Μια από τις κεντρικές θέσεις μας σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά που – όπως διατυπώνεται – δεν φαίνεται να διευκολύνει μια διαπραγματευτική διαδικασία είναι αυτή που λέγει ότι η Ελλάδα έχει μόνο μία διαφορά με την Τουρκία: την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
Ετσι ζητήματα όπως η επέκταση των χωρικών υδάτων (σε 12 μίλια, κάτι που θεωρεί η Τουρκία, αν και παρανόμως, αιτία πολέμου – casus belli), ο εναέριος χώρος, το εύρος και η αρμοδιότητα της «περιοχής πτήσεων» (FIR – Flying Internatioal Region), η κάλυψη ευθυνών για θέματα έρευνας και διάσωσης, η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών (Αν. Αιγαίου, Δωδεκανήσων) που θέτει η Τουρκία και οι απαράδεκτες αξιώσεις για τις «γκρίζες ζώνες» (αμφισβήτηση κυριαρχίας ελληνικών νησίδων ή βράχων) θεωρούμε ότι είναι σχεδόν ανύπαρκτα ζητήματα ως «μονομερείς διεκδικήσεις» της Τουρκίας.
Τα θεωρούμε δημοσίως ανύπαρκτα αν – και τούτο είναι το περίεργο – τα έχουμε σε κάποιον βαθμό συζητήσει στο πλαίσιο των διερευνητικών συνομιλιών ανάμεσα στις δύο χώρες. Ανεξάρτητα από το πόσο ισχυρά είναι τα επιχειρήματα της κάθε πλευράς (και πολλά από τα τουρκικά επιχειρήματα είναι εντελώς έωλα σύμφωνα με τις συνθήκες και το διεθνές δίκαιο), θα πρέπει να αναγνωρίσουμε την πραγματικότητα για την πολλαπλότητα των διαφορών.
Και εδώ έχει σημασία να επισημανθεί ότι ο (μεγάλος) Κ. Καραμανλής είχε δεχθεί ότι υπάρχουν περισσότερες διενέξεις ανάμεσα στις δύο χώρες από το 1978. Συγκεκριμένα σε λόγο του στη Βουλή στις 16 Μαρτίου 1978 σε προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση και απαντώντας στον τότε αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης Α.Γ. Παπανδρέου τόνισε:
«… την διένεξη, κάθε διένεξη μπορεί να τη δημιουργήση οποιοσδήποτε διαφωνών μαζί σας, αμφισβητών το δίκιο σας και επιθυμών να σας αδικήση. Από την στιγμή αυτή δημιουργείται πρόβλημα, το οποίον δεν μπορείτε να αγνοήσετε. Είστε υποχρεωμένος να το αντιμετωπίσετε. Αλλο το θέμα είναι με ποιον τρόπο θα το αντιμετωπίσετε. Αλλά δεν δύνασθε να αγνοήσετε την ύπαρξη του προβλήματος».
Επικαλέστηκε μάλιστα τον μεγάλο τραγικό, τον Ευριπίδη, για να θεμελιώσει τη θέση αυτή, παραπέμποντας στο «αν το σωστό και το δίκαιο ήταν το ίδιο για όλους δεν θα υπήρχαν στον κόσμο διενέξεις». Οντως (βλέπε Κ. Καραμανλής, Αρχείο, τόμος 10, σελ. 145). Η αναγνώριση της ύπαρξης διαφορών/διενέξεων πέραν της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ σε καμιά περίπτωση βέβαια δεν προδικάζει ότι η μια ή άλλη πλευρά έχει όλο ή μερικό δίκιο. Αυτό είναι το αντικείμενο διαπραγματεύσεων, και πολύ περισσότερο της Διεθνούς Δικαιοσύνης. Ούτε η Ελλάδα χρειάζεται να κάνει κάποια υποχώρηση. Απλώς, όπως τόνισε και ο Κ. Καραμανλής, «δεν δύνασθε να αγνοήσετε την ύπαρξη του προβλήματος». Κι όμως, πάνω από σαράντα χρόνια μετά εμείς επιμένουμε να αγνοούμε ή προσποιούμεθα ότι αγνοούμε «την ύπαρξή του». Και να επιμένουμε ότι «η μόνη διαφορά που υφίσταται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας».
Ωστόσο με τον τρόπο αυτόν δεν προστατεύονται αποτελεσματικά τα ελληνικά συμφέροντα, κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα, και ούτε αντιμετωπίζεται «στη ρίζα του το κακό». Και επιπλέον δεν πείθεται και η διεθνής κοινή γνώμη από το ελληνικό επιχείρημα, ενώ ακούγεται περισσότερο δελεαστικό αυτό της Τουρκίας που λέγει «ελάτε να συζητήσουμε όλες τις διαφορές μας», έστω κι αν εκκινά από εξωφρενικές αξιώσεις ή παράλογες θέσεις (που πρέπει βέβαια να εγκαταλείψει σε μια προοπτική λύσης).