Mια σπάνια συνομιλία τις προάλλες με έναν δοκιμασμένο σε δύσκολες συνθήκες πολιτικό, που χρειάστηκε να λάβει αποφάσεις και να κάνει επιλογές σε τούτους τους ταραγμένους και αβέβαιους καιρούς, προσέφερε ερεθίσματα και έδωσε ευκαιρίες πραγματικής αναζήτησης. Γιατί απλούστατα διακρινόταν από ορθολογισμό και ειλικρίνεια. Και επειδή οι βασικές παραδοχές ήταν σαφείς, συγκεκριμένες και πραγματικές.
Ξεκίνησε κατ’ αρχάς με τη διαπίστωση ότι η χώρα δεν έχει εξέλθει από τη μακρόχρονη κρίση. Εχει βελτιώσει βεβαίως τη θέση της, είναι σε καλύτερη κατάσταση, αλλά ούτε βεβαιότητες υπάρχουν ούτε ευθύγραμμη προβλέπεται η πορεία της Ελλάδας στο μέλλον.
Αντιθέτως, τα ατυχήματα παραμονεύουν και οι περιπλοκές μπορούν να εμφανιστούν ανά πάσα στιγμή. Ηδη η κατάσταση διεθνώς είναι ρευστή, η περιοχή μας ανταριασμένη και εμείς εν πολλοίς δεσμευμένοι από πλήθος υποχρεώσεων και αναγκών, μη δυνάμενοι ακόμη να αντεπεξέλθουμε μόνοι.
Στην οικονομία είναι λάθος να δημιουργούμε την εντύπωση ότι όλα πάνε κατ’ ευχήν, ότι θα έλθουν οι επενδύσεις έτσι απλά επειδή τις θέλει η κυβέρνηση και ότι θα λυθούν όλα μας τα προβλήματα επειδή θα έχουμε ανάπτυξη. Αντιθέτως, οφείλουμε και τα δημόσια οικονομικά να ελέγχουμε ώστε να μην ξεφύγουν και το περιβάλλον το επενδυτικό, θεσμικά και χωρικά, να βελτιώσουμε, να μεταρρυθμίσουμε τη Δικαιοσύνη, να αλλάξουμε την Παιδεία, να οργανώσουμε το κράτος, να το κάνουμε όντως αξιοκρατικό και δυνάμενο να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις όσων θέλουν πραγματικά να δράσουν παραγωγικά και όχι απλώς να ασκήσουν τη μεταπρατική τους δεινότητα.
Και βεβαίως την πολιτική ζωή να καταστήσουμε πιο διαφανή και στέρεη, τα κόμματα εξουσίας να αποκτήσουν αξιόπιστους μηχανισμούς επεξεργασίας προβλημάτων και θεμάτων, να γίνουν ικανά να παρακολουθούν την κοινωνική δυναμική, τα ίδια να εκσυγχρονιστούν και οι ηγεσίες τους επίσης να απαλλαγούν από τις πολλές αγκυλώσεις και εξαρτήσεις, να αφοσιωθούν στο έργο της ανόρθωσης και ανασυγκρότησης της χώρας. Η εξωτερική μας πολιτική ταυτόχρονα να γίνει πιο προνοητική και ικανή να διαβάζει εγκαίρως τις διεθνείς τάσεις και να αποκτήσει ικανότητα ερμηνείας των συμμαχιών και των κινήσεων στη γεωπολιτική σκακιέρα.
Ολοι εμείς επιπλέον, κατέληξε ο συνομιλητής μας, να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η χώρα για τα επόμενα προβλεπτά χρόνια θα πορευτεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Αλέξη Τσίπρα. Αυτούς έχουμε και με αυτούς θα πάμε. Ο δεύτερος απέκτησε κρίσιμη μάζα εμπειριών τα προηγούμενα χρόνια, έφαγε τα μούτρα του στην πρώτη φάση, αλλά στη συνέχεια πειθάρχησε σε ένα σχήμα πολιτικής και τέλος πάντων κουτσά-στραβά κατάφερε να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά και να επιλύσει ένα χρονίζον εθνικό θέμα. Τώρα οφείλει να προετοιμαστεί κατάλληλα για τη νέα διεκδίκησή του, να ανανεώσει το κόμμα και την επιτελική ομάδα του, να διευρύνει τους ορίζοντές του και τον διεθνή κύκλο επαφών του, και μαζί να παρακολουθήσει τα συγγενή πολιτικά ρεύματα, κοινώς να αυτοβελτιωθεί.
Ο πρώτος ήλθε προετοιμασμένος όντως καλύτερα, έδειξε πως διαθέτει εσωτερικές δυνάμεις και ικανότητες που απαιτούνται για την άσκηση των καθηκόντων του, αλλά τώρα δοκιμάζεται και τώρα αρχίζει να κρίνεται.
Οφείλει να γίνει πιο αποφασιστικός, να καταπιαστεί με τα πραγματικά μεγάλα και δύσκολα, να επιβεβαιώσει ότι όντως επιδιώκει τη μεταρρύθμιση και βεβαίως να ξεπεράσει το κόμμα του τις πελατειακές λογικές και αγκυλώσεις, να ξεφύγει από τον όποιο ελιτισμό κληρονόμησε, να ξαναδεί τις κοινωνικές ανάγκες και μαζί να αγαπήσει πραγματικά τον ελληνικό λαό, που του εμπιστεύτηκε τις τύχες του.
Αυτούς έχουμε, με αυτούς θα πορευτούμε, να τους βοηθήσουμε να γίνουν καλύτεροι και αποδοτικότεροι για τη χώρα και τον λαό μας, επέμεινε πριν μας αποχαιρετήσει…