Το Τάβλι», το διάσημο έργο του Δημήτρη Κεχαΐδη, σε σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη, μετά την περιοδεία του με την Πειραματική Σκηνή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Αγρινίου στα καφενεία της περιοχής και τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε στην Αθήνα, επιστρέφει για έναν τελευταίο κύκλο επτά παραστάσεων σε νέο στέκι, στο ιστορικό καφενείο των Εξαρχείων «Η Μουριά» κάθε Δευτέρα έως τις 24 Φεβρουαρίου. Πρωταγωνιστούν οι Ντίνος Ποντικόπουλος και Θοδωρής Σκυφτούλης.

Ο Φώντας και ο Κόλιας ξετυλίγουν την ιστορία τους σ’ ένα τραπέζι καφενείου. Ο δαιμόνιος στα επιχειρηματικά σχέδια Φώντας προσπαθεί να πείσει τον λαχειοπώλη Κόλια να βάλουν μπροστά ένα πλάνο, να πιάσουν επιτέλους την καλή. Καταστρώνουν τα σχέδιά τους, αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, μα εύκολα ολισθαίνουν στην ψευδαίσθηση και την ονειροπόληση. Πατούν στο ανθρώπινο, μα εύκολα εκτρέπονται στο τερατώδες.

Με κύριο όχημα την κωμωδία, με ύφος σε σημεία μπουφόνικο, το «Τάβλι» είναι ένα έργο γεμάτο χιούμορ και πίκρα για την ελληνική κοινωνία, την ιστορία της, τις παθογένειες και τις αγκυλώσεις της, την προσπάθεια του Νεοέλληνα να μείνει μέσα στο παιχνίδι. Ανάμεσα σε καφέ, τσίπουρο, χαρτιά και τάβλι, οι ήρωες ψευτοκουβεντιάζουν, παθιάζονται, αστειεύονται, καταστρώνουν μια μεγάλη δουλειά, πιάνονται στα χέρια, ονειρεύονται πάνω από μία παρτίδα τάβλι.

Η Δανάη Σπηλιώτη μιλάει στα «Νέα» για την παράσταση, τον νεοέλληνα και τα καφενεία.

  

Πώς προέκυψε η ιδέα για την παράσταση;

Πριν περίπου δύο χρόνια ο ηθοποιός της παράστασης Θοδωρής Σκυφτούλης προσέγγισε τον κ. Νίκο Καραγεώργο, διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Αγρινίου και του πρότεινε να κάνουμε το τάβλι σε καφενεία της πόλης. Ο κ. Καραγεώργος δέχτηκε με θέρμη την πρόταση.

Η παράσταση λοιπόν ξεκίνησε από το Αγρίνιο. Γεωγραφικά μα και συναισθηματικά. Ο Θοδωρής έχει καταγωγή από το Αγρίνιο και έχει ζήσει την πόλη και τα καφενεία της. Εγώ έχω ζήσει και εργαστεί μία χρονιά στο Αγρίνιο. Θεωρώ ότι η επαρχία έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Εκεί καταλαβαίνει κανείς καλύτερα, απ’ ότι στην γρήγορη πρωτεύουσα, την ιστορία της χώρας. Ιδιαίτερη θέση στην πόλη του Αγρινίου έχουν τα καφενεία. Είναι πολύ χαρακτηριστικό στοιχείο της ιστορίας και της σύγχρονης κουλτούρας της πόλης. Εκεί εμφανίζονται τα όμορφα και γοητευτικά της στοιχεία αλλά και οι παθογένειες, οι αγκυλώσεις, τα κόμπλεξ. Θέλαμε λοιπόν να κάνουμε κάτι μέσα σε αυτούς τους χώρους. Μέσα στην καθημερινότητα. Ανάμεσα σε όνειρα και ματαιώσεις, αλκοόλ, θυμούς, τραγούδια, ανοιχτοί σε σουρεαλιστικές καταστάσεις, σε αναπάντεχους ανθρώπους, στον διαλυμένο λόγο. Είναι ο χώρος που μπορείς ακόμα να δεις τη ζωή ατόφια, απρόβλεπτη, αφτιασίδωτη, βρώμικη, αληθινή. Το τάβλι έμοιαζε να είναι το ιδανικό κείμενο. Λόγω ιδιοσυγκρασίας των χαρακτήρων του και λόγω του βασικού θέματός του.

Δεδομένου ότι το τάβλι είναι ένα έργο που μιλάει για την νεοελληνική πραγματικότητα, πόσο επίκαιρο είναι;

Το έργο είναι γραμμένο το 1972 και λογικά κουβαλάει την εποχή του. Υπάρχουν στοιχεία στο κείμενο δεμένα με την εποχή που γράφτηκε, κυρίως στοιχεία στον λόγο και την έκφραση καθώς και γεγονότα της εποχής, όπως η αναφορά σε μια επιδότηση για εκτροφή γουρουνιών που είχε δοθεί κάποια στιγμή και αναφέρεται στο έργο, η καμαριέρα, η Μπιάφρα και φυσικά ο χώρος δράσης του έργου, μια παλιά αθηναϊκή αυλή στο Θησείο. Οι χαρακτήρες όμως, οι ανθρωπολογικοί τύποι, είναι απόλυτα αναγνωρίσιμοι σήμερα. Οι συμπεριφορές τους είναι οικείες μας συμπεριφορές, έχουμε δει τέτοιους ανθρώπους από πολύ κοντά. Αναγνωρίζουμε την σωματική τους συμπεριφορά, τον ήχο της φωνής, την βαθύτερη εσωτερική συμπεριφορά, το gestus. Ήταν οι πατεράδες μας, θείοι, γείτονες και οι συμπεριφορές τους έχουν επηρεάσει και εμάς. Άνθρωποι λαϊκοί που ψάχνουν τρόπο να βγουν από τον οικονομικό, κοινωνικό βάλτο, να βρουν ένα κόλπο, μια μεγάλη ιδέα που θα τους εκτοξεύσει γρήγορα έξω και πάνω από την καθημερινή τους φυλακή. Είναι η σχέση του Έλληνα με την κομπίνα που όσο απαράδεκτη κι αν φαίνεται πατάει σε μια πραγματική και καυτή ανάγκη. Να γίνουν κάποιοι. Να μην πεθάνουν πάνω από μια παρτίδα τάβλι, να μην πάνε τζάμπα. Πατάει στην ανάγκη όλων μας να κάνουμε κάτι σπουδαίο, κάποιος να μας θυμάται, να μας παραδεχτεί, στην ανάγκη για ανάταση. Μια ανάγκη ευγενής, που όμως μπλέκεται με στρεβλώσεις και κόμπλεξ και παίρνει υπόσταση τόσο ποταπά. Και εκεί πατάει το τραγικοκωμικό στοιχείο του έργου. Οι ήρωες αναζητούν να βγάλουν γρήγορα και εύκολα πολλά λεφτά, χωρίς ηθικούς φραγμούς. Είναι οικείοι και απαράδεκτοι, γελοίοι και θλιβεροί, είναι ανθρώπινοι. Μια ακραία κωμωδία πικρή. Μπορεί το 1972 να μοιάζει μακρινό, να έχουν γίνει μεγάλες αλλαγές από τότε στην ζωή μας, μα ο άνθρωπος δεν αλλάζει τόσο γρήγορα. Θέλει πολύ χρόνο για να αλλάξει η συμπεριφορά. Πολύ περισσότερο απ’ όσο νομίζουμε.

Η παρουσίαση ενός τέτοιου έργου σε καφενεία, τι ιδιαιτερότητες έχει;

Η παράσταση στα καφενεία έχει πολύ ενδιαφέρον από πολλές πλευρές. Το καφενείο είναι ένας χώρος μη θεατρικός. Μη θεατρικός με την έννοια του οργανωμένου από θεσμούς θεάτρου. Της σύγχρονης ρυθμιζόμενης τέχνης ενταγμένης σε ένα σύστημα διάθεσης και παραγωγής σε συγκεκριμένο κοινό, εκ των προτέρων ορισμένο. Το καφενείο δίνει το έδαφος για ένα καλλιτεχνικό πείραμα, καθώς είναι ένας χώρος λαϊκός. Εκεί μπορεί να συμβεί το οτιδήποτε. Το στοιχείο του αυτοσχεδιασμού είναι μονίμως παρόν. Οι θεατές βρίσκονται σε φυσική λειτουργία και έτσι είναι σε ετοιμότητα για πιο αυθεντικές αντιδράσεις. Είναι θεατές ενεργοί. Επίσης η παράσταση πρέπει να κερδίσει με την αξία της. δεν μπορεί να παραμυθιάσει τον θεατή με εφέ και την αίγλη μιας θεατρικής αίθουσας. Η παράσταση πρέπει να συμβεί πραγματικά. Να πέσει ιδρώτας, να φουντώσει. Να γίνει επικίνδυνη. Αλλιώς θα καταρρεύσει γιατί δεν έχει από πού αλλού να πιαστεί. Τίποτα άλλο από τον ίδιο της τον εαυτό.

Επίσης ένα θέμα που εμένα με ενδιαφέρει είναι το πώς κάνει κανείς σήμερα λαϊκό θέατρο, χωρίς να θεωρεί τον θεατή χαμερπή, βλάκα και να του σερβίρει αστεία και αισθητικές εύκολες, και χιλιομασημένες κυρίως από την τηλεόραση ή να τον γαργαλάει χαμηλά για να γελάσει. Όσο σπούδαζα είχε πέσει στα χέρια μου ένα κείμενο μια ελληνικής επιθεώρησης των αρχών του αιώνα. Είχε πέσει το σαγόνι μου από το πόσο ωραίο ήταν το κείμενο και με τι αίσθημα ευθύνης είχε αντιμετωπίσει ο συγγραφέας μια επιθεώρηση. Αν δει κανείς σύγχρονες επιθεωρήσεις αντιλαμβάνεται ποια είναι η γνώμη μας για τον πολίτη. Είναι θλιβερό. Μιλάω για την επιθεώρηση γιατί είναι κατεξοχήν λαϊκό θέαμα. Όταν φτιάχναμε την παράσταση αναρωτηθήκαμε αν η αισθητική και οι κώδικές της παράστασης θα λειτουργήσουν σε κοινό λαϊκό. Σε ανθρώπους που μπορεί να μην έχουν ξαναδεί θέατρο. Το κοινό τελικά συνδέθηκε με αυτό που συνέβαινε στη σκηνή και αυτό τα ξεπέρναγε όλα.

Η περιήγησή σας με το “Τάβλι” στα καφενεία, τι σας έμαθε κι άφησε;

Με έμαθε κάτι που υποψιαζόμουν. Ότι ο θεατής είναι ο οποιοσδόποτε και παντού και ότι το μόνο που μπορώ να κάνω από την πλευρά του καλλιτέχνη είναι να κάνω την δουλειά μου όσο πιο ειλικρινά γίνεται. Αν γίνω εγώ πραγματικά ειλικρινής από σκηνής όποιος είναι έτοιμος θα απαντήσει ειλικρινά. Θα του αρέσει ή όχι, μα θα είναι ειλικρινής. Και αυτό είναι πολύ καλύτερο από την φτασιδωμένη ευγενική αντίδραση του κοινού και την προσεκτική όμορφη σωστή παρουσίαση του καλλιτεχνήματος στη σκηνή. Χρειαζόμαστε ειλικρίνεια. Σε όλα τα πεδία. Το να σέβομαι τον θεατή σημαίνει ότι σέβομαι τον εαυτό μου και ότι πιστεύω στους ανθρώπους. Έμαθα ότι η αγριότητα, η βρωμιά, η παρέκκλιση είναι σπουδαίο υλικό για το θέατρο γιατί είναι τόσο ανθρώπινο. Στο ταξίδι μας αυτό με εξέπληξαν οι άνθρωποι. Μου ήρθε από εκεί που δεν το περίμενα. Σοφίες από σακάτηδες, απωθημένα από καλοβαλμένες κυρίες, νοικοκυρές που ονειρεύονταν σκληροί άνδρες που μαλάκωναν, γκόμενες που μάγκευαν. Καφετζήδες που άκουγαν τζαζ, αγενείς θαμώνες που γέλαγαν σαν παιδιά. Με έμαθε ότι αν τολμήσεις να δεις τη ζωή η ζωή είναι ένα κουβάρι ομορφιάς και βρωμιάς, και αυτό είναι τόσο γοητευτικά υπέροχο. Είναι ποιητικό!

Εσείς αν μπορούσατε με ποιον θα παίζατε μια παρτίδα σκάκι;

Η αλήθεια είναι ότι ενώ είμαι σε αρκετά εγκεφαλικός άνθρωπος, στα παιχνίδια δεν είμαι. Δεν αντέχω τα παιχνίδια που δεν χρησιμοποιούν το σώμα. Προτιμώ τα παιχνίδια στα οποία πρέπει να τρέξεις να σκαρφαλώσεις ή τα παιχνίδια με μπάλες. Παρόλα αυτά θα έπαιζα μια παρτίδα με τον Μπόρχες, τον πρώτο συγγραφέα που αγάπησα, δίπλα σε κάποιο θολωμένο τζάμι, ή με κανάν άγνωστο παππού ένα καλοκαιρινό μεσημέρι με τζιτζίκια.

Πάνω από μια παρτίδα τάβλι, τα σχέδια που γίνονται πόσο απέχουν τελικά από το παιχνίδι;

Ίσως αυτό να είναι το παιχνίδι. Το γύρω γύρω σκηνικό. Οι κουβέντες του αέρα. Ο χρόνος που περνάει αλλιώς. Ο θόρυβος των άλλων στον χώρο. Ένα γέλιο ένα μουρμουρητό. Ο τσακωμός, ο θρίαμβος, η εκτόνωση σε ένα πεδίο φανταστικό, στο τάβλι. Αφορμές για εκτόνωση του θυμικού μέσα στο ορθογώνιο του παιχνιδιού. Και μαζί με τις ζαριές και τα όνειρα, τα πειράγματα, η καζούρα, η απιστία, η ζαβολιά, η φιλία, όλα στο παιχνίδι είναι.

Ο Φώντας και ο Κόλιας στα καφενεία θα άλλαζαν τα σχέδιά τους ή θα έμεναν σ’ αυτήν την ονειροπόληση;

Ο Φώντας και ο Κόλιας δεν αλλάζουν. Οι δυο τους είναι ένα «σύστημα». Γι αυτό και λειτουργούν ως «δίδυμο». Τα ίδια θα λέγανε και στο καφενείο και οπουδήποτε συχνάζουν. Γιατί ο Φώντας και ο Κόλιας κυκλοφορούν ανάμεσά σας. Στο καφενείο, στη στάση λεωφορείου, στη λαϊκή, οδηγούν ταξί, στην ουρά στο ΑΤΜ, στο προποτζίδικο, πάνε μέχρι το περίπτερο, πίνουν εσπρέσο, είναι στη βουλή, είναι πατεράδες και σύζυγοι. Κάθε μέρα στήνουν το σχέδιο, το ζυγίζουν, παθιάζονται, γελούν, μαλώνουν και κλαίνε και την επόμενη πάλι από την αρχή. Το ίδιο σχέδιο, ή κάποιο καλύτερο, όλο αέρας. Όλο φαντασία, ψευδαίσθηση, μια εσκεμμένη συνειδητή αυταπάτη.