Της Ελένης Στεργίου
Με στόχο την επιστροφή της στην κορυφή του διεθνούς επενδυτικού πρωταθλήματος, η ελληνική οικονομία κερδίζει, ήδη, σερί βαθμούς στα «εκτός έδρας παιχνίδια», δανειζόμενη με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια στις εκδόσεις των ομολόγων της. Ωστόσο, ύστερα από μία ολόκληρη δεκαετία, η Ελλάδα παραμένει τουλάχιστον δύο σκαλοπάτια μακριά από την πολυπόθητη επενδυτική βαθμίδα, την οποία χρειάζεται για να ενταχθεί στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE) της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και να πάρει τις μεγάλες ανάσες φθηνού χρήματος που αυτό υπόσχεται. Βεβαίως το 2020 ξεκίνησε με μια σημαντική αναβάθμιση της πιστοληπτικής της ικανότητας από τον οίκο Fitch και όλα δείχνουν ότι και οι άλλοι οίκοι αξιολόγησης (S&P, Moody’s, DBRS) ετοιμάζονται σταδιακά να δώσουν καλύτερο βαθμό για την Ελλάδα.
Οι προσδοκίες είναι υψηλές, αλλά το κρίσιμο ερώτημα παραμένει: η Ελλάδα θα κάνει το 2020 το μεγάλο come back, αφήνοντας οριστικά πίσω της τη μεγάλη περιπέτεια της δεκαετούς κρίσης και τον χαρακτηρισμό «junk» που συνοδεύει τα ομόλογά της; Πότε επιτέλους θα ανέβει στην Α’ Εθνική;
Κορυφαίοι αναλυτές και εκπρόσωποι των οίκων αξιολόγησης μιλούν στα «ΝΕΑ» για τις πιθανότητες η Ελλάδα να αναβαθμιστεί στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2020, για το πώς μπορούν οι γεωπολιτικοί παράγοντες και η εκλογολογία να επηρεάσουν τις κρίσεις των αγορών, αλλά και τι περιμένουν από την ελληνική κυβέρνηση για να ανεβάσουν την ελληνική οικονομία στην Α’ Εθνική Κατηγορία.
Σε γενικές γραμμές συμφωνούν σε ένα βασικό ζήτημα: είναι θέμα χρόνου να πετύχει η Ελλάδα την επενδυτική βαθμίδα. Παράλληλα, είναι διάχυτη η εμπιστοσύνη προς την ελληνική κυβέρνηση για την υλοποίηση των στόχων που έχει θέσει. Κρίσιμο στοιχείο η πολιτική σταθερότητα, την οποία δεν βλέπουν να διαταράσσεται για τα επόμενα έτη. Ωστόσο, υπάρχει ανησυχία για το ζήτημα της μείωσης των κόκκινων δανείων στις τράπεζες, ενώ επισημαίνεται πως πρέπει να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις σε δημόσια διοίκηση, φορολογικό σύστημα με βασική κατεύθυνση τη δημιουργία ευνοϊκού περιβάλλοντος για την προσέλκυση επενδύσεων. Υπάρχει βεβαίως και η άποψη ότι δεν υπάρχει λόγος για εμμονές στις αξιολογήσεις, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου είναι εύκολο για τις χώρες να χρηματοδοτήσουν τους εαυτούς τους με πολύ χαμηλά επιτόκια. Στόχος είναι η Ελλάδα να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση παθογενειών, όπως τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια, η κακή κουλτούρα πληρωμών, το αναποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία κ.λπ.
Μαρία Δεµερτζή,
αναπληρώτρια διευθύντρια Ινστιτούτου Bruegel
Στο ερώτημα πόσο πιθανό είναι η Ελλάδα να φτάσει στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2020 η Μαρία Δεμερτζή, απαντά ότι αυτό είναι δυνατόν. Ηδη, όπως αναφέρει, για έναν από τους οργανισμούς πιστοληπτικής αξιολόγησης η Ελλάδα είναι μόνο ένα βήμα πίσω. Ωστόσο, διευκρινίζει πως πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα και θα πρέπει να υπάρχει πραγματική εμπιστοσύνη για την αναβάθμιση της ελληνικής οικονομίας. Αναφορικά με την εκλογολογία που καλλιεργείται, κυρίως, από την αξιωματική αντιπολίτευση και κατά πόσο αυτό μπορεί να επηρεάσει την κρίση των οίκων, αναφέρει ότι η πιθανότητα των εκλογών δεν βοηθά, ιδιαίτερα επειδή μιλάμε για μια κυβέρνηση που είναι στην εξουσία μόνο για λίγους μήνες. Οπως υπογραμμίζει, αν η αντιπολίτευση επιδιώξει μια τέτοια στρατηγική τώρα, θα θεωρηθεί επιπόλαια και θα χάσει οποιαδήποτε αξιοπιστία. Στους βασικούς παράγοντες για αναβάθμιση εντάσσονται, τα αποτελέσματα για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, η επίτευξη στόχων που έχουν τεθεί στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στη μείωση των πολιτικών διαφωνιών Ελλάδας – Τουρκίας.
Αθανάσιος Βαµβακίδης,
επικεφαλής επενδύσεων Bank of America
Ο Αθανάσιος Βαμβακίδης δηλώνει πως είναι προφανές ότι οι πρόσφατες αναβαθμίσεις αντανακλούν τις ουσιαστικές βελτιώσεις που έχουν σημειωθεί στην ελληνική οικονομία και τις καλύτερες προοπτικές, ιδίως στον δημοσιονομικό τομέα. Σταδιακά, όπως αναφέρει, αναμένουμε από όλους τους οίκους αξιολόγησης να προβούν σε παρόμοιες αξιολογήσεις και η Ελλάδα χρειάζεται τουλάχιστον έναν από αυτούς να δώσει αξιολόγηση για την επενδυτική βαθμίδα, για το πρόγραμμα QE της ΕΚΤ. Παρά την πρόοδο, όμως, εκτιμά πως αυτό ίσως πάρει χρόνο. «Νομίζω ότι είναι απίθανο για το 2020, αλλά το 2021 είναι δυνατό» επισημαίνει. Επίσης, όπως υπογραμμίζει, τα επιτόκια δεν θα παραμείνουν τόσο χαμηλά για πάντα. Αυτό που θα κάνει τη διαφορά είναι ο ρυθμός ανάπτυξης που θα πετύχει μακροπρόθεσμα η Ελλάδα. Εάν υλοποιήσει μεταρρυθμίσεις που αυξάνουν τη δυνητική ανάπτυξη στο 2%, τότε το χρέος θα πέσει σε βιώσιμα επίπεδα μακροπρόθεσμα. Επισημαίνει ότι οι μελλοντικές αναβαθμίσεις θα εξαρτηθούν από το αν η κυβέρνηση θα συνεχίσει να ανταποκρίνεται στους δημοσιονομικούς της στόχους.
Melanie Debono,
Europe Economist, Capital Economics
Αμφιβολίες σχετικά με την αναβάθμιση της Ελλάδας σε επενδυτική βαθμίδα μέχρι τα τέλη του 2020 εκφράζει η Melanie Debono της Capital Economics. Πρώτον, όπως τονίζει, αν και αναμένουμε ότι ο δείκτης χρέους της Ελλάδας αναμένεται να πέσει, θα παραμείνει υψηλός (από μόλις λίγο πάνω από 180% πέρυσι σε 170% μέχρι το 2021). Επιπλέον, επισημαίνει ότι η έκθεση Doing Business της Παγκόσμιας Τράπεζας έδειξε ότι η κατάταξη της Ελλάδας έπεσε το 2019 από 72η σε 79η. Οπως σημειώνει, η νέα κυβέρνηση έχει ξεκινήσει ορισμένες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και όσο ενεργεί με βάση τις προεκλογικές της υποσχέσεις θα είναι αρκετά κοντά για περαιτέρω αναβαθμίσεις της κατάταξης τα επόμενα χρόνια. Ακόμα, υπογραμμίζει ότι οι άμεσες προοπτικές για την Ελλάδα είναι θετικές. Οι εξαγωγές αναμένεται να συνεχίσουν να αυξάνονται, ενώ οι πρόσφατες φορολογικές περικοπές θα υποστηρίξουν την εγχώρια ζήτηση. Και η κυβέρνηση δεν θα έχει κανένα πρόβλημα να εξυπηρετεί το χρέος της τα επόμενα χρόνια, δεδομένου του εξαιρετικά καλού προφίλ εξυπηρέτησης του χρέους.
Wolfango Piccoli,
Co President Political and Policy Risk Advisory, Τeneo (The Global CEO Advisory Firm)
Ειλικρινά, αγωνίζομαι να κατανοήσω την εμμονή για την επίτευξη αξιολόγησης της επενδυτικής βαθμίδας, ειδικά σε ένα περιβάλλον όπου είναι εύκολο για τις χώρες να χρηματοδοτήσουν τους εαυτούς τους με πολύ χαμηλά επιτόκια, σχεδόν ανεξάρτητα από τις αξιολογήσεις τους.
Αυτό απαντά ο Wolfango Piccoli, Co President Political and Policy Risk Advisory της Τeneo, σχετικά με τις προβλέψεις που αφορούν τις επόμενες κινήσεις των οίκων αξιολόγησης. Οπως διευκρινίζει, η Ελλάδα πρέπει να επικεντρωθεί στην αντιμετώπιση θεμάτων όπως τα υψηλά μη εξυπηρετούμενα δάνεια και σε ορισμένες βασικές διαρθρωτικές προκλήσεις όπως η χαμηλή παραγωγικότητα, η κακή κουλτούρα πληρωμών, το αναποτελεσματικό σύστημα δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία, το χαμηλό επίπεδο συναλλάγματος και οι επενδύσεις. Επισημαίνει πως είναι περιττό να προσθέσουμε ότι η πολιτική σταθερότητα είναι αναγκαία για να διευκολυνθεί η πρόοδος σε οποιοδήποτε από αυτά τα μέτωπα. Και συμπληρώνει πως ο μεγαλύτερος όγκος των ξένων άμεσων επενδύσεων θα ήταν ο πιο σημαντικός δείκτης.
Michele Napolitano,
Head of Western Europe Sovereign Ratings FITCH
Είναι δύσκολο αλλά όχι ανέφικτο, δηλώνει στα «ΝΕΑ» ο Head of Western Europe Sovereign Ratings της Fitch, Michele Napolitano, το ενδεχόμενο η Ελλάδα να μπει στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2020.
Σύμφωνα με τον Napolitano, οι κύριοι παράγοντες που εξετάζονται είναι οι εξελίξεις στις επενδύσεις και οι μεταρρυθμίσεις για να καταστήσουν την Ελλάδα πιο ελκυστική. Αλλος παράγοντας είναι ο τραπεζικός τομέας. Ο Napolitano εστιάζει στην επιτάχυνση της μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στον τρόπο που θα λειτουργήσει στην πράξη το σχέδιο «Ηρακλής» – η μεταρρύθμιση του Πτωχευτικού και το εάν επιταχυνθεί η βελτίωση της ρευστότητας του τραπεζικού τομέα καθώς και αναβαθμίσεις στην αξιολόγηση των τραπεζών είναι παράγοντες που θα επηρέαζαν την κρατική πιστοληπτική ικανότητα.
Επίσης, είναι η διατήρηση της δημοσιονομικής σύνεσης, με παράλληλη επανεξισορρόπηση του μείγματος των δημοσιονομικών πολιτικών. «Εχουμε επισημάνει στο παρελθόν τις ανησυχίες μας σχετικά με τη βιωσιμότητα του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, διότι πιστεύαμε ότι η προσαρμογή εξαρτάται υπερβολικά από τα φορολογικά έσοδα. Τώρα η νέα κυβέρνηση στοχεύει σε μια στροφή και το χαιρετίζουμε. Δεν περιμένουμε πρόωρες εκλογές» επισημαίνει ο Napolitano της Fitch στα «ΝΕΑ». «Ακόμη και αν υπήρχε το σενάριο, αυτό δεν θα άλλαζε την εκτίμησή μας ότι το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα είναι πιο σταθερό από ό,τι στο παρελθόν και είναι λιγότερο πιθανό να οδηγήσει σε οξεία ανατροπή των οικονομικών και δημοσιονομικών πολιτικών» καταλήγει.