Είναι κοινός τόπος τελευταία: Η μητροπολιτική βία έχει αποκεντρωθεί απ’ τα συνήθη σημεία ενώ συχνά λαμβάνει μορφή δευτερευόντων τυφλών περιστατικών – επιθέσεων κατά απλών αυτοκινήτων σε λαϊκές γειτονιές. Το αστυνομικό δελτίο, ας πούμε, λέει για μπαράζ εμπρηστικών επιθέσεων σε είκοσι αυτοκίνητα και σε περιοχές όπως η Αγία Παρασκευή, το Μαρούσι και αλλού, χθες τα ξημερώματα – μέχρι την ώρα που γράφαμε δεν συνδέονταν οι ενέργειες μεταξύ τους.
Αν θεωρητικά χρεώσουμε, όπως είπαμε παραπάνω, στη μητροπολιτική βία και όχι σε ξεκαθαρίσματα άλλου τύπου τα παραπάνω θα λέγαμε:
Εχει πετύχει το δόγμα του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη υπό τον Μιχάλη Χρυσοχοΐδη με τις εκκενώσεις καταλήψεων αυτοοργάνωσης και την πίεση στον «χώρο» ή απλώς βιώνουμε τη μετατόπιση των παραδοσιακών τελετουργιών βίας – αντιβίας σε νέα πεδία και με νέες μορφές που θυμίζουν σκηνές απ’ το «Μίσος» του Ματιέ Κασοβίτς που εκδηλώνονταν σε παρισινές λαϊκές γειτονιές;
Τα «θεματικά πάρκα» βίας
Οι ασπαζόμενοι την πρώτη εκδοχή βλέπουν μια ποιοτική και πιο επιθετική πολιτική βούληση που αναγκάζει τις μικρές εστίες ριζοσπαστισμού να επινοούν νέα «θεματικά πάρκα» και νέες μεθόδους, μακριά από το σεσημασμένο μεταπολιτευτικό τερέν. Συμφωνούν, ας πούμε, πως η επιχειρησιακή ικανότητα της Αστυνομίας, η μηδενική ανοχή (που συχνά κατακρίνεται από ορισμένες κοινωνικές και πολιτικές ομάδες για γειτνίαση και με κρούσματα αυθαιρεσίας) και το κυβερνητικό σχέδιο έχει καταφέρει σε έξι – επτά μήνες τόσο πολλά όσα δεν έκανε η προηγούμενη κυβέρνηση σε περίπου τέσσερα χρόνια.
Εξάλλου, όπως θυμίζουν, η κυβέρνηση είναι απλώς συνεπής με την ατζέντα της και με όσα έταξε στη μεσαία τάξη προεκλογικά. Συχνά, βέβαια, αυτή η άποψη δεν λαμβάνει υπόψη τι λένε οι ίδιοι οι αντιεξουσιαστές, που απλώς διαπιστώνουν συνέχεια του κράτους στην καταστολή και «θλιβερό διαγωνισμό» της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης για το ποιος έχει «καθαρίσει» πιο πολλές καταλήψεις στο Κέντρο και αλλού – οργισμένοι και με τον ΣΥΡΙΖΑ όπως καταλάβατε.
«Αλμα» στις γειτονιές
Οι ασπαζόμενοι τη δεύτερη εκδοχή, που δεν αγνοούν τα αποτελέσματα του νέου πολιτικού σχεδίου, πάνε πιο μακριά. Οι γνωρίζοντες τις κοινωνικές διεργασίες, ας πούμε, θεωρούν πως συνειδητά στο κλασικό κέντρο έχει μείνει ένα τμήμα του «μηδενισμού», επιθετικό ακόμη και σε άλλα τμήματα του αντιεξουσιαστικού χώρου. Πως η όλη πίεση ανάγκασε σε αναδίπλωση και σε εκ νέου διάταξη τον «χώρο».
Οπως λένε, στερούμενοι τις παραδοσιακές έδρες τους, εγκαταλείπουν όλες τις παλιές δοκιμασμένες μεθόδους και επιχειρούν ένα άλμα στις γειτονιές – μακριά απ’ τον ιδρυματισμό των Εξαρχείων.
Σήμερα πάντως, τα νέα κυβερνητικά ήθη, αλλά και μια σειρά άλλων παραμέτρων είναι δεδομένο πως δημιουργούν ένα εντελώς νέο τοπίο πάνω στο δόγμα της «ασφάλειας και της τάξης». Το κοινωνικό κλίμα, μακριά από την πρόθεση για εντάσεις και με ψηλά στην ατζέντα του μια ορισμένη επιστροφή στην κανονικότητα, διαμορφώνει το περιβάλλον για να μη γειώνονται γενικευμένες αντιδράσεις – οι όποιες αντιδράσεις για το Μεταναστευτικό έχουν παντελώς διαφορετικό πρόσημο. Η αποστοίχιση των παραδοσιακών συνδικάτων από τις διαθέσεις του κόσμου, η κυβερνώσα πείρα του ΣΥΡΙΖΑ που προξένησε οριζόντιο μούδιασμα στα κοινωνικά κινήματα, η κυριαρχία στα Εξάρχεια ενός είδους ποινικής παραβατικότητας που αφαίρεσε ή αποδυνάμωσε έως εκφυλισμού τον όποιο ιδεολογικό πλουραλιστικά χαρακτήρα της περιοχής, είναι μερικά μόνον απ’ τα δεδομένα που σήμερα φτιάχνουν το κλίμα μεμονωμένων βίαιων τυφλών ενεργειών. Μακριά από μαζικά κινήματα με επίδικα και αιτήματα.
Τα τελευταία δε χρόνια, η ρευστοποίηση των ιδεολογικών σχημάτων, το αντιπολιτικό ρεύμα που επίτειναν οι μνημονιακές μέρες, έκαναν ακόμη πιο γκρίζες τις ζώνες στη νεανική αμφισβήτηση. Αποκέντρωσαν τις ενέργειες ενός κάποιου μέρους της ή και «μερικοποίησαν» τη δράση της. Και τυφλά ενίοτε, πάντως αποσπασματικά.