«Στην πολιτική όπως και στον πόλεμο», έλεγε ο Ναπολέων Βοναπάρτης, «δεν ξανάρχεται η χαμένη στιγμή». Ισως αυτό, το momentum δηλαδή, να έχει στο μυαλό του ο Πρωθυπουργός όταν συνειδητά επιλέγει να στήσει τα δικά του «χαρακώματα» βάζοντας απέναντι συγκεκριμένες ομάδες της κοινωνίας. Σίγουρα αναγνωρίζει ότι η έκβαση οποιασδήποτε μάχης δεν είναι απολύτως βέβαιη.
Ωστόσο επιμένει θεωρώντας προφανώς ότι έχει στο στρατόπεδό του τους πολλούς, την ώριμη για αλλαγές κοινωνία, όπως συνηθίζει να λέει στους συνομιλητές του, με κεντρική επιδίωξη να κερδίζει τα «δυναμικά στρώματα που θέλουν να προκόψουν». Εν ολίγοις την – κατά τον ίδιο – μεσαία τάξη. Δεν είναι τυχαίο ότι ήδη από τους πρώτους μήνες του στο Μαξίμου ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιχειρεί να επιδεικνύει αποφασιστικότητα ότι βγαίνει μπροστά σε θέματα που κρίνει ότι απασχολούν τους περισσότερους πολίτες. Ετσι με κάθε ευκαιρία (ίσως για να μην υπάρξει χαμένη στιγμή), με δημόσιες τοποθετήσεις του και αλλάζοντας το κοστούμι με τη… στολή μάχης, ανοίγει τα μέτωπα της ρήξης ο ίδιος και όχι μόνο τα κυβερνητικά στελέχη ή πρόσωπα του περιβάλλοντός του με διαρροές.
Το κάνει on camera, από το βήμα της Βουλής ή μέσω social media απέναντι σε «εργατοπατέρες», σε «γκρουπούσκουλα» και καταληψίες, ακόμα και σε μερίδα της κοινής γνώμης που αντιμετωπίζει αρνητικά μεταξύ άλλων το μοντέλο δωρεών στη δημόσια υγεία ή τους σχεδιασμούς για περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις.
Οσο για την τακτική του απέναντι στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνήθως αναβαθμίζει τη σύγκρουση σε ιδεολογικό επίπεδο ώστε να αναδεικνύει στα μάτια των πολιτών τις διαφορές του με τον Αλέξη Τσίπρα, χωρίς να έχει σημασία αν τον πόλεμο κηρύσσει πρώτη η Κουμουνδούρου ή το Μαξίμου.
Οι κινητοποιήσεις
Ειδικά στο ζήτημα των κινητοποιήσεων, ο Πρωθυπουργός παραμένει στη δική του προσέγγιση, όπως φάνηκε και πάλι στις αρχές της εβδομάδας με την απεργία για το νέο Ασφαλιστικό, η οποία νέκρωσε τις συγκοινωνίες. «Λέει τα αυτονόητα, όσα σκέφτονται οι πολλοί, οι οποίοι καταλαβαίνουν πολύ καλά τι εννοεί» επιμένουν οι συνεργάτες του. Οι μητσοτακικές επιθετικές αναφορές στην ασυδοσία των «επαγγελματιών» του συνδικαλισμού και στους «αντιδρώντες στη διαφάνεια», σε πρακτικές άλλων δεκαετιών και στην κυριαρχία των μειοψηφιών έναντι της πλειοψηφίας δεν είναι καινούργιες.
Δεν τις διατύπωσε για πρώτη φορά την προηγούμενη Τρίτη ούτε τον περασμένο Οκτώβριο μετά τις κινητοποιήσεις για τις αλλαγές στα εργασιακά. Αποτελούν πολιτική επιλογή του από τη στιγμή που ανέλαβε τα ηνία της ΝΔ, όπως σημειώνουν οι ίδιοι κύκλοι, παραπέμποντας σε αντίστοιχες παρεμβάσεις του τα τελευταία χρόνια. Διατηρώντας εκείνο το προφίλ αποφασιστικότητας για σύγκρουση αλλά πλέον από το Μαξίμου, ο Μητσοτάκης έχει προαναγγείλει συγκεκριμένες νομοθετικές κινήσεις, γνωρίζοντας όμως ότι το χρονόμετρο τρέχει.
Το βέβαιο είναι ότι προδιαγράφονται σοβαρές αναταράξεις στον δημόσιο διάλογο και μένει να φανεί πολύ σύντομα αν ο Πρωθυπουργός και το επιτελείο του θα τολμήσουν τα στοιχήματα που οι ίδιοι βάζουν για εξαγγελίες που δεν θα μένουν στα λόγια και για νόμους που θα εφαρμόζονται για όλους.
Οι ιδεολογικές διαφορές
Η προσήλωση στους κανόνες και η πολιτική βούληση για το τέλος της «αταξίας» αποτελούν άλλωστε δύο συχνές μητσοτακικές αναφορές στο πολεμικό σκηνικό της κυβέρνησης με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο Πρωθυπουργός επιχειρεί να απαντά στις κατηγορίες της αξιωματικής αντιπολίτευσης με «όπλο» το ιδεολογικό στίγμα του. Το είχε κάνει την περίοδο της αντιπαράθεσης για τις αλλαγές στο πανεπιστημιακό άσυλο αλλά και αργότερα στις συζητήσεις για τον προϋπολογισμό, όταν ο Μητσοτάκης επέμενε ότι δεν κάνει διακρίσεις μεταξύ μεγάλων, μεσαίων και μικρών επιχειρήσεων.
Το έκανε πιο πρόσφατα με αιχμή τα εργασιακά, όταν αποφάσισε να προκαλέσει μια συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής γιατί πιστεύει ότι «ειδικά στα ζητήματα που αφορούν τον κόσμο της εργασίας αποτυπώνονται οι ιδεολογικές διαφορές» με τον Αλέξη Τσίπρα. Το ίδιο επιδιώκει επίσης απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και με το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό, το βασικό πρόβλημα της κυβέρνησής του και ένα από τα κύρια πεδία μάχης που στήνει η αντιπολίτευση, όταν επιστρατεύει και πάλι τις λέξεις «κανόνες» και «διαφορετική ιδεολογία».
Το τόλμημα της υγείας
Την ίδια στιγμή, σε συγκρουσιακή τροχιά φαίνεται πως μπαίνει η κυβέρνηση και όσον αφορά το εν εξελίξει πρότζεκτ για την υγεία με τη δωρεά 400 εκατ. ευρώ από το Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, που συμφωνήθηκε επί ΣΥΡΙΖΑ, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τρία νέα νοσοκομεία σε Κομοτηνή, Σπάρτη και Θεσσαλονίκη (Παιδιατρικό). Ηταν στις αρχές του μήνα όταν ο Μητσοτάκης έδινε το «παρών» σε σχετική εκδήλωση και κυβερνητικές πηγές σχολίαζαν την πρωθυπουργική βούληση για fast track δωρεές, αλλά και αναφέρονταν σε νοσοκομεία που θα ανήκουν στο ΕΣΥ διατηρώντας ωστόσο διοικητική ευελιξία και αυτοτέλεια.
Η περίπτωση της Κομοτηνής, για την οποία εγκρίθηκε στην κοινοβουλευτική επιτροπή η σύμβαση Δημοσίου – Ιδρύματος, δείχνει ήδη πολλά. Μερίδα της τοπικής κοινωνίας στέκεται απέναντι στα κυβερνητικά σχέδια και η… πίεση μεταφέρεται σε βουλευτές της αντιπολίτευσης (ΣΥΡΙΖΑ, Κίνημα Αλλαγής και ΚΚΕ) που χτυπούν συναγερμό για τον δημόσιο χαρακτήρα του συστήματος υγείας.
Μέχρι στιγμής ο Κυριάκος Μητσοτάκης επιμένει στο μεταρρυθμιστικό προφίλ του μιλώντας, ειδικά για την υγεία, για ένα τολμηρό άλμα στο μέλλον και έχοντας – ακόμα προ κάλπης – επικοινωνήσει το μήνυμα ότι «είμαστε το κόμμα του ιδιωτικού τομέα και της μεσαίας τάξης».
Το αρχαιολογικό μουσείο
Στο ίδιο μεταρρυθμιστικό αφήγημα εντάσσεται επιπλέον το πρότζεκτ για την υπόγεια ανάπτυξη του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και την ενοποίησή του με το ΕΜΠ. Ο Πρωθυπουργός εμφανίζεται και εδώ αποφασισμένος περιγράφοντας στους συνομιλητές του μια σημαντική αστική και οικονομική ανάπλαση. Ο συγκεκριμένος σχεδιασμός αγγίζει πάντως και το ευρύτερο κεφάλαιο «τάξη και ασφάλεια» που κατά τον ίδιο «δεν έχει πολιτικό πρόσημο».
Από την πρώτη μέρα διακυβέρνησης, διαμηνύουν από το Μαξίμου ότι στέκονται απέναντι σε κάθε είδους καταλήψεις και ταραξίες, με το σχετικό επιχειρησιακό σκέλος να βρίσκεται στα χέρια των αρμόδιων υπουργών. Σε μεγάλο βαθμό η αποφασιστικότητα για συγκρούσεις, οι σύμμαχοι και τα «όπλα» του Πρωθυπουργού αναμένεται να «μετρηθούν» στις λεπτομέρειες και στην ταχύτητα υλοποίησης του πρότζεκτ για το Μουσείο, στη σκιά της πλατείας Εξαρχείων.