Παρότι την είχε υποσχεθεί εδώ και χρόνια, ο Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε να ανακοινώσει την πρότασή του για ένα ειρηνευτικό σχέδιο για τη Μέση Ανατολή σε μια στιγμή και με έναν τρόπο που κατέστησε εμφανές ότι κυρίως τον ενδιέφερε το άμεσο πολιτικό όφελος που θα είχε για τον ίδιο αλλά και για τον ισραηλινό πρωθυπουργό Βενιαμίν Νετανιάχου.
Ο Τραμπ χρειαζόταν με κάθε τρόπο ένα είδος αντιπερισπασμού από την κορύφωση της δίκης του ενώπιον της Γερουσίας, όπου ανεξαρτήτως της όποια ασφάλειας του δίνει η Ρεπουμπλικανική πλειοψηφία πληθαίνουν τα στοιχεία που κατατείνουν προς την εργαλειοποίηση της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ με σκοπό δικά του άμεσα πολιτικά οφέλη.
Την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Ντόναλντ Τραμπ είναι και αυτός σε προεκλογική περίοδο και θέλει αφενός να δείξει ότι δεν είναι «απομονωτιστής» αλλά αντίθετα είναι πρόεδρος που παίρνει μεγάλες διεθνείς πρωτοβουλίες, αφετέρου να ικανοποιήσει το τμήμα εκείνο της εκλογικής βάσης του στο οποίο μετρά η θέση που παίρνει υπέρ του Ισραήλ.
Ο Νετανιάχου ετοιμάζεται για μια ακόμη εκλογική μάχη στο Ισραήλ, την ώρα που και αυτός αντιμετωπίζει δικαστική παραπομπή και χρειαζόταν με κάθε τρόπο να στείλει το μήνυμα ότι ήταν ο ισραηλινός πολιτικός που κατάφερε να εξασφαλίσει τις μεγαλύτερες δυνατές παραχωρήσεις από την πλευρά των ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τις ισραηλινές θέσεις.
Κάτι που βέβαια ήταν αναμενόμενο με δεδομένες προηγούμενες κινήσεις της αμερικανικής κυβέρνησης, όπως ήταν η απόφαση για μεταφορά της αμερικανικής πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ, η αποδοχή ότι οι ισραηλινοί εποικισμοί στην κατεχόμενη Δυτική Όχθη δεν αντίκεινται στο διεθνές δίκαιο και βέβαια η αναγνώριση της ισραηλινής κυριαρχίας στα υψίπεδα του Γκολάν. Ας μην ξεχνάμε ότι ακόμη και η νέα κλιμάκωση της αντιπαλότητας με το Ιράν, συμπεριλαμβανομένης της δολοφονίας Σουλεϊμανί, αντιμετωπίζεται θετικά από το Ισραήλ.
Όμως, πέραν αυτής της προσπάθεια δύσκολα μπορεί αυτό το σχέδιο σε αυτή τη φάση να αποτελέσει την τομή που θα οδηγούσε όντως σε λύση.
Ένα σχέδιο που κυρίως ικανοποιεί την ισραηλινή πλευρά
Το σχέδιο που προτείνει ο αμερικανός πρόεδρος αποτελεί την πιο ευνοϊκή προς το Ισραήλ πρόταση που έχει κατατεθεί στη μακρά ιστορία σχεδίων επίλυσης του Παλαιστινιακού.
Καταρχάς αποδέχεται το μεγαλύτερο μέρος του ισραηλινού εποικισμού ως τμήμα της ισραηλινής επικράτειας, παγιώνοντας ουσιαστικά την τωρινή κατάσταση στη Δυτική Όχθη. Έπειτα αποδέχεται ουσιαστικά την πάγια ισραηλινή θέση για την Ιερουσαλήμ, παραχωρώντας ελάχιστο μέρος στην Παλαιστινιακή πλευρά. Ακυρώνει, τέλος, κάθε σκέψη για δικαίωμα επιστροφής των προσφύγων.
Παρότι το σχέδιο αυτό παρουσιάζεται ως σχέδιο «δύο κρατών», είναι προφανές ότι στη γεωγραφική έκταση ανάμεσα στον Ιορδάνη και την Μεσόγειο, κατά βάση θα υπάρχει μόνο ένα κράτος που θα έχει τα εδαφικά και οικονομικά χαρακτηριστικά που θα επιτρέπουν την πραγματική κρατική υπόσταση, το κράτος του Ισραήλ. Το όποιο παλαιστινιακό «κράτος» θα πρέπει να αντιμετωπίσει το εξαιρετικά κατακερματισμένο έδαφος που δημιουργούν οι εποικισμοί και φυσικά θα στερείται τις πιο εύφορες περιοχές. Θα βρίσκεται σε μια αναγκαστική σχέση εξάρτησης με το Ισραήλ. Η υπόσχεση των 50 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την έναρξη της οικονομικής ανασυγκρότησης των υπό παλαιστινιακή διοίκηση περιοχών, δύσκολα μπορεί να αντισταθμίσει τις άλλες απώλειες που θα έχει η παλαιστινιακή πλευρά.
Οι δυσκολίες στο να γίνει αποδεκτό το σχέδιο
Πέραν των όποιων αμιγώς πολιτικών υπολογισμών, σε σχέση τόσο με τις αμερικανικές όσο και τις ισραηλινές εκλογές, είναι σαφές ότι το σχέδιο αυτό στηριζόταν σε τρεις βασικές εκτιμήσεις. Η πρώτη ήταν ότι πλέον η κοινή γνώμη στον ευρύτερο αραβικό κόσμο δεν συγκινείται τόσο από το παλαιστινιακό, ένα θέμα που για δεκαετίες είχε ξεχωριστή φόρτιση, και επομένως θα δεχόταν πιο εύκολα μια τέτοια λύση. Η δεύτερη ήταν ότι η πολιτική ηγεσία των Παλαιστινίων, διασπασμένη και με όλα τα συσσωρευμένα προβλήματα κακοδιαχείρισης ή ακόμη και διαφθοράς, θα μπορούσε να αποδεχτεί έστω και αναγκαστικά τη λύση ή να δει θετικά το οικονομικό σκέλος της συμφωνίας. Η τρίτη ήταν τα κράτη της περιοχής που είναι σύμμαχα στις ΗΠΑ και έχουν ανοίξει διαύλους επικοινωνίας με το Ισράηλ, θα στήριζαν μια τέτοια συμφωνία και θα βοηθούσαν στο να την αποδεχτεί και παλαιστινιακή πλευρά.
Όμως, τα πράγματα δείχνουν προς το παρόν να μην κινούνται σε αυτή την κατεύθυνση. Η Παλαιστιανιακή αρχή έχει απορρίψει εξαρχής το σχέδιο και μάλιστα σε μια κίνηση ασυνήθιστη με βάση τις υπαρκτές διαιρέσεις η Χαμάς θα συμμετάσχει στην έκτακτη συνεδρίαση των Παλαιστινιακών οργανώσεων που κάλεσε η Παλαιστινιακή Αρχή, ενώ αντίστοιχη διάθεση δήλωσε και η Ισλαμική Τζιχάντ. Ήδη στη Γάζα υπήρξαν μαζικές διαδηλώσεις ακόμη και πριν την ανακοίνωση του σχεδίου.
Ο Αραβικός Σύνδεσμος ανακοίνωσε ότι θα πραγματοποιήσει έκτακτη συνεδρίαση το Σάββατο για να συζητήσει το σχέδιο, με αρκετά σημάδια να υπάρχουν ότι ο τόνος θα είναι απορριπτικός. Ούτως ή άλλως είναι σαφές ότι εάν ισχυρές χώρες όπως η Αίγυπτος δεν πάρουν θετική θέση υπέρ του σχεδίου, αυτό μικρή ελπίδα έχει. Ενδεικτικό του αντιφατικού κλίματος που υπάρχει είναι το γεγονός ότι στην Ιορδανία, χώρα στην οποία το σχέδιο αποδίδει σημαντικό ρόλο, το κοινοβούλιο ψήφισε κατά των εισαγωγών φυσικού αερίου από το Ισραήλ.
Όλα αυτά δείχνουν ένα σχέδιο που μπορεί να προσφέρει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη αλλά δύσκολα θα φέρει τη λύση του προβλήματος.