του Γιώργου Πανταγιά*
Δύο πολιτισμικά ρεύματα διαπερνούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και κατ’ επέκταση το εγχώριο πολιτικό σύστημα. Μάλιστα, εκφράζουν διακριτές και διαμετρικά αντίθετες κοσμοαντιλήψεις. Η μια στρέφει το βλέμμα της στη Δύση με αναφορές στον Διαφωτισμό και στην Αναγέννηση. Ενώ η άλλη θεωρεί τη χώρα οργανικό κομμάτι της Ανατολής, επικαλούμενη το Βυζάντιο και την Ορθοδοξία.
Οι μεταξύ τους ουσιαστικές διαφορές εύλογα καλλιεργούν ισχυρούς ανταγωνισμούς, αλλά και αμφιθυμίες. Η ετεροβαρής σχέση τους έχει ως αποτέλεσμα τη διατήρηση, διαχρονικά, μιας «αδιαχώρητης κοινωνίας».
Ο πολιτισμικός δυϊσμός, που με θεμελιωμένο τρόπο ανέλυσε ο καθηγητής Νικηφόρος Διαμαντούρος, επισκιάζει –αν δεν αναιρεί- τις ιστορικές πολιτικές και ιδεολογικές διαιρέσεις. Ετσι η «συντήρηση» και η «πρόοδος» επαναπροσδιορίζονται, ακυρώνοντας τις παραδοσιακές προσεγγίσεις. Οριοθετούνται στη βάση των αντιλήψεων και των ιδεών που το καθένα πολιτισμικό ρεύμα αντιπροσωπεύει.
Αλλωστε, όλες οι κοινωνικές και πολιτικές μεταβολές έχουν το δικό τους αποτύπωμα. Οι φωτεινές και σκοτεινές περίοδοι της ελληνικής Ιστορίας αποκαλύπτουν την ισχύ και την εμβέλειά τους.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Η διαρκής αντιπαράθεση προοδευτικών και συντηρητικών δυνάμεων σημάδεψε την πορεία του τόπου. Μετά την εξωστρέφεια του Ελευθέριου Βενιζέλου παλινδρομήσαμε σε μια άκρως σκιερή εποχή. Το ίδιο συνέβη τόσο στα μεταπολεμικά όσο και στα μεταδικτατορικά χρόνια.
Τη μεταπολιτευτική άνοιξη του Κωνσταντίνου Καραμανλή διαδέχτηκε η κοινωνική αναγέννηση και πολιτική αλλαγή του Ανδρέα Παπανδρέου. Και στη συνέχεια η εκσυγχρονιστική τομή και αναπτυξιακή έκρηξη του Κώστα Σημίτη.
Η αναδίπλωση που ακολούθησε και η υποταγή στον λαϊκισμό είχε ως συνέπεια την περιπέτεια του δημοσιονομικού εκτροχιασμού. Στη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης φτάσαμε στο σημείο να αναζητούμε «νέα λιμάνια» στην Ανατολή με τις γνωστές επιζήμιες επιπτώσεις.
Τώρα που επιχειρείται η επαναφορά της χώρας στον ορθολογισμό, καίριο στρατηγικό ζήτημα είναι ποια πολιτισμική κουλτούρα φιλοδοξούμε να επικρατήσει. Με το στοίχημα αυτό δεν αναμετριέται μόνο η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.
Στον απαραίτητο αναπροσανατολισμό μας, ξεχωριστός είναι ο ρόλος και ο λόγος της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας. Η αξία της κυρίας Αικατερίνης Σακελλαροπούλου δεν προσμετράται από τις περιορισμένες θεσμικές της αρμοδιότητες. Πρωτίστως κρίνεται θετική η επιλογή της, γιατί φαίνεται να έχει τοποθετηθεί στη σωστή πλευρά της Ιστορίας.
Η Ελλάδα δεν χρειάζεται έναν Πρόεδρο για να στέλνει καθημερινώς ηχηρά μηνύματα στην Τουρκία. Ούτε να παρευρίσκεται στις επετειακές τοπικές εκδηλώσεις απελευθέρωσης. Ή να αναλώνεται στις γιορτές πολιούχων. Πολύ περισσότερο, δεν έχει ανάγκη από έναν Πρόεδρο-τροχονόμο των πολιτικών διεργασιών, επιβάλλοντας την περιώνυμη και πολυδιαφημιζόμενη «συναίνεση». Οι διαφορές συνιστούν οξυγόνο για το δημοκρατικό πολίτευμα.
Την αποκαλούμενη «εθνική γραμμή» τη χαράζει η κυβέρνηση. Αυτή κρίνεται και αξιολογείται. Η ελαφρότητα που επιδεικνύουν εκπρόσωποι της υπάρχουσας κομματικής τάξης, επαναφέροντας συνεχώς τη σύγκληση του συμβουλίου των πολιτικών αρχηγών αποτελεί πραγματική στρέβλωση. Το χειρότερο, ενέχει τον κίνδυνο παγίδευσης σε αδιέξοδες επιλογές ή ακόμη και λαϊκίστικες.
Η αρνητική εμπειρία του συμβουλίου των αρχηγών το 1992 για το Μακεδονικό είναι παράδειγμα προς αποφυγήν. Η εξωτερική πολιτική δεν νοείται να γίνεται με τον συγκερασμό διαφορετικών απόψεων και λογικές μέσου όρου.
Σε μια σύγχρονη χώρα η χρησιμότητα του ανώτατου πολιτειακού θεσμού έγκειται στο να ενσαρκώνει τον προσανατολισμό της. Η περίπτωση του Τζόρτζιο Ναπολιτάνο αποδεικνύεται επίκαιρη. Χωρίς ουσιαστικές αρμοδιότητες κι εκείνος, συνέβαλε καταλυτικά στην αποδόμηση του μπερλουσκονισμού, απαλλάσσοντας την Ιταλία από την υποκουλτούρα.
Στην πραγματικότητα, η κυρία Σακελλαροπούλου επωμίζεται έναν σημαντικό ρόλο: Να επισφραγίσει τη σταθερή και αμετάβλητη πορεία της Ελλάδας στην εξωστρέφεια και στον κοσμοπολιτισμό. Η αποδέσμευσή μας από τα φοβικά σύνδρομα καθιστά τη στρατηγική αυτή καίρια εθνική προτεραιότητα.