είναι το μοναδικό όχημα κοινωνικής αλληλεγγύης παραγωγικού ή επαγγελματικού κλάδου σε συλλογικό επίπεδο, το οποίο αναπτύσσει ένα αξιοσημείωτο έργο, παράλληλα με την ιδιωτική πρωτοβουλία και τις ατομικές φιλανθρωπικές δράσεις μελών της ναυτιλιακής οικογένειας. Η οικονομική υποστήριξη και ανταπόκριση των συναδέλφων, μας επιτρέπει να ανταποκρινόμαστε άμεσα σε ανάγκες της κοινωνίας και της Πολιτείας και θέλω να αναφερθώ ιδιαίτερα στην δωρεά των 10 ταχύπλοων περιπολικών σκαφών στο Λιμενικό Σώμα καθώς και στην προσφάτως ανακοινωθείσα ανάληψη έργου ανακατασκευής των χώρων υγιεινής των κρατικών νοσοκομείων της Αττικής και την προμήθεια κλινοσκεπασμάτων σε όλα τα νοσοκομεία της Ελληνικής Επικράτειας, έργα που μας γεμίζουν ικανοποίηση και αγαλλίαση για την ανταποδοτικότητά τους στους συμπολίτες μας και επιβεβαιώνουν τη διαχρονική επιθυμία των ανθρώπων της ναυτιλίας να αισθάνονται χρήσιμοι αρωγοί στον τόπο τους».