Μικρή βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου θα δουν τα επόμενα χρόνια οι συνταξιούχοι και τα μέλη των νοικοκυριών τους. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει μελέτη του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών που συνοδεύει το ασφαλιστικό νομοσχέδιο το οποίο κατατίθεται τη Δευτέρα στη Βουλή.
Οπως τεκμηριώνεται στη μελέτη, το βιοτικό επίπεδο των ασφαλισμένων είναι ελαφρά υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου, ενώ τα ποσοστά των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους που βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς βιοτικού επιπέδου είναι αρκετά χαμηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Επιπροσθέτως, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο πληθυσμό, ακόμα και όταν οι συνταξιούχοι βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης, συνήθως δεν απέχουν πολύ από αυτό. Συγκριτικά με τα περισσότερα από τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ, η σχετική θέση των ελλήνων συνταξιούχων σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο δείχνει να είναι περισσότερο ευνοϊκή.
Η μελέτη βασίζεται σε συγκριτική ανάλυση μεταξύ τριών διαφορετικών ετών: (α) του 2016 πριν από την εφαρμογή του Ν. 4387/2016, (β) του 2019, το οποίο συμπεριλαμβάνει την εφαρμογή του Ν. 4387/2016, τον επανυπολογισμό των συντάξεων και την απόδοση της θετικής προσωπικής διαφοράς το 2019, καθώς και ότι άλλες αλλαγές έχουν προκύψει σε άμεση φορολογία, ασφαλιστικές εισφορές και επιδόματα μεταξύ 2016-2019, και τέλος (γ) του 2020 όπως θα διαμορφωθεί μετά τη νέα πρόταση για αναμόρφωση του ασφαλιστικού συστήματος από το υπουργείο Εργασίας. Η επάρκεια των συντάξεων αναφέρεται στον βαθμό στον οποίο τα εθνικά συνταξιοδοτικά συστήματα στην ΕΕ προστατεύουν από τη φτώχεια τους ηλικιωμένους και εξασφαλίζουν τη διατήρηση του εισοδήματος για αυξημένες πλέον περιόδους συνταξιοδότησης, λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής.
Χαμηλές πιθανότητες
Σε όλες ανεξαιρέτως τις περιπτώσεις και ασχέτως της χρονιάς ή του ορίου που επιλέγεται, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι ομάδες των συνταξιούχων και των μελών νοικοκυριών με συνταξιούχους έχουν (πολύ) χαμηλότερες πιθανότητες να βρεθούν κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης. Για παράδειγμα, το 2020, το 0,64% (0,87%) των συνταξιούχων (μελών νοικοκυριών με συνταξιούχο) βρισκόταν κάτω από το επίπεδο του (εξαιρετικά χαμηλού) ορίου του Κοινωνικού Εισοδήματος Αλληλεγγύης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για μη συνταξιούχους (μέλη νοικοκυριών χωρίς συνταξιούχους) ήταν 2,62% (3,03%).
Τα εισοδήματα των ομάδων ενδιαφέροντος μειώνονται λόγω της περικοπής της λεγόμενης «13ης σύνταξης» και, σε μικρότερο βαθμό, από την πλήρη κατάργηση του ΕΚΑΣ, αλλά αυξάνονται λόγω επανυπολογισμού των συντάξεων (ιδίως για τους «νέους» συνταξιούχους και τα υψηλότερα κλιμάκια των «παλαιών» συνταξιούχων), αλλά και της άρσης της περικοπής των επικουρικών συντάξεων και της μείωσης των συντελεστών φορολογίας εισοδήματος και περιουσίας.
Σύμφωνα με τη μελέτη, ως προς τον ασφαλιστικό φορέα του συνταξιούχου, από τα τέσσερα μεγάλα (πρώην) ταμεία (ΙΚΑ, Δημόσιο, ΟΓΑ και ΟΑΕΕ), μόνο η ομάδα των συνταξιούχων του ΟΓΑ έχει εισόδημα χαμηλότερο του εθνικού μέσου όρου. Επισημαίνεται βέβαια ότι αυτή η ομάδα συνταξιούχων είναι πολύ πιθανό να έχει σχετικά υψηλά τεκμαρτά εισοδήματα (κατανάλωση ιδίας παραγωγής και τεκμαρτά ενοίκια). Παρ’ όλα αυτά τόσο στο 2016 όσο και στο 2019 το ποσοστό των συνταξιούχων του ΟΓΑ έχει μικρότερη πιθανότητα από τον εθνικό μέσο όρο να βρεθεί κάτω από το όριο επαρκούς διαβίωσης.
Στο μεταξύ στην ενίσχυση των επαγγελματικών ταμείων αναφέρθηκε ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης κατά την ομιλία του στο 1o Συνέδριο Επαγγελματικής Ασφάλισης, σημειώνοντας ότι κρίνεται ασφαλέστερο να υπάρχουν μεικτά συνταξιοδοτικά συστήματα που να συνδυάζουν κρατική και ιδιωτική συνταξιοδότηση. Σύμφωνα με τον υπουργό, θα προχωρήσει σε παρεμβάσεις, με τις οποίες θα ενισχύσει τον δεύτερο πυλώνα ασφάλισης (επαγγελματικά ταμεία).