Ο Βλαντιμίρ Πούτιν εξέπληξε προτείνοντας εκτεταμένες θεσμικές αλλαγές στο ρωσικό πολιτικό σύστημα, κάνοντας σαφές ότι σκέφτεται το ευρύτερο πλαίσιο της επόμενης μέρας για τη Ρωσία
Είναι αλήθεια ότι η πραγματική άσκηση εξουσίας δεν περιλαμβάνει πάντα την κατοχή κάποιου ανάλογου τυπικού αξιώματος. Για κάποια χρόνια ο Ντενγκ Σιάο Πινγκ ήταν ίσως ο πιο ισχυρός άνθρωπος στην Κίνα παρότι το μόνο τυπικό αξίωμα που κατείχε ήταν αυτό του επίτιμου προέδρου της Εθνικής Ένωσης Μπριτζ της Κίνας.
Με αυτή την έννοια, είναι σαφές ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν μάλλον δεν έχει σκοπό να πάψει να έχει τον κεντρικό ρόλο στα ρωσικά πράγματα που έχει κατοχυρώσει εδώ και αρκετά χρόνια, έστω και εάν το 2024 τελειώνει η θητεία του, χωρίς αυτή τη φορά, τουλάχιστον με το ισχύον ρωσικό Σύνταγμα, δικαίωμα επανεκλογής.
Όμως, οι ανακοινώσεις που έκανε για την επικείμενη συνταγματική αναθεώρηση, την οποία θα θέσει στην κρίση του ρωσικού λαού με δημοψήφισμα, μαζί με την ανακοίνωση ότι παραιτείται ο πρωθυπουργός Μεντβέντεφ με το υπουργικό του συμβούλιο, προκάλεσαν όχι μόνο έκπληξη, αλλά και την παραγωγή διαφόρων θεωριών σε σχέση με το πώς ο Πούτιν επιθυμεί να διατηρήσει την εξουσία.
Ωστόσο, το λάθος που συχνά παρατηρεί κανείς σε αυτές τις αναλύσεις είναι ότι βλέπουν τα πάντα ως μια ατομική προσπάθεια συγκέντρωσης εξουσίας και ως ατομική επιθυμία παραμονής σε αυτή. Η θέση αυτή, που είχε οδηγήσει και σε αδυναμία κατανόησης και της σοβιετικής περιόδου, απλώς κάνει μια προβολή της λογικής της ατομικής πολιτικής ανέλιξης και καριέρας που συχνά συνδέουμε με τις φιλελεύθερες δημοκρατίες ή γενικεύει την εικόνα του διεφθαρμένου και αιμοδιψή δικτάτορα (που επίσης κάνει προβολή από διάφορα καθεστώτα τα οποία η Δύση συχνά υπέθαλψε), παραβλέποντας τις ιδιαιτερότητες της ρωσικής πολιτικής ζωής.
Η ανάδυση του «συστήματος Πούτιν»
Αυτό που αδυνατούν να εντοπίσουν τέτοιες απόψεις είναι ότι αυτές οι εκδοχές ατομικής συγκέντρωσης εξουσίας, στην πραγματικότητα εκπροσωπούν ευρύτερα συστήματα εξουσίας. Ο Βλαντιμίρ Πούτιν, δεν βρέθηκε στην εξουσία ως ατομική πολιτική καριέρα, αλλά εκπροσωπώντας ένα σύνολο δυναμικών (και ανθρώπων) στο ρωσικό κρατικό μηχανισμό που θεωρούσαν ότι έπρεπε να ανακοπεί μια πορεία υποχώρησης της ρωσικής ισχύος, διάλυσης του κοινωνικού ιστού και εκποίησης του ρωσικού πλούτου, ιδίως του ορυκτού.
Στη διαδρομή, ο Βλαντιμίρ Πούτιν κατάφερε να ανακόψει αυτή την αίσθηση υποχώρησης, να ανατάξει τη ρωσική οικονομία, αν και με το τίμημα της υπερβολικά μεγάλης εξάρτησης από τις τιμές των ενεργειακών εξαγωγών, των μεγάλων ανισοτήτων και μιας ενδημικής διαφθοράς, και να ξανακάνει τη Ρωσία μια δύναμη που μπορεί να παίξει σταθεροποιητικό ρόλο σε κρίσιμες αντιπαραθέσεις σε πείσμα της αμερικανικής προτίμησης προς ένα είδος «Νέου Ψυχρού Πολέμου». Κατηγορήθηκε συχνά για αυταρχική συμπεριφορά και για προσπάθεια χειραγώγησης του εκλογικού σώματος, ενώ διάφορες φιγούρες της αντιπολίτευσης των κατηγόρησαν για απόπειρα φίμωσης και φαλκίδευσης της δυνατότητας να κάνουν πολιτική, όμως η πραγματικότητα είναι ότι ουδέποτε μπόρεσε να φτιαχτεί ένα ισχυρό ρεύμα αντιπολιτευτικό, με τις αμιγώς «φιλελεύθερες» δυνάμεις να εισπράττουν το τίμημα του φιλοδυτικισμού και του φόβου που προκαλούσαν ως προς τη διατήρηση των κοινωνικών κεκτημένων και την «αριστερή» αντιπολίτευση από τη μεριά του Κομμουνιστικού Κόμματος να μη βρίσκει πάντα σημεία διαφοροποίησης.
Η άνοδος της κοινωνικής δυσαρέσκειας
Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα ο Πούτιν συναντά ένα κύμα κοινωνικής δυσαρέσκειας στο εσωτερικό της ίδιας της Ρωσία. Αυτό αποτυπώνει και η υποχώρηση της δημοτικότητας ή οι αντιδράσεις που είχαν υπάρξει σε ζητήματα όπως οι αλλαγές στο ασφαλιστικό. Θα έλεγε κανείς ότι ο Πούτιν βρέθηκε αντιμέτωπος με το παράδοξο στο οποίο είχε βρεθεί και ο Τζωρτζ Μπους (ο πρεσβύτερος) το 1992, όταν διαπίστωσε ότι οι τεράστιες γεωπολιτικές επιτυχίες μιας προεδρίας που είδε τη Σοβιετική Ένωση να διαλύεται και τις ΗΠΑ να κερδίζουν τον πρώτο Πόλεμο του Κόλπου δεν ήταν αρκετές για αντισταθμίσουν την επιθυμία των πολιτών για καλύτερα αποτελέσματα στην οικονομία.
Δεν είναι τυχαίο επομένως ότι το προεδρικό διάγγελμα της 15η Ιανουαρίου ξεκίνησε όχι με τα γεωπολιτικά ή στρατιωτικά επιτεύγματα της Ρωσίας αλλά με τη διαπίστωση ότι η κοινωνία διατυπώνει ένα σαφές αίτημα αλλαγής.
«Η κοινωνία μας σαφώς ζητά αλλαγή. Οι άνθρωποι θέλουν ανάπτυξη και παλεύουν να προοδεύσουν στις καριέρες τους και στη γνώση, στο να κατακτήσουν την ευημερία και είναι έτοιμοι να αναλάβουν ευθύνες για συγκεκριμένες εργασίες. Συχνά έχουν καλύτερη γνώση ως προς το τι, πώς και πότε πρέπει να αλλάξει εκεί όπου δουλεύουν και εργάζονται, δηλαδή στις πόλεις, τις περιοχές, τα χωριά και ολόκληρη τη χώρα», είπε χαρακτηριστικά.
Γι’ αυτό το λόγο και αφιέρωσε σημαντικό μέρος της ομιλίας του στην ανάγκη δημογραφικής στήριξης, στα μέτρα στήριξης της μητρότητας και στην ενίσχυση των φτωχών νοικοκυριών. Υπογράμμισε στη σημασία της παιδείας και τα μέτρα που έχει πάρει για τη στήριξη του εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά και τα μέτρα για τη βελτίωση της υγείας (τονίζοντας παράλληλα την αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης, σε μια χώρα που στη δεκαετία του 1990 είχε μια εντυπωσιακή υποχώρηση του σχετικού δείκτη), συμπεριλαμβανομένων και μέτρων για καλύτερη πρόσβαση σε δωρεάν φαρμακευτική αγωγή. Εξ ου και η πρόβλεψη για να προστεθεί συνταγματική πρόβλεψη ότι ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης του οικονομικά ενεργού πληθυσμού.
Δεν παρέλειψε να τονίσει τη σημασία των επενδύσεων και ειδικά των επενδύσεων στην τεχνολογία, ενώ σημείωσε και την πρόοδο στη χρήση ψηφιακών τεχνολογιών στη Ρωσία.
Οι προτεινόμενες συνταγματικές αλλαγές
Όμως, οι πιο σημαντικές αλλαγές που ήθελε να προτείνει ο Πούτιν αυτή τη φορά αφορούσαν τις αλλαγές στο πολιτικό σύστημα. Από τη μια, υπογράμμισε τη βασική ιδεολογική θέση που αποτελεί και πλευρά της ιδεολογικής ραχοκοκαλιάς του ρεύματος που εκπροσωπεί που είναι ότι η Ρωσία πρέπει να παραμείνει ένα κυρίαρχο κράτος και ότι η διεθνής τάξη πρέπει να στηρίζεται ακριβώς πάνω στην παραδοχή της ύπαρξης κυρίαρχων κρατών.
Εξ ου και η θέση ότι: «οι απαιτήσεις του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών όπως και οι αποφάσεις των διεθνών οργανισμών θα μπορούν να ισχύουν στη Ρωσική επικράτεια μόνο στο βαθμό που δεν περιορίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του λαού μας και των πολιτών και δεν θα έρχονται σε σύγκρουση με το Σύνταγμα».
Παράλληλα, όμως, υποστήριξε ότι πρέπει και στο συνταγματικό επίπεδο να κατοχυρωθεί ότι όσοι κατέχουν τα ανώτατα αξιώματα, θα πρέπει να μην έχουν και ξένη υπηκοότητα ή και άδεια παραμονής στο εξωτερικό «ή οποιαδήποτε άλλο έγγραφο τους επιτρέπει να ζήσουν μόνιμα σε ένα ξένο κράτος», μια αναφορά που σαφώς θέτει εκτός κεντρικής πολιτικής πολιτικούς ή επιχειρηματίες με σημαντική δράση εκτός Ρωσίας.
Από την άλλη, ο Πούτιν προτείνει μεταρρυθμίσεις στο ρωσικό προεδρικό σύστημα. Θεωρεί ότι πρέπει να αποδοθεί το δικαίωμα στη Δούμα να ανακηρύσσει όχι μόνον τον πρωθυπουργό αλλά και τους υπουργούς ύστερα από πρόταση του πρωθυπουργού ενώ σήμερα είναι ο πρόεδρος που προτείνει στη Δούμε τον πρωθυπουργό και από εκεί και πέρα είναι ο πρόεδρος που ορίζει τους υπουργούς, μέτρο που το παρουσίασε ως ενίσχυση του ρόλου του κοινοβουλίου.
Βέβαια, πρόσθεσε ότι το σύστημα πρέπει να παραμείνει ισχυρά προεδρικό, με τον πρόεδρο να διατηρεί το δικαίωμα να ορίζει τις υποχρεώσεις της κυβέρνησης και να απαλλάσσει των καθηκόντων τους τον πρωθυπουργό και τα μέλη του υπουργικού εάν δεν ασκούν ορθά τα καθήκοντά τους και φυσικά να συνεχίσει να ηγείται του στρατού και των υπόλοιπων υπηρεσιών ασφαλείας. Προτείνει, πάντως, ο πρόεδρος να προτείνει τους επικεφαλείς των υπηρεσιών ασφαλείας σε συνεννόηση με το Συμβούλιο της Ομοσπονδίας, του οποίου τις αρμοδιότητες θέλει να ενισχύσει.
Όλες αυτές τις αλλαγές θέλει να τις θέσει στην κρίση του ρωσικού λαού σε δημοψήφισμα.
Το βλέμμα στραμμένο στην επόμενη μέρα
Οι περισσότεροι αναλυτές προσπάθησαν να ερμηνεύσουν αυτές τις προτάσεις με βάση το εάν διευκολύνουν την παραμονή του Πούτιν στην εξουσία. Όμως, μια τέτοια ανάγνωση θα παρέβλεπε ότι κυρίως επιδιώκουν να καλύψουν δύο ανάγκες που δεν είναι αυτονόητα συμβατές. Από τη μια, την ισχυρή και συγκεντρωτική αντίληψη της εξουσίας, που αποτυπώνεται στον ισχυρό ρόλο του προέδρου ως συμπύκνωση της αντίληψης για μια ανεξάρτητη και κυρίαρχη Ρωσία που δεν θα ξαναζήσει την κατάρρευση της δεκαετίας του 1990. Από την άλλη την ανάγκη όχι απλώς για ισχυρότερο κοινωνικό πρόσωπο αλλά για μεγαλύτερη λογοδοσία και αίσθηση ότι το εκλογικό σώμα μπορεί να επηρεάσει εξελίξεις.
Οι ανάγκες αυτές παραπέμπουν σε μια «επόμενη μέρα» ευρύτερη και διαρκέστερη του μέλλοντος του ίδιου του Πούτιν, που ούτως με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ενεργός θα παραμείνει. Πάντως έχει ενδιαφέρον ότι παρότι ο Πούτιν δείχνει να ασπάζεται την αντίληψη των ισχυρών και συγκεντρωτικών θεσμών, με «δημοψηφισματική» νομιμοποίηση, ως απάντηση στα όρια του «δυτικού τύπου» κοινοβουλευτισμού, δεν δείχνει απλώς να θέλει να πάει στην ισχυροποίηση του ρόλου του ηγέτη, αλλά επιδιώκει μια πιο σύνθετη άρθρωση των θεσμών εξουσίας.