Σχολικά συγκροτήματα στα οποία αντί να αντηχούν παιδικές φωνές στοιχειώνονται από τις κραυγές πόνου τοξικομανών που σέρνουν τα βήματά τους μέχρι την άκρη της πόλης για να «γίνουν» ή ακόμα και να ξεψυχήσουν ύστερα από μία υπερβολική δόση, πυροβολισμοί – σινιάλα που ειδοποιούν τους ενδιαφερόμενους ότι έχουν φτάσει τα «σιρόπια», διαπληκτισμοί μεταξύ μελών αντίπαλων συμμοριών που συχνά καταλήγουν σε φονικά, διαρρήξεις και κλοπές σε καθημερινή βάση, εγκαταλελειμμένα βιομηχανικά κτίρια γεμάτα σωρούς σκουπιδιών και χρησιμοποιημένες σύριγγες, απανθρακωμένοι σκελετοί κλεμμένων αυτοκινήτων διάσπαρτοι και ένα ποδοσφαιρικό γήπεδο – σκουπιδότοπος.
Τα όσα κατέγραψαν «ΤΑ ΝΕΑ» θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν καρέ από τις φτωχογειτονιές της Μπογκοτά ή τις φαβέλες του Ρίο, ωστόσο απεικονίζουν την πραγματικότητα των παρυφών της Δυτικής Αττικής, εκεί όπου άνθρωποι και ποντίκια συναντιούνται τακτικά στους δρόμους ή ακόμα και στα παιδικά δωμάτια. Στο Ζεφύρι κάποιοι έχουν μετατρέψει το γήπεδο ποδοσφαίρου σε παράνομη χωματερή, ενώ πριν από δύο μήνες περίοικοι βρήκαν ένα ακόμα νεαρό παγωμένο, έπειτα από χρήση. Ηταν ο πέμπτος τα τελευταία χρόνια. Λίγες εκατοντάδες μέτρα μακριά, στην Αυλίζα του Μενιδίου, το 10ο Γυμνάσιο – Λύκειο που αναγέρθηκε και εξοπλίστηκε μόλις προ δεκαετίας προκειμένου να εξυπηρετήσει τις ανάγκες – κυρίως Ρομά – παιδιών της περιοχής έχει επίσης μετατραπεί σε υγειονομική βόμβα. Καθημερινά δεκάδες τοξικοεξαρτημένοι από κάθε γωνιά της πρωτεύουσας περνούν την παραβιασμένη πύλη του για να κάνουν χρήση, μένοντας εν συνεχεία εκεί, αποσβολωμένοι, δίπλα σε ακαθαρσίες και ματωμένες βελόνες, μέχρι να καθίσουν ξανά στη γαλαρία του Α10, του Β10 ή του 735 και να επιστρέψουν στην πόλη.
Μεταφέρουν ζωντανούς – νεκρούς
Οι τρεις συγκεκριμένες λεωφορειακές γραμμές, εξάλλου, είναι εκείνες που ιδίως τις βραδινές ώρες μεταφέρουν ζωντανούς – νεκρούς από και προς τα «γκέτο» της Δυτικής Αττικής ή άλλοτε αποτελούν τον ασφαλή χώρο συναλλαγών με ντίλερ και εμπόρους, χωρίς να λείπουν και οι συμπλοκές με θεατές (ενίοτε και παράπλευρες απώλειες) τους υπόλοιπους επιβάτες και τους οδηγούς. Εκτός όμως από τα δρομολόγια του τρόμου, τα βράδια στο Ζεφύρι και στο Μενίδι η ησυχία διαταράσσεται από τους ήχους ριπών Καλάσνικοφ. Αυτοί, λένε όσοι γνωρίζουν καλά τις περιοχές, σηματοδοτούν – εν είδει σινιάλων – την παράδοση ναρκωτικών σε προκαθορισμένους τόπους και χρόνους. Ακόμα, ακούγονται και εκρήξεις από τις μηχανές κλεμμένων αυτοκινήτων, τα οποία αφού «γδύνονται» αφήνονται στη μέση του δρόμου και λαμπαδιάζουν για να εξαφανιστούν τα όποια ίχνη. Τα κουφάρια τους, όμως, δεν μαζεύονται ποτέ. Μένουν εκεί για μήνες, ίσως και χρόνια, να υπενθυμίζουν την απουσία κάθε μορφής κρατικής δομής. Η… Αγρια Δύση, άλλωστε, δεν αποτελεί άβατο μόνο για την ΕΛ.ΑΣ και τις κατά τα άλλα σκληροτράχηλες υπηρεσίες της, αλλά και για τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας, με τους – ελάχιστους – κάδους να ξεχειλίζουν και τα τρωκτικά να τρώνε ό,τι βρουν πλάι σε παιδιά που παίζουν ξυπόλητα στους γεμάτους λακκούβες δρόμους ή στα χωράφια -χωματερές. Μετρημένες στα δάχτυλα είναι όμως και οι κολώνες ηλεκτροφωτισμού (ή τουλάχιστον όσες εξ αυτών λειτουργούν) με το σκοτάδι να αποτελεί την καλύτερη κάλυψη για κάθε μορφής εγκληματική δραστηριότητα.
«Εχουμε 1.500 παιδάκια που ζουν υπό τριτοκοσμικές συνθήκες, εκτεθειμένα σε ασθένειες που είναι αδιανόητο ότι τον 21ο αιώνα θα μπορούσαν να καταστούν θανατηφόρες. Κάτι τέτοιο συνέβη την προηγούμενη εβδομάδα με ένα κοριτσάκι μηνών που έχασε τη ζωή του από κοκίτη. Και όσα γλιτώνουν από τις ασθένειες κινδυνεύουν από τα ναρκωτικά, που βρίσκονται κυριολεκτικά παντού, ή τις διάφορες συμμορίες», περιγράφει στα «ΝΕΑ» ο επίτιμος πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνομοσπονδίας Ελλήνων Ρομά, Ευθύμιος Δημητρίου. Ο ίδιος κατά την 30ετή ενασχόλησή του με τα κοινά έχει δει δεκάδες παιδιά να χάνονται από την πρέζα ή να μπαινοβγαίνουν στις φυλακές για μικρότερα ή μεγαλύτερα παραπτώματα.
Ανυπαρξία της δημοτικής Αρχής
«Η φτώχεια, ο ρατσισμός και η περιθωριοποίηση οδηγούν στην παραβατικότητα. Οταν οκταμελείς και δεκαμελείς οικογένειες δεν έχουν ούτε ένα εργαζόμενο μέλος είναι πολύ εύκολο για τους επιτήδειους να εκμεταλλευτούν την ανάγκη και την οργή των νεότερων και να τους σπρώξουν στο έγκλημα για ένα κομμάτι ψωμί. Οι μεγαλύτεροι προσπαθούμε να τους συμβουλεύουμε αλλά δεν είναι πάντα εύκολο», λέει και ζητά τη συνδρομή της πολιτείας και των οικονομικά ισχυρών προκειμένου οι νέες γενιές να βγουν από το τέλμα. Πρώην αθλητής και ο ίδιος (με πέρασμα και από τον Πανιώνιο), βλέπει τον αθλητισμό ως μοναδική σωτηρία για τα παιδιά του ιδιότυπου «γκέτο»: «Αν το γήπεδο του Ζεφυρίου φτιαχτεί από την αρχή, οι γειτονιές μας θα αποκτήσουν ξανά ζωή. Για αυτό όμως χρειαζόμαστε τη βοήθεια των ανθρώπων του αθλητισμού. Το ίδιο ισχύει και για τα σχολεία. Επιβάλλεται να παραδοθούν στα παιδιά», καταλήγει, μην ξεχνώντας να καυτηριάσει την ανυπαρξία της δημοτικής αρχής αλλά και τον κοινωνικό ρατσισμό που συχνά σπρώχνει αυτά τα παιδιά πιο βαθιά στο περιθώριο.
«Περιοχές όπως το Μενίδι και το Ζεφύρι έχουν τους υψηλοτέρους δείκτες εγκληματικότητας σε ολόκληρη τη χώρα. Εγκλήματα όπως ληστείες, διαρρήξεις, εμπόριο και χρήση ναρκωτικών, οπλοχρησία και οπλοκατοχή, πορνεία, «προστασία», αλλά και σύσταση συμμοριών είναι βασικές κατηγορίες μορφών παραβατικότητας που παρουσιάζονται σε αυτές. Οι δράστες, Ελληνες και αλλοδαποί, έχουν συνήθως εξοικείωση με το ποινικό σύστημα και τις φυλακές, εκτίοντας κατά διαστήματα διάφορες μικροποινές για ανάλογα αδικήματα, καθώς οι περισσότεροι από αυτούς είναι πολυ-υπότροποι. Η υψηλή εγκληματικότητα που γεννάται στις περιοχές αυτές και τροφοδοτεί την εγκληματική δραστηριότητα στην υπόλοιπη Αττική, δεν είναι νέο φαινόμενο. Ανησυχία όμως προκαλεί η συνεχής αύξηση της παραβατικότητας, καθώς είναι σαφές ότι η πρόσκαιρη φυλάκιση των δραστών στα υπερπληθή σωφρονιστικά καταστήματα δεν αποδίδει ούτε ως μέτρο καταστολής αλλά ούτε και ως πρόληψης, ενώ δεν μπορούμε να μιλήσουμε σε καμία περίπτωση για σωφρονισμό των δραστών», εξηγεί από την πλευρά της η δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω και διδάκτωρ Εγκληματολογίας, Μαρία Τσιλιάκου.
Αποκλεισμένες κοινωνίες
Οπως επισημαίνει, οι εν λόγω περιοχές αποτελούν την ελληνική εκδοχή του «γκέτο» και φέρουν όλα τα χαρακτηριστικά τους: Δεν έχουν διερχόμενους ή περαστικούς και κατοικούνται από κλειστές κοινωνίες, αποκλεισμένες από την υπόλοιπη Αθήνα. «Οι ιδιαίτερες αυτές συνθήκες δημιουργούν περιβάλλον για την ανάπτυξη της παραβατικότητας καθώς μέσα από την εγκληματικότητα αναζητούν τρόπους και πόρους διαβίωσης. Η πολιτισμική διαφορετικότητα τόσο των μεταναστών όσο και των Ρομά, τους μετέτρεψε σε μια κοινότητα άγνωστη, ενιαία και οχυρωμένη στους κοινοτικούς δεσμούς. Το φαινόμενο του κοινωνικού αποκλεισμού με την έννοια της περιθωριοποίησης πληθυσμών σε γκέτο, αποτελεί ένα πολυδιάστατο πρόβλημα που απλώνεται γεωγραφικά και χρονικά στις ανεπτυγμένες μητροπόλεις δημιουργώντας κοιτίδες ανέχειας, κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων και μεγάλης εγκληματικότητας. Η ανεργία, η συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και η έλλειψη αντεγκληματικής και μεταναστευτικής πολιτικής συντέλεσαν στον μεγαλύτερο εκτοπισμό αυτών των ομάδων. Στα περισσότερα γκέτο δεν ισχύουν νόμοι ή δικαιώματα για τους αποκλεισμένους, καθώς κυριαρχούν οι νόμοι των συμμοριών και του εγκλήματος.
Για να μπορέσουμε να μιλήσουμε για πρόληψη και έλεγχο της εγκληματικότητας απαιτούνται βαθιά μελετημένες και μακροχρόνιες στρατηγικές, οι οποίες θα έχουν συνέχεια και συνέπεια. Το έγκλημα ως κοινωνικό παράγωγο δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με σποραδικές συλλήψεις, οι οποίοι σύντομα θα είναι πάλι «στρατιώτες του εγκλήματος», ούτε με απομόνωση και γκετοποίηση περιοχών τάχα μου σαν να ξορκίζουμε μακριά μας το κακό», καταλήγει η κυρία Τσιλιάκου.