Χωριό χτισμένο σε κομβικό σημείο, πάνω στην εθνική οδό που συνδέει την πόλη των Ιωαννίνων με την Κόνιτσα, το Καλπάκι έμεινε στην ιστορία ως θέατρο σφοδρών συγκρούσεων στις αρχές Νοεμβρίου του έτους 1940, κατά την πρώτη φάση του Ελληνοϊταλικού Πολέμου.
Οι άνδρες της VIIIης Μεραρχίας Πεζικού, πολεμώντας με απαράμιλλο σθένος και αυτοθυσία υπό τη διοίκηση του υποστρατήγου Χαράλαμπου Κατσιμήτρου (Κλειτσός Ευρυτανίας 1886 – Αθήνα 1962), κατάφεραν να πραγματοποιήσουν έναν άθλο: να υπερασπιστούν επιτυχώς τη γραμμή άμυνας Ελαίας – Καλαμά και να καθηλώσουν στο Καλπάκι τις σαφώς ισχυρότερες (προπάντων στα άρματα μάχης και στην αεροπορική υποστήριξη) ιταλικές δυνάμεις, που επιχειρούσαν να διεισδύσουν στα ηπειρωτικά εδάφη.
Σε λόφο πάνω από το Καλπάκι δεσπόζει ο επιβλητικός μπρούντζινος ανδριάντας του Μαχητή του ’40, μνημείο των πεσόντων στη Μάχη του Καλπακίου, που φιλοτεχνήθηκε από τον καθηγητή του Πολυτεχνείου και γλύπτη Λάζαρο Λαμέρα και ανεγέρθηκε το 1966 με δαπάνες αξιωματικών και οπλιτών των ενόπλων δυνάμεων.
Πόλo έλξης αποτελεί και η σπηλιά του Κατσιμήτρου, όπου στεγάστηκε το τακτικό στρατηγείο του διοικητή της VIII Μεραρχίας κατά τη διάρκεια της Μάχης του Καλπακίου.
Το Μουσείο Πολέμου 1940-41
Το Μουσείο Πολέμου 1940-41, που εγκαινιάστηκε το 1975, βρίσκεται στην είσοδο του Καλπακίου.
Πηγή: Δήμος Πωγωνίου
Στον προαύλιο χώρο του Μουσείου, όπου εκτίθενται βαρέα όπλα Πυροβολικού που χρησιμοποιήθηκαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο, βρίσκεται ο ανδριάντας τού εβραϊκής καταγωγής συνταγματάρχη Μαρδοχαίου Φριζή.
Πηγή: ΓΕΣ (army.gr)
Στο εσωτερικό του Μουσείου, το ενδιαφέρον των επισκεπτών προσελκύουν, μεταξύ άλλων ενθυμημάτων του Ελληνοϊταλικού Πολέμου των ετών 1940-1941, τα ελληνικά και ιταλικά πολυβόλα και τυφέκια, ο κινητήρας του αεροσκάφους του υποσμηναγού Ιωάννη Σακελλαρίου, ο οποίος σκοτώθηκε ύστερα από άνιση αερομαχία με ιταλικά αεροσκάφη, οι στολές ελλήνων αξιωματικών και οπλιτών, τα ελληνικά και ιταλικά μετάλλια, καθώς και ο χάρτης με τις θέσεις των αντιπάλων και την εξέλιξη των εχθροπραξιών.
Πηγή: ΓΕΣ (army.gr)
Πηγή: ΓΕΣ (army.gr)
Πηγή: ΓΕΣ (army.gr)
Πηγή: ΓΕΣ (army.gr)
Πηγή: ΓΕΣ (army.gr)
Απέναντι από το Μουσείο Πολέμου Καλπακίου βρίσκονται οι προτομές του Ιωάννη Μεταξά, του βασιλιά Γεωργίου Β’ και του αρχιστρατήγου Παπάγου.
Πηγή: Δήμος Πωγωνίου
Δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι…
Στις 27 Οκτωβρίου, το σούρουπο πάνω απ’ την ηπειρώτικη γη ήταν συννεφιασμένο… Με την έλευση του σκότους, μπουμπουνητά κι αστραπές προανήγγειλαν τη βροχή. Κι όταν άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού η νοτισμένη γη έγινε μέσα σε λίγα λεπτά λάσπη… Λάσπη, ο μεγάλος εχθρός του στρατιώτη. Από το μεθοριακό φυλάκιο της Κακαβιάς, στα δυτικά, μέχρι τη Μέρτζανη, στ’ ανατολικά, σ’ όλη την έκταση των αλβανικών συνόρων, και πιο πέρα στα παγωμένα υψώματα της Πίνδου, Έλληνες φαντάροι στεκόντουσαν άγρυπνοι και τσιτωμένοι. Το μυαλό τους ήταν καθαρό αλλά τα δάκτυλα στη σκανδάλη κοκαλιασμένα. Οι άνδρες αυτοί ήταν ψύχραιμοι ντόπιοι, σχεδόν κατά τα τέσσερα πέμπτα Ηπειρώτες, θ’ αγωνιζόντουσαν κυριολεκτικά υπέρ βωμών και εστιών… Από μέρες, κάθε νύχτα, τα χέρια σφίγγαν τ’ όπλο νευρικά, θα χτυπήσουν σήμερα, θα χτυπήσουν αύριο; Τους περιμένανε, τους Ιταλούς. Κι όσο περνούσε ο καιρός, η αγωνία έδινε τόπο στην προσμονή… Ας βαρέσουν επιτέλους οι παλικαράδες. Να τους δούμε τι πράγμα είναι. Έχουμε κι εμείς όπλα…
Στις 27 Οκτωβρίου, λίγο πριν πέσει το σκοτάδι, από τα φυλάκια, τα μεθοριακά, μέχρι τις διοικήσεις των Ταγμάτων Προκαλύψεως, οι τηλεφωνικές γραμμές άναψαν… Βραχνές φωνές με βαριά ηπειρώτικη προφορά, ανακατεμένες με πλήθος παράσιτα ακούγονταν από τη μια άκρη: «Έλα, έλα Δελβινάκι… Μ’ ακούς;» Κι από την άλλη άκρη: «Δε σ’ ακούω μωρέ, χαλάει ο κόσμος εδώ…» «Έλα Δελβινάκι… Από Δρυμάδες-Μακρύκαμπος… Μ’ ακούς; Κάτι σκαρώνουν οι ρουφιάνοι απέναντι… Μ’ ακούς;» «Έγινε… Σ’ έπιασα… Το μεταδίδω…»
Στο διοικητήριο της VIII Μεραρχίας, στα Γιάννενα, ο στρατηγός Κατσιμήτρος δέχεται τα μηνύματα. Κοντά του έχει τον επιτελάρχη του αντισυνταγματάρχη Δρίβα και τον διευθυντή του III Γραφείου Πετρουτσόπουλο. Διαβάζει τις πρόχειρες αναφορές που καταφθάνουν, αλλά μοιάζει κάτι ακόμα να περιμένει… θέλει την προσωπική αναφορά ενός ανθρώπου, στον οποίο έχει απόλυτη εμπιστοσύνη. Του συνταγματάρχη Μαυρογιάννη, αρχηγού πυροβολικού της μεραρχίας. Του ανθρώπου που μαζί του ανέσκαψε κι ετοίμασε τον προμαχώνα της Ηπείρου. Ο Μαυρογιάννης λείπει όλη μέρα. Έχει οργώσει σχεδόν ολόκληρη την παραμεθόριο, για να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι την ετοιμότητα του στρατού και τις κινήσεις του εχθρού. Έχει νυκτώσει για καλά, όταν ο Μαυρογιάννης γυρίζει με τα τελευταία μαντάτα. Η εισβολή είναι θέμα ωρών! Τα τηλέφωνα ανάβουν τώρα από Γιάννενα προς Αθήνα… Στην άλλη άκρη, στο Γενικό Επιτελείο απαντάει ο αντισυνταγματάρχης Κορόζης, το αυτί και το μάτι του Παπάγου. Ο Κατσιμήτρος του αναφέρει, ότι το πρωί της 28 Οκτωβρίου, ίσως και στη διάρκεια της νύκτας οι Ιταλοί θα επιτεθούν! Και σε μια έξαρση συγκινητική όσο και χαρακτηριστική του ύφους των παλιών αξιωματικών προσθέτει: «…Μπορεί να μην έχω το ανάστημα του στρατάρχου Πεταίν, όστις κατά το 1916 αμυνόμενος σθεναρώς του Βερντέν, είπε ότι δεν θα περάσουν οι Γερμανοί -όπως και δεν επέρασαν-, αλλά δύναμαι να βεβαιώσω εν πλήρει πεποιθήσει ότι δεν θα περάσουν οι Ιταλοί από το Καλπάκι…»
Το τηλέφωνο προς την Αθήνα κλείνει. Κι αρχίζει άλλος καταιγισμός διαταγών από Μεραρχία προς Προκάλυψη. Συναγερμός… Προσοχή στα απομονωμένα φυλάκια… Επίκειται επίθεση… Κι απ’ όλα τα σημεία της μεθορίου έρχεται η απάντηση των προμάχων. Αδύνατη, βραχνή, ανακατεμένη με παράσιτα: «Ελήφθη, ναι μωρέ, ελήφθη…»
Είναι μεσάνυχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου… Ο Κατσιμήτρος στέλνει τους αξιωματικούς του να ξεκουραστούν, όσοι δεν έχουν επιφυλακή. Αλλά το τηλέφωνο ξαναχτυπάει: «Από Χάνι-Δελβινάκι. Επί της οδού Αργυροκάστρου-Κακαβιάς ακούγεται συνεχής κρότος κυλινδρουμένων βαρέων οχημάτων…» Άλλη μια φορά ο Κατσιμήτρος εξαπολύει τις τελευταίες οδηγίες του προς την Προκάλυψη. Κι έπειτα εξουθενωμένος ανεβαίνει στον πάνω όροφο του διοικητηρίου, όπου βρίσκεται η κατοικία του… Τακτοποιεί το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι του και βυθίζεται στον ύπνο του ανθρώπου που έχει τη συνείδηση του ήσυχη. Έχουν προειδοποιηθεί όλοι. Από τον Παπάγο μέχρι τον τελευταίο φαντάρο που χουχουλιάζει κάτω από τη βροχή μέσα στο σκέπαστρο του, φτιαγμένο «δια φυσικής ξυλείας και γαιοσάκκων…»
Ο Κατσιμήτρος δεν θα μπορέσει να κοιμηθεί πολύ… Στις 4 παρά τέταρτο το πρωί το τηλέφωνο δίπλα του χτυπάει. Χτυπάει, χτυπάει ακατάπαυστα, διότι απλούστατα ο άνθρωπος που έδωσε και την τελευταία ικμάδα του για να ετοιμάσει την άμυνα της Ηπείρου κοιμάται βαθιά, σαν μικρό παιδί… Δεν ακούει τα κουδουνίσματα. Τρέχει και το σηκώνει η μικρή του κόρη: «Μπαμπά, σε θέλουν από την Αθήνα..». Στο τηλέφωνο ακούγεται η φωνή του Κορόζη: «Πόλεμος… Ο Πρόεδρος της Κυβερνήσεως απέρριψε ιταλικόν τελεσίγραφον… Ο κ. Αρχηγός ανέλαβεν Αρχιστράτηγος…»
*Απόσπασμα από το βιβλίο του Αλέξανδρου Λ. Ζαούση «Οι δύο όχθες 1939-1945» (Παπαζήσης, 1987)