H παράσταση «Κβάντα» της Χριστίνας Χριστοφή ανεβαίνει στο Θέατρο Μπιπ κάθε Κυριακή στις 19.00. Η ίδια ερμηνεύει και μια ηθοποιό που ξέχασε τα λόγια της, όμως δεν θέλει να εγκαταλείψει τη σκηνή. Καρφωμένη στη θέση της, φορώντας το κοστούμι του ρόλου της, αφηγείται ιστορίες περιμένοντας το χειροκρότημα. Ιστορίες για τον χρόνο, το σύμπαν, τις πυρηνικές εκρήξεις, τις διαψεύσεις και τις προδοσίες. Ιστορίες για το απέραντο και το μηδαμινό. Μια ερωτική εξομολόγηση με αντικείμενο του πόθου τον «εκλεκτό θεατή» του θεάτρου και της ζωής.
Γι’ αυτήν της την εμπειρία μιλάει στα «Νέα».
- Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;
Η ιδέα για την παράσταση προέκυψε από το έργο, από την Κβάντα. Η Ζωρζίνα Τζουμάκα ήξερε το έργο, την ενδιέφερε και αποφάσισε να το σκηνοθετήσει.
- Τι σας ενέπνευσε κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου;
Είναι δύσκολο να πω τι ακριβώς με ενέπνευσε… Θα μπορούσα να πω ότι αφορμή ήταν ένα βιβλίο που διάβαζα με τις βασικές αρχές της κβαντικής φυσικής. Και μια μέρα εκεί που καθόμουν, κάτι με ενοχλούσε και έγραψα την πρώτη φράση της Κβάντα: Υπάρχει κάτι που δεν λέγεται. Αυτή η φράση ήταν σαν ένα χερούλι που άνοιξε ένα κουτί και από μέσα αναδύθηκαν εικόνες και συνειρμοί που με ξάφνιασαν, εμφανιζόντουσαν από μόνες τους και εγώ απλά τις κατέγραφα και έτσι γράφτηκε η Κβάντα. Η πρώτη γραφή της Κβάντα ολοκληρώθηκε σε 4 ημέρες. Άλλα έργα χρειάζονται μήνες ή και περισσότερο μέχρι να ολοκληρωθεί η πρώτη γραφή τους… Το έργο αποφασίζει μόνο του πώς θα εμφανιστεί.
- Είναι ένα έργο για την πραγματικότητα του ηθοποιού ή την ξεπερνάει κι απλώνεται σε άλλα πράγματα;
Αν η Κβάντα ήταν ένα έργο μόνο για την πραγματικότητα του ηθοποιού δεν νομίζω ότι θα έπαιρνα την απόφαση να το παρουσιάσω στο κοινό. Θέλω να πιστεύω ότι η πραγματικότητα του ηθοποιού λειτουργεί σαν μια καλή αντιστοιχία συνολικά για τη ζωή και αναφορικά βέβαια με τα θέματα που πραγματεύεται η Κβάντα. Η Κβάντα είναι ένα έργο για τον εκλεκτό θεατή της ζωής, αυτόν που περιμένουμε να μας χειροκροτήσει και να μας επιβραβεύσει, είναι για τους ρόλους που παίρνουμε ασυνείδητα ή συνειδητά, για τις μικρές και ασήμαντες στιγμές αλλά και για εκείνες που μεγεθύνονται και μένουν γραμμένες μέσα μας. Πάνω σε μια σκηνή, όλα μεγεθύνονται, κάθε στιγμή, κάθε λέξη, κάθε ατάκα έχει σημασία. Κάπως έτσι, η πραγματικότητα του ηθοποιού έρχεται να «μιλήσει» για την πραγματικότητα όλων μας.
- Πώς από την κβαντική φυσική φτάνετε στις ανθρώπινες στιγμές;
Στην κβαντική φυσική υπάρχει ένα πείραμα, το πείραμα της διπλής σχισμής. Σε αυτό το πείραμα αποδείχτηκε ότι τα ηλεκτρόνια είχαν διαφορετική συμπεριφορά όταν υπάρχει παρατηρητής στο πείραμα από όταν δεν υπάρχει. Ο παρατηρητής είναι με έναν άλλο τρόπο ο θεατής. Ο θεατής της ζωής, του θεάτρου, της κάθε στιγμής. Αν δεν υπάρχει όλα είναι διαφορετικά. Πώς θα ήταν η ζωή μας αν δεν είχαμε θεατές, θεατές όπως οι δάσκαλοι, οι γονείς, οι συνάδελφοι, οι γείτονες, οι σύντροφοι, όπως οι ίδιοι οι καθρέφτες μας. Αυτός είναι ένα τρόπος να «παντρέψεις» την κβαντική φυσική με την καθημερινότητα. Ένας άλλος είναι ο χρόνος που περνάει… Για την κβαντική φυσική ο χρόνος και ο χώρος είναι έννοιες που υπερβαίνουν τη δική μας εμπειρία. Γιατί ο χρόνος περνάει, ό,τι και να κάνουμε ο χρόνος περνάει και η ζωή μας είναι ήδη ένα τετελεσμένο γεγονός. Ή μήπως όχι;
- Συνήθως για το ευρύ κοινό η κβαντική φυσική είναι κάτι δυσνόητο, ίσως και βαρετό. Εσείς πώς καταφέρνετε να την κάνετε τέχνη;
Η Κβάντα δεν είναι μια παράσταση για την Κβαντική φυσική. Και για μένα είναι κάτι πολύ δυσνόητο και αυτή η δυσκολία μου να συλλάβω τις βασικές ιδέες ήταν κάτι που με ενθουσίασε. Η κβαντική φυσική είναι για όλους εμάς, του μη-επιστήμονες, ένα άλμα στην κατανόηση του κόσμου, ένα άλμα που δυσκολευόμαστε να κάνουμε, ένα άλμα που νιώθεις ότι είναι περισσότερο ένα άλμα πίστης και λιγότερο ένα άλμα κατανόησης. Αυτό βέβαια δεν ισχύει. Η κβαντική φυσική είναι αποδεδειγμένη επιστημονικά… για μένα όμως που δεν έχω την επιστημονική γνώση, είναι πραγματικά δύσκολο να συλλάβω ότι την ίδια χρονική στιγμή είμαι εδώ αλλά είμαι και κάπου αλλού. Αυτή τη δυσκολία με το εδώ και το αλλού, με το χρόνο που περνάει χωρίς να μπορούμε να κάνουμε τίποτα, με το άπειρο και το ασύλληπτο του κόσμου και του θαύματος της ζωής και του μικρού και χειροπιαστού της ανθρώπινης αισθητικής εμπειρίας, αυτή λοιπόν τη δυσκολία την έβαλα σε λέξεις. Γιατί ίσως η ανθρώπινη ύπαρξη είναι μια εναλλαγή, ένα roller coaster από το μεγαλείο, την έκσταση και την ανύψωση, στο μικρότερο, στο ευτελές, στο ασήμαντο, από έναν ύμνο για τη ζωή που σου σηκώνει την τρίχα μέχρι το θόρυβο της πόλης που σου σπάει τα νεύρα ενώ προσπαθείς να μιλήσεις στο κινητό.
- Είναι αυτή η πρωταγωνίστρια που δεν τα παρατάει ένα παράδειγμα προς μίμηση;
Όχι σε καμία περίπτωση! Τότε θα είχα γράψει ένα διδακτικό έργο που θα έλεγε ότι το σωστό είναι να μην τα παρατάς. Στο καλό θέατρο δεν υπάρχει ηθικό δίδαγμα. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ρευστή και τραγική. Την τραγικότητα της ζωής φωτίζει το θέατρο. Δεν δίνει μαθήματα. Όταν λέω τραγικότητα δεν εννοώ βέβαια με την έννοια του τραγικού που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητά μας, αλλά με τη θεατρική έννοια του τραγικού.
- Ο εκλεκτός θεατής του θεάτρου και της ζωής, τι θα πάρει από την παράστασή σας;
Ο εκλεκτός θεατής είναι μια ιδέα, ένα φανταστικό, «μυθικό» πρόσωπο που αλλάζει ταυτότητα στην ιστορία του κάθε έναν από εμάς, του κάθε θεατή. Ο εκλεκτός θεατής είναι αυτός που διαμόρφωσε τις επιλογές μας γιατί αποζητούσαμε την επιβράβευσή του, την αποδοχή του, το χειροκρότημά του. Αν δεν ήταν αυτός να βρίσκεται εκεί σαν ένα Μάτι στη ζωή μας, η ζωή του καθένα μας μπορεί να ήταν διαφορετική. Για εσάς μπορεί ο εκλεκτός θεατής να είναι η μητέρα σας, για εμένα ένας έρωτας που έμεινε ανεκπλήρωτος, για κάποιον άλλον μπορεί να είναι μια πατρική φιγούρα που τον ενέπνευσε. Ο θεατής που έρχεται να δει την Κβάντα θέλω να πιστεύω ότι θα πάρει Κάτι. Δεν μπορώ να το ορίσω και δεν θα το ήθελα. Θα απαντούσα ίσως με την πρώτη ατάκα του έργου: Κάτι που δεν λέγεται.