Η ποίησή της εκκινούσε από τη στέρηση και τις ματαιώσεις της πραγματικότητας, τις οποίες επιχειρούσε να αναπληρώσει η γλώσσα.
Οι αφηρημένες έννοιες αποκτούσαν μορφή, τα συναισθήματα άλλαζαν όνομα και χρήση, τα επιρρήματα γίνονταν ρήματα.
Και κάπως έτσι, «το γκροτέσκο συγκατοικεί με το τρυφερό, ο εφιάλτης με το ροζ kitsch, ο τρόμος με το κατάμαυρο χιούμορ», όπως γράφει στο δοκίμιό του «Στην τετράγωνη νύχτα της φωτογραφίας» ο Νίκος Δήμου.