Μαραθώνιες είναι οι διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες για τον επταετή κοινοτικό προϋπολογισμό με τα κράτη – μέλη να έχουν χωριστεί σε μπλοκ.
Με διμερείς διαβουλεύσεις υπό τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου πέρασε όλη η νύχτα της έκτακτης ευρωπαϊκής συνόδου κορυφής με στόχο να επιτραπεί στον Σαρλ Μισέλ να παρουσιάσει την Παρασκευή στους ευρωπαίους ηγέτες μία νέα συμβιβαστική πρόταση για τον επταετή προϋπολογισμό της EE.
Οποιαδήποτε συμφωνία της συνόδου κορυφής για τον προϋπολογισμό πρέπει να στην συνέχεια να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
«Το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού δέχθηκε επίθεση από τις βόρειες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης και η Κοινή Αγροτική Πολιτική ιδιαίτερα», έγινε γνωστό από την πηγές της γαλλικής προεδρίας.
Μεταξύ των χωρών αυτών -η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία, η Αυστρία- οι επονομαζόμενες «σφιχτοχέρες», δεν δέχονται το συνολικό ύψος του προϋπολογισμού να ξεπεράσει το 1% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Οι ηγέτες τους συναντήθηκαν την νύχτα όλοι μαζί με τον Σαρλ Μισέλ, μετά τους Μακρόν και Μέρκελ.
Περί τις δεκαπέντε χώρες της νότιας και της ανατολικής Ευρώπης, ανάμεσά τους η Ισπανία, η Πολωνία , η Ελλάδα, που ανήκουν στην ομάδα των «φίλων της σύγκλισης» αρνούνται μείωση των πόρων που προορίζονται για την πολιτική σύγκλισης.
Οι επιστροφές που απολαμβάνουν σήμερα πέντε χώρες (Γερμανία, Δανία, Ολλανδία, Αυστρία και Σουηδία) αποτελεί άλλο σημείο τριβής. Οι επιστροφές αυτές ανέρχονται σε 5 δισεκατομμύρια ευρώ. Αλλά οι χώρες που τις λαμβάνουν τελούν υπό την πίεση των εθνικών τους κοινοβουλίων, όπου οι κυβερνητικές πλειοψηφίες είναι εύθραυστες.
Άλλες χώρες, με επικεφαλής την Γαλλία, θα ήθελαν την κατάργηση των επιστροφών με την ευκαιρία της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου, η οποία και επέβαλε την πρακτική αυτή το 1984.
Οι διαπραγματεύσεις
Οι 27 καλούνται να καταλήξουν σε συμβιβασμό επί του συνολικού ύψους του προϋπολογισμού 2021-2027, που ξεπερνά τα 1.000 δισεκατομμύρια ευρώ, και για την κατανομή των πόρων μεταξύ των πολιτικών της ΕΕ: Κοινή Αγροτική Πολιτική, βοήθεια προς τις πλέον μειονεκτικές περιοχές, αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ψηφιακή πολιτική.
Η συμβιβαστική πρόταση του Σαρλ Μισέλ είναι το 1,074% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ.
Το Brexit περιπλέκει την διαπραγμάτευση, που πραγματοποιείται κάθε επτά χρόνια. Εξαιτίας του διαζυγίου, από τον προϋπολογισμό 2021-2027 θα απουσιάζει η βρετανική συμβολή (60-70 δισεκατομμύρια ευρώ σε 7 χρόνια), που ήταν ο δεύτερος χρηματοδότης μετά την Γερμανία.
Οι παραδοσιακές πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Κοινή Αγροτική Πολιτική και Πολιτική Σύγκλισης (βοήθεια προς τις μειονεκτούσες περιοχές της Ενωσης) απορροφούν περί το 60% του προϋπολογισμού.
Σύμφωνα με την πρώτη συμβιβαστική πρόταση του Σαρλ Μισέλ, προβλέπεται μείωση κατά 100 δισ. ευρώ των πόρων που προορίζονται για τους δύο αυτούς φακέλους της κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής.
Ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Νταβίντ Σασόλι, προσκεκλημένος στην σύνοδο κορυφής, υπενθύμισε ότι η πρόταση του Σαρλ Μισέλ χαρακτηρίζεται «μη αποδεκτή».
Οποιαδήποτε συμφωνία της Συνόδου Κορυφής για τον προϋπολογισμό πρέπει να στην συνέχεια να εγκριθεί από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Ο πρόεδρος της Γαλλίας Εμανουέλ Μακρόν επέμεινε πως η Ε.Ε. δεν θα έπρεπε να μειώσει τις δαπάνες και κατ’ επέκταση τις φιλοδοξίες της, παρά την απώλεια της βρετανικής συνεισφοράς ύψους 75 δισ. ευρώ.
Η καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ έκανε από την πλευρά της λόγο για «μεγάλες διαφορές» που πρέπει να ξεπεραστούν μεταξύ των 27 χωρών, τη στιγμή που ορισμένοι αξιωματούχοι τάσσονταν υπέρ της επέκτασης των συνομιλιών και το Σαββατοκύριακο, σύμφωνα με το AFP.
Οι διαφωνίες
Οι ευρωπαίοι ηγέτες άφησαν να φανούν οι διαφωνίες τους από την έναρξη της έκτακτης συνόδου κορυφής της Πέμπτης.
«Δεν μπορούμε να κάνουμε περισσότερα με λιγότερα» επανέλαβε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την τοποθέτησή του στη διάρκεια των εργασιών του έκτακτου Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, με αντικείμενο το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο κ. Μητσοτάκης στην παρέμβασή του, σύμφωνα με κυβερνητικές πηγές, τόνισε πως οι υφιστάμενες προτάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου απέχουν πολύ από αυτές της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αλλά και, κυρίως, του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.