του Αλέξανδρου Ν. Ακριτόπουλου*
Το βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, «Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου» (Ιανός, 2019) έχει κάτι από τους τρίπτυχους πίνακες του αναγεννησιακού Ολλανδού ζωγράφου Ιερώνυμου Μπος: πολλά συμπλεκόμενα επίπεδα, πολλά πρόσωπα, πολλοί και διαφόρων ηλικιών άνθρωποι, σχήματα, χρώματα, καταστάσεις αλλά και πολλές κρίσεις που μοιάζουν σαν και του ζωγράφου την τελική κρίση των ψυχών στον πίνακα· πάμε στον παράδεισο ή στην κόλαση.
Κοντά σε αυτά τα «εικονιστικά», ας πούμε, χαρακτηριστικά του βιβλίου, το λογικό και το παράλογο, η ηδονή και η γραφή, η ηθική και η γραφή ως πρωτογενές θεματικό υλικό συνθέτουν το αφηγηματικής εκφοράς και μυθιστορηματικής υφής πολυσέλιδο και πολυπροσεγμένο αυτό βιβλίο. Η συγγραφέας, επειδή τα εκτιθέμενα και συζητημένα θέματα συμπλέκονται σχεδόν ανεξέλγκτα, έδωσε κάτι σταθερό. Κατέταξε το πλούσιο για τη φιλολογική έρευνα υλικό, σε χρονολογική σειρά (2004-2012).
Αν η συζήτηση περί αυτού περιοριστεί ασυλλόγιστα και προκατειλημμένα στο αν έπρεπε να ειπωθεί τούτο ή εκείνο από τους δύο συνομιλητές, αν θα έπρεπε το βιβλίο να γραφεί έτσι ή αλλιώς ή και καθόλου, τότε χάνεται η ουσία και γίνεται ανάξια λόγου κάθε συζήτηση. Όμως, δεν πρόκειται περί αυτού.
Πρόκειται, από γραμματολογική άποψη, περί ενός είδους διαλόγου (συνομιλία), κατά το πρότυπο μορφικό είδος του πλατωνικού διαλόγου αλλά με κύριο θέμα «τι εστίν η λογοτεχνία;».
Γνωρίζω βέβαια τη θεαματική απλούστευση, αλλά την κάνω για να κρατήσουμε την ουσία. Ενός διαλόγου, λοιπόν, που ουσιαστικά γίνεται και μονόλογος από το σκηνοθετημένο του πλαίσιο, εφόσον ο κύριος συνομιλητής είναι ο λογοτέχνης, ποιητής, φιλόλογος και κριτικός, που, γενικεύοντας και απλουστεύοντας, όχι χάριν απλοποίησης αλλά ουσιαστικής επικοινωνίας, θα τον πούμε ο συγγραφέας Ντίνος Χριστιανόπουλος (Ν.Χ.), ο οποίος ομιλεί περί πάντων και πασών εν λογοτεχνία όχι μόνον της Θεσσαλονίκης αλλά και της Ελλάδας ολόκληρης, ούχ ήττον δε και για τη ζωγραφική και τη μουσική, ενώ η συνομιλήτρια αυτού Σωτηρία Σταυρακοπούλου (Σ.Σ.) τον παρακολουθεί με σεβασμό και θαυμασμό να αναπτύσσει εκείνος τις σκέψεις του ελεύθερα και αβίαστα, θέτοντας σε εκείνον ερωτήματα ως φιλόλογος και λογοτέχνης συγγραφέας προς φιλόλογο λογοτέχνη συγγραφέα, αλλά και ως άνθρωπος προς συνάνθρωπο, παρεμβαίνοντας ενίοτε, όταν θεωρεί ότι έχει ξεφύγει από το θέμα που του ζητήθηκε να αναπτύξει, από ένα ερώτημα που του ετέθη να απαντήσει, ή και από ένα θέμα που εκείνος ήθελε και άρχισε να ομιλεί περί αυτού.
Κάνω μια παρέκβαση
Τον συγγραφέα Ντίνο Χριστιανόπουλο πρωτογνώρισα, εγώ ο γράφων, το 1990, στην πινακοθήκη του Διαγώνιος. Μου τον συνέστησε ένας φίλος, ο τσιτσανικός ασκούμενος τότε δικηγόρος Γιάννης Ρόβας που είχε το γραφείο του στη στοά Χρυσικοπούλου, όπου και η Πινακοθήκη.
Πριν πάμε μαζί να τον δούμε δεν ξέρω τι έχοντας στο νου του, εκείνος μου είπε: «Τον Χριστιανόπουλο, μόνο να τον βλέπεις!». Και τότε εγώ ρώτησα τον Ν.Χ. κάτι για την ποιητική του Σάμιου στην καταγωγή ποιητή Γιώργου Θέμελη που διέμενε στη Θεσσαλονίκη -ήταν όρθιος στην Πινακοθήκη ανάμεσα στους αναρτημένους πίνακες, θυμάμαι- και μου απάντησε: «Ναι, βέβαια, και η Ζωή Καρέλλη το κάνει αυτό».
Και ήταν για τη συμβολοποιητική επίταξη του επιθέτου σε ουσιαστικό και τη σημειολογία του στην ποίησή τους. Μόνο ως σοβαρό άνθρωπο τον γνώρισα τότε και έτσι εξακολουθώ να τον διαβάζω και τώρα: ως έναν στοχαζόμενο άνθρωπο αλλά και ως αντισυμβατικό λογοτέχνη και κριτικό της λογοτεχνίας.
Επανέρχομαι στο βιβλίο
Μέσα στον λόγο του συγγραφέα Χριστιανόπουλου, ο κριτικός αναγνώστης διακρίνει πολλούς άλλους λόγους ή άλλα λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά είδη να υπάρχουν εν σπέρματι ή και ώς ένα σημείο να αναπτύσσονται αφηγηματικά: απλές ιστορίες, ποιητικές συγγραφέων ή ποιητών, ποιήσεις, ποιήματα δικά του ή άλλων ποιητών, σύντομες βιογραφίες έως γενεαλογίες, κρίσεις και επικρίσεις λογοτεχνών και καλλιτεχνών για τον βίο τους, κριτικές έργων, αλλά και ιστοριογραφικά θέματα, ιστορίες πόλεων, χωριών ή περιοχών, γλωσσικά ανέκδοτα, ετυμολογικές αναζητήσεις, και άλλα ελάσσονα θέματα, όλα υπό το πρίσμα της ποιητικής δημιουργίας, της έμπνευσης, της κατασκευής, της κριτικής αποτίμησης.
Για τις κρίσεις και επικρίσεις του Ν.Χ. σε έργα άλλων καλλιτεχνών ή λογοτεχνών, των οποίων είτε αναφέρονται τα ονόματα είτε καλώς έδοξε στη συγγραφέα να γράψει μόνον τα αρχικά τους, όπως κι αν έχει, δεν πρέπει, κατά την άποψή μου, να τις παίρνουμε κατά γράμμα, γιατί καλύπτουν ένα ευρύτερο φάσμα κρίσεων ή επικρίσεων είτε σε λογοτεχνικά είτε σε καλλιτεχνικά έργα αλλά και πέραν αυτών και σε άλλες δραστηριότητες των αναφερομένων ή κρινομένων συγγραφέων, με τις οποίες ο Ν.Χ. τις συνδέει -πολύ περισσότερο μάλιστα όταν αυτές αποτελούν αρνητικές διατυπώσεις γενικολογίας, αισχρολογίας, ή σκατολογίας. Αντιθέτως, ο ερευνητής πρέπει να λάβει πολύ σοβαρά υπόψη για όσα καταθέτει -και καταθέτει πολλά και θησαυρισμένα στο βιβλίο- για τα δικά του, παλιότερα και νεότερα λογοτεχνικά, ποιητικά, πεζά, και κριτικά κείμενα.
Το περί αθυροστομίας ή αισχρολογίας κεφάλαιο που «αναπτύσσεται» σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα είτε προφορικά σε διάφορες συζητήσεις θεωρώ ότι πρέπει να το αντιπαρέλθει κάθε σοβαρός αναγνώστης, γιατί ο Ν.Χ. χρησιμοποιεί τις λέξεις ή τις φράσεις αυτές πολλές φορές, αν όχι σε όλες τις περιπτώσεις, όχι κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά. Το συνηθίζει και ως στιχουργικό παιχνίδι, ως λογοπαίγνιο και γλωσσική άσκηση του προφορικό λόγου και μάλλον έτσι «διασώζεται», κατά τη δική μου γνώμη, και στο γραπτό κείμενο. Μιλάει αθυρόστομα ακόμα και όταν μιλάει για κάτι που αφορά τον ίδιο τον εαυτό του.
Στις επιμέρους διηγήσεις του, όταν αναφέρεται σε κάποιον καλλιτέχνη ή λογοτέχνη ή γενικότερα σε κάποιον συγγραφέα, δεν ξεχωρίζει τον άνθρωπο από τον καλλιτέχνη-συγγραφέα. Ασφαλώς, όχι επειδή δε γνωρίζει τη διαφορά οπτικής για τον ερευνητή και την έρευνα, αλλά επειδή ηθελημένα θέλει να μην ξεχωρίζει την τέχνη από το βίο και το βίωμα, γιατί νομίζω πιστεύει ότι στη συγγραφική πρακτική κατά προτεραιότητα ο δεύτερος δημιουργεί την πρώτη και όχι η πρώτη τον δεύτερο. Και τούτο έχει ως γενικό κανόνα για την τέχνη και τη λογοτεχνία.
Έτσι, λοιπόν, βλέπει την τέχνη. Και τη λογοτεχνία, ειδικότερα. Ως μια πολύ σοβαρή ενασχόληση με ηθικοκοινωνικές προϋποθέσεις αλλά και προεκτάσεις. Την ενασχόληση με την τέχνη και τη λογοτεχνία, κατά τις τελευταίες δεκαετίες τη βλέπει -όχι χωρίς αντιφάσεις- και ως μια ασκητική για τον λογοτέχνη ενασχόληση. Συνακόλουθα, έτσι φιλοτεχνεί και τους χαρακτήρες των ποιητικών και πεζών λογοτεχνικών έργων του. Ως ηθικές οντότητες, των οποίων τα ηθικά χαρακτηριστικά αναζητεί στο έσχατο σημείο, στην παραμικρή λεπτομέρεια της δράσης και της ζωής τους, πάντοτε μέσα από την ιστορική, κοινωνική και πολιτική, πραγματικότητα και στις αληθινές διαστάσεις των επεισοδίων της ιστορίας που δημιουργεί, χωρίς ίχνος φανταστικών αναφορών ή ανάλογων επικαλύψεων. Τουλάχιστον όσο του το επιτρέπει η επισταμένη ιστορική έρευνα που έχει κάνει για το συγκεκριμένο θέμα. Από εδώ και η από τον ίδιο ομολογημένη επίδραση του Καβάφη σ᾽ αυτόν και την ποιητική του αλλά και της κριτικής αυτού του ιδίου για τον Καβάφη. Και αυτό πάντοτε επιδιώκει: να αποδίδει με όση καθαρότητα γίνεται την ηθική διάσταση της συμπεριφοράς των χαρακτήρων των λογοτεχνικών του έργων, σε κάθε τους πράξη, σε κάθε τους λόγο, μέσα στη διηγημένη, ποιητική ή πεζή, ιστορία που δημιουργεί.
Στο βιβλίο αυτό της Σταυρακοπούλου ο Χριστινόπουλος μιλάει για τον εαυτό του και για το έργο του, για άλλους συγγραφείς και το έργο τους, με τις εξής, περισσότερο ορατές και εμφανείς, συγγραφικές ιδιότητες και ειδικότητες, οι οποίες πρέπει να απασχολήσουν τους ερευνητές πιο ειδικά και πιο συστηματικά στο μέλλον: ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής, κριτικός της λογοτεχνίας, ιστορικός της λογοτεχνίας, εκδότης, και πολύ λιγότερο μουσικός, τραγουδιστής, κ.ά.
Η υστεροφημία του, κυρίως ως λογοτέχνη συγγραφέα, τον απασχολεί περισσότερο από κάθε άλλο στο βιβλίο αυτό και ο ίδιος κάνει μια προσπάθεια να τοποθετηθεί ιστορικά και να αποτιμηθεί λογοτεχνικά στην πορεία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ρητά και εμφανέστατα προς το τέλος της «συνομιλίας».
Η εμπειρία του και στη ζωή και στη λογοτεχνία συνοψίζεται στο εξής: ξεσκέπασε κάθε ίχνος αστικού καθωσπρεπισμού και ανθρώπινης υποκρισίας, ενώ αναζήτησε με πάθος την ομορφιά και την αλήθεια· από εδώ νομίζω ότι προέρχεται και η όποια αθυροστομία του. Σε κάθε πράξη, σε κάθε γεγονός, άξιο να μνημονευτεί και να αποτελέσει υλικό της λογοτεχνίας του, αναζήτησε πρώτα-πρώτα τη γνησιότητα του ιστορικού συμβάντος και τις πραγματικές διαστάσεις που το γέννησαν και το κατέστησαν γεγονός της ιστορίας, είτε αυτό είναι μείζονος σημασίας είτε της πεζής καθημερινότητας. Η στοχαστική διάθεση ενός ιστορικού ρεαλισμού τον οδήγησε και στη μυθοπλασία ανάλογων χαρακτήρων, κυρίως στην ποίησή του. Ίσως αυτή η φιλοσοφημένη επιλογή του να τον έκανε να δυσπιστεί στην όποια λογοτεχνική θεωρία.
Όλα, όμως, αυτά τα αποθησαυρισμένα αποτελούν πολύτιμη προσφορά του βιβλίου ειδικά για τον αναγνώστη φιλόλογο ερευνητή της νεοελληνικής λογοτεχνίας και βρίσκονται κατατεθειμένα μέσα στο βιογραφικής υφής βιβλίο της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο.
* Ο Αλέξανδρος Ν. Ακριτόπουλος είναι καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης Φλώρινας-Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας