Oι πρώτες κάλπες στην εσωκομματική διαδικασία των Δημοκρατικών που θα αναδείξει τον υποψήφιο ο οποίος θα διεκδικήσει τον Λευκό Οίκο από τον Ντόναλντ Τραμπ άνοιξαν την περασμένη Δευτέρα στην Αϊοβα. Το φιάσκο που ακολούθησε με την καταμέτρηση μπορεί να είναι ένας κακός οιωνός για το κόμμα που έχει τον έλεγχο της Βουλής αλλά όχι της Γερουσίας. Μπορεί και όχι, αν πιστέψουμε την αισιοδοξία την οποία εκπέμπουν οι βασικοί διεκδικητές του προεδρικού χρίσματος του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο 78χρονος γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς, η 70χρονη γερουσιαστής της Μασαχουσέτης Ελίζαμπεθ Ουόρεν, ο 38χρονος πρώην δήμαρχος μιας πόλης της Ιντιάνα, Πιτ Μπούτετζετζ, η 60χρονη γερουσιαστής της Μινεσότα Εϊμι Κλομπουσάρ και ο 77χρονος πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν δηλώνουν ο καθένας έτοιμος να κερδίσει τον Τραμπ στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου. Ο δρόμος μέχρι το συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος τον Ιούλιο, οπότε και θα αναδειχθεί εκείνος που θα σταθεί απέναντι στον 45ο πρόεδρο των ΗΠΑ, είναι μακρύς. Και καθόλου εύκολος.
Ο πιο ισχυρός
Ο Τραμπ δεν είναι δημοφιλής, αλλά είναι πιο ισχυρός υποψήφιος απ’ όσο δείχνουν οι αριθμοί. Παρότι στις ΗΠΑ έχει από το 1950 να επανεκλεγεί ένας τόσο αντιπαθής πρόεδρος, η ιστορική σχέση μεταξύ του ποσοστού εκείνων που εγκρίνουν το έργο του και του μεριδίου της ψήφου των δύο κομμάτων δείχνει ότι ο Τραμπ μπορεί να κερδίσει το 49% των ψήφων που θα ρίξουν Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί ψηφοφόροι τον Νοέμβριο. Βέβαια εκείνο που αποφασίζει ποιος κερδίζει τον Λευκό Οίκο δεν είναι η λαϊκή ψήφος αλλά το σώμα των εκλεκτόρων.
Και εδώ ο Τραμπ διαθέτει πλεονέκτημα. Επειδή κρίσιμες Μεσοδυτικές Πολιτείες όπως το Ουισκόνσιν και το Μίσιγκαν γέρνουν περισσότερο προς τους Ρεπουμπλικανούς απ’ ό,τι η χώρα ως σύνολο, η ανάλυση των μετρήσεων δείχνει ότι οι Δημοκρατικοί χρειάζονται να κερδίσουν τη λαϊκή ψήφο με περισσότερες από 2,5 ποσοστιαίες μονάδες προκειμένου να κερδίσουν και την προεδρία.
Και εδώ υπεισέρχεται το κύριο ερώτημα: Ποιος είναι ο πιο κατάλληλος για να κερδίσει τον Τραμπ; Υποψήφιοι όπως η Ελίζαμπεθ Ουόρεν και ο Πιτ Μπούτετζετζ φαίνεται να ακολουθούνται από ένα επίμονο ερώτημα για την «εκλογιμότητά» τους. Ο Τζο Μπάιντεν και ο Μπέρνι Σάντερς από την άλλη εμφανίζονται ως πιθανότεροι υποψήφιοι στις δημοσκοπήσεις, καθώς δείχνουν να συγκεντρώνουν τη μεγαλύτερη υποστήριξη μεταξύ των λευκών εργαζομένων – δηλαδή των ψηφοφόρων στις κρίσιμες Μεσοδυτικές Πολιτείες που στράφηκαν στον Τραμπ το 2016 και θεωρείται πως θα κρίνουν το αποτέλεσμα και φέτος. Ομως η εκλογική στρατηγική των δύο υποψηφίων είναι πολύ διαφορετική.
Ο Μπάιντεν – που είναι πολύ πιο αποδεκτός από τον κομματικό μηχανισμό – τηρεί μια πιο παραδοσιακή προσέγγιση. Κατά την άποψή του, οι Δημοκρατικοί θα κερδίσουν εάν έλξουν και πάλι τη λευκή εργατική τάξη των Μεσοδυτικών Πολιτειών που εγκατέλειψαν το κόμμα το 2016, συγκρατώντας ταυτόχρονα τη στήριξη των μαύρων ψηφοφόρων. Ο Σάντερς ελπίζει ότι το μήνυμά του θα βρει απήχηση στους απογοητευμένους Δημοκρατικούς, την εργατική τάξη και τους νέους.
Ποιος έχει δίκιο; Οι γνώμες διίστανται αλλά είναι περισσότεροι εκείνοι που θεωρούν πως ένας μετριοπαθής υποψήφιος με στηρίγματα στη λευκή εργατική τάξη έχει περισσότερες ελπίδες για τη νίκη. Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Στάνφορντ Αντριου Χολ και Ντάνιελ Τόμσον διαπίστωσαν ότι οι πιο ακραίοι υποψήφιοι για τη Βουλή των Αντιπροσώπων μεταξύ 2006 και 2014 αύξησαν τις ψήφους για το κόμμα, όμως την ίδια στιγμή έδωσαν κίνητρο στους ψηφοφόρους του άλλου κόμματος να πάνε στις κάλπες – ένα ποσοστό που κυμαίνεται από 4% έως 10%. Και ο Κρίστοφερ Ουόρσο, πολιτικός επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο George Washington, που έχει πραγματοποιήσει παρόμοιες έρευνες, θεωρεί ότι οι μετριοπαθείς έχουν περισσότερα προτερήματα σε προεδρικές εκλογές. Αυτό δηλαδή ευνοεί τον Μπάιντεν.
Πώς κέρδισε ο Τραμπ
Το περίεργο είναι ότι όσο ακραίος κι αν είναι ο Τραμπ, ωφελήθηκε από αυτή τη δυναμική το 2016. Σύμφωνα με μελέτη του Χάρβαρντ που έγινε σε 65.000 άτομα, οι ψηφοφόροι βρήκαν τη Δημοκρατική υποψήφια Χίλαρι Κλίντον πολύ πιο ιδεολογικά ακραία από τον Τραμπ το 2016, λόγω του ότι εκείνος υιοθέτησε κάποιες θέσεις που θεωρούνταν ανορθόδοξες από τους Ρεπουμπλικανούς, όπως η κοινωνική ασφάλεια.
Ο Τραμπ ωφελήθηκε στις προηγούμενες εκλογές από τις επιθέσεις που έκανε στις οικονομικές και πολιτικές ελίτ. Οι έρευνες έδειξαν ότι ψηφοφόροι με χαμηλό εισόδημα και μόρφωση στήριξαν, λόγω αυτού, περισσότερο τον Ρεπουμπλικανό. Επίσης οι ψηφοφόροι που δεν είχαν τελειώσει το σχολείο θεωρείται ότι έχουν πολύ περισσότερες πιθανότητες να στηρίξουν Ρεπουμπλικανούς. Αυτό ευνοεί τον Σάντερς, καθώς ο Μπάιντεν έχει μακρά παρουσία στην πολιτική ζωή της Ουάσιγκτον και σε ιδιαίτερα υψηλά αξιώματα. Παρότι και ο Σάντερς είναι χρόνια στη Γερουσία, θεωρείται αουτσάιντερ και εκπρόσωπος της εργατικής τάξης.
Υπάρχουν βέβαια και οι εκπλήξεις. Ο Πιτ Μπούτετζετζ, πρώην δήμαρχος μιας μικρής πόλης της Ιντιάνα, που είναι και ο πρώτος ανοιχτά ομοφυλόφιλος που διεκδικεί το χρίσμα στις ΗΠΑ, έκανε την έκπληξη στις προκριματικές της Αϊοβα. Και η Εϊμι Κλομπουσάρ θεωρείται από αναλυτές μια ιδανική υποψήφια, καθώς έχει κεντρώο προφίλ, δυνατή παρουσία και έργο στην Πολιτεία της.
Τα φαβορί όμως παίζουν γερά. Ο Σάντερς μάλλον θα νικήσει το Νιου Χαμσάιρ την Τρίτη και ο Μπάιντεν τη Νότια Καρολίνα λίγο αργότερα. Η μεταξύ τους μάχη προβλέπεται σκληρή και ίσως, λένε κάποιοι, τελικά πλήξει την εικόνα του Δημοκρατικού Κόμματος που ήδη βρίσκεται σε ιδεολογικό σταυροδρόμι. Και όπως έγινε στην Αϊοβα, τελικά κερδισμένος μπορεί να είναι ο Ντόναλντ Τραμπ.