Εκπροσωπούν δύο διαφορετικούς κόσμους. Το μόνο κοινό στοιχείο που έχουν είναι η ηλικία τους καθώς είναι και οι δύο 78 ετών. Όμως, παλεύουν για το χρίσμα του ίδιου κόμματος.
Από τη μια ο Μπέρνι Σάντερς, γερουσιαστής του Βερμόντ, κατά δήλωσή του σοσιαλιστής, με μακρά ιστορία πολιτικής δράσης, ξεκινώντας από το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα στη δεκαετία του 1960, και με τη δυνατότητα να έχει τεράστιους πόρους από απλούς οπαδούς χωρίς να λαμβάνει καμία χρηματοδότηση από επιχειρήσεις.
Από την άλλη, ο Μάικ Μπλούμπεργκ, δισεκατομμυριούχος του Τύπου, ρεπουμπλικάνος για μεγάλο διάστημα, με θητεία ως δήμαρχος της Νέας Υόρκης και με όπλο μια τεράστια προσωπική περιουσία που του επιτρέπει να αγοράζει πολύ μεγάλο διαφημιστικό χρόνο.
Η μάχη ανάμεσα σε έναν δισεκατομμυριούχο και τον υποψήφιο που κατεξοχήν δηλώνει ότι αγωνίζεται ενάντια στους δισεκατομμυριούχους είναι πιθανό κρίνει το ποιος θα είναι ο υποψήφιος πρόεδρος από τη μεριά του Δημοκρατικού Κόμματος. Το πρώτο κρας τεστ έγινε χθες στο ντιμπέιτ όλων των Δημοκρατικών υποψηφίων, αλλά αναμένονται νέες μάχες.
Η δημοσκοπική άνοδος του Μπλούμπεργκ
Στις δημοσκοπήσεις για το χρίσμα των Δημοκρατικών ο Σάντερς είναι πρώτος, αποκτώντας για πρώτη φορά τόσο καθαρό προβάδισμα έναντι των αντιπάλων του. Στη δεύτερη θέση είναι εάν λάβουμε υπόψη μας το μέσο όρο ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, όμως είναι σε υποχώρηση και στην τρίτη (σε κάποια γκάλοπ στη δεύτερη) ο Μπλούμπεργκ.
Ο Μπάιντεν δείχνει να μην μπορεί να χτυπήσει τον Σάντερς, παρά τη μεγάλη αναγνωρισιμότητα και τη στήριξη που έχει από παραδοσιακά τμήματα των Δημοκρατικών όπως π.χ. μεγάλα συνδικάτα.
Από την άλλη, ο Μπλούμπεργκ που έχει επιλέξει να μη συμμετάσχει στις πρώτες προκριματικές εκλογές, και θα κατέβει στις προκριματικές εκλογές για πρώτη φορά στην Super Tuesday στις 3 Μαρτίου όταν θα γίνουν εκλογές σε 14 Πολιτείες, δείχνει να είναι μια ανερχόμενη δύναμη.
Ο Πιτ Μπούτιτζετζ που φάνηκε να κάνει την έκπληξη στην Αϊόβα και να πηγαίνει καλά στο Νιου Χαμπσάιρ έχει αρχίσει να δείχνει τα όρια της απήχησής του όσο οι προκριματικές μετακινούνταιπρος λιγότερο «λευκές» Πολιτείες. Η Ελίζαμπεθ Γουόερ εξακολουθεί να παλεύει, όμως τα πράγματα δείχνουν δύσκολα, ενώ ακόμη πιο δύσκολα δείχνουν τα πράγματα για τη γερουσιαστή της Μινεσότα Έιμι Κλόμπουσαρ.
Η δυναμική του Σάντερς
Τα ισχυρά σημεία του Σάντερς είναι γνωστά. Ο τρόπος που επιτίθεται στο κατεστημένο του πλούτου, η καθαρή του θέση σε ζητήματα όπως ο ρατσισμός, η επιμονή σε αιτήματα όπως η διαμόρφωση δημόσιου συστήματος υγείας, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων τον έχουν κάνει ιδιαίτερα δημοφιλή σε ένα σημαντικό τμήμα της βάσης των ψηφοφόρων.
Παρά την ηλικία του έχει πολύ μεγάλη απήχηση στη νεολαία και αυτό του επιτρέπει να διαθέτει έναν ιδιαίτερα ενεργητικό στρατό εθελοντών που τον βοηθούν σημαντικά στην προεκλογική μάχη. Επιπλέον, αυτή τη φορά πάει πολύ καλύτερα στην ψήφο και των αφροαμερικανών και των ισπανοαμερικανών. Και βέβαια, εάν έρθει η ώρα της προεδρικής εκλογής θεωρείται ότι μπορεί να κερδίσει μεγάλο ποσοστό των ανεξάρτητων ψηφοφόρων.
Πάνω από όλα, σε αντίθεση με το 2016 στα μάτια πολλών υποψηφίων φαντάζει ως να είναι «εκλόγιμος», πράγμα πολύ σημαντικό γιατί παραδοσιακά το μειονέκτημά του ήταν ότι ακόμη και άνθρωποι που συμφωνούσαν με αυτά που λέει θεωρούσαν ότι δεν είναι πολύ αριστερός για να εκλεγεί, κάτι στο οποίο επένδυσε ιδιαίτερα η Χίλαρι Κλίντον στη μάχη του 2016 για το χρίσμα.
Η στρατηγική του Μπλούμπεργκ
Ο Μπλούμπεργκ από την άλλη λίγο πολύ θεωρεί ότι μπορεί να είναι ο υποψήφιος που θα επιτρέψει το μεγάλο άνοιγμα των Δημοκρατικών στους κεντρώους ψηφοφόρους. Ο ίδιος επικαλείται τη δική του διαδρομή και τον τρόπο που μετατοπίστηκε από τους Ρεπουμπλικανούς στους Δημοκρατικούς. Επικαλείται πάντα αυτό που θεωρεί ότι ήταν η πετυχημένη του θητεία ως Δημάρχου της Νέας Υόρκης.
Διεκδικεί δηλ. να καλύψει το κενό ενός «κεντρώου» υποψήφιου που υποτίθεται ότι είναι η βασική έγνοια του κατεστημένου του Δημοκρατικού Κόμματος.
Ο Μπλούμπεργκ δεν επενδύει τόσο στο να κερδίσει ψηφοφόρους από τον κύριο όγκο των υποστηρικτών του Σάντερς. Άλλωστε, γνωρίζει ότι εκπροσωπεί κάτι που μάλλον αντιπαθούν. Κυρίως θέλει να συσπειρώσει όλους τους υπόλοιπους ψηφοφόρους, αυτούς για τους οποίου διαγκωνίζονται εδώ και μήνες οι υπόλοιποι υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Ο Μπλούμπεργκ υποστηρίζει ότι είναι ο μόνος υποψήφιος που μπορεί όντως να κερδίσει τον Ντόναλντ Τραμπ ακριβώς επειδή έχει τόσο δεξιότερες απόψεις από τον Σάντερς.
Καθόλου τυχαία τμήμα της καμπάνιας του είναι ακριβώς η θέση ότι ο Σάντερς είναι ο υποψήφιος που θέλει να έχει απέναντί του ο Τραμπ. Βέβαια, αυτό είναι και το αδύναμο σημείο του, καθώς αρκετοί ψηφοφόροι των Δημοκρατικών δυσκολεύονται να ταυτιστούν μαζί του.
Το δίλημμα των εκλογών
Το ερώτημα είναι εάν ο Σάντερς θα συνεχίσει να κερδίζει Πολιτείες και εκλέκτορες επενδύοντας στη δυναμική του και στην εικόνα εκλογιμότητας και εάν ο Μπλούμπεργκ θα είναι αυτός που θα αναδειχτεί στον βασικό αντίπαλο και διεκδικητή του χρίσματος κάτι που θα οδηγούσε στη σταδιακή απόσυρση των άλλων υποψηφιοτήτων και σε ακόμη μεγαλύτερη υποστήριξη από το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος που θέλει να αποφύγει ένα ενδεχόμενο υποψηφιότητας Σάντερς.
Πάντως, από το 2016 έχει αλλάξει διαδικασία εκλογής. Οι λεγόμενοι superdelegates, δηλ. στελέχη που έχουν δικαίωμα να ψηφίσουν στο Συνέδριο ex officio και στο ρόλο των οποίων είχε ασκήσει μεγάλη κριτική ο Σάντερς, θα ασκήσουν το δικαίωμα αυτό μόνο εάν στην πρώτη εκλογή, αυτή που αφορά την καταμέτρηση των εκλεκτόρων που βγήκαν από τις προκριματικές εκλογές, δεν υπάρχει σαφής πλειοψηφία υπέρ ενός υποψηφίου.