Εκ των αναβιωτών του ρεμπέτικου στη Μεταπολίτευση, ο τραγουδιστής Δημήτρης Κοντογιάννης έχει περίπου πέντε δεκαετίες στα πάλκα και τη δισκογραφία και με αρκετούς προσωπικούς δίσκους, συμπράξεις και επιτυχίες. Πέραν όμως αυτών, είναι ένας άνθρωπος που έχει ασχοληθεί για χρόνια με την έρευνα του παραδοσιακού τραγουδιού ενώ παράλληλα έχει και συνδικαλιστική δράση στον κλάδο του. Με καταβολές εξάλλου και θητεία στην προφορική παράδοση, ζυμώθηκε με εκείνες τις παρέες μεταπολιτευτικά που συνέβαλαν σε δύο μεγάλες στιγμές: στην αναβίωση των ρεμπέτικων – με τη Ρεμπέτικη Κομπανία – και στην ανανέωση του λαϊκού τραγουδιού που προσδιορίζεται πλέον με τον θρυλικό δίσκο «Η εκδίκηση της γυφτιάς» των Μανώλη Ρασούλη – Νίκου Ξυδάκη.
Ο Δημήτρης Κοντογιάννης, μέλος της παρέας των Διονύση Σαββόπουλου, Τάσου Φαληρέα, Γιώργου Ι. Κοντογιάννη και άλλων, οι οποίοι διαδραμάτισαν έναν ρόλο προωθητικό με τις συναυλίες του περιοδικού «Ντέφι» στον Λυκαβηττό, το δισκάδικο Pop Eleven, αλλά και με τη θεωρητική υποστήριξη των πιο παρεξηγημένων – από τους μικροαστούς – εκδοχών του λαϊκού. Τώρα, οργανοποιός, αλλά και ηχολήπτης, συνεχίζει την πορεία του ως ερμηνευτής και μουσικός ενώ έχει πλήρη εικόνα των διεργασιών στον χώρο του. Συναντιόμαστε στο πάντα αγαπημένο του Παγκράτι και μέσω της αφήγησής του και των απόψεών του φωτίζουμε τον μαγικό και πολύπαθο χώρο του τραγουδιού μας.
Δεν είστε πια πρόεδρος των τραγουδιστών.
Παραιτήθηκα και ανέλαβε ο αντιπρόεδρος, ο Λάκης ο Χαλκιάς.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο που αποκομίσατε;
Μου έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση ένα αρνητικό συμβάν: Πως πολλές φορές συνομιλούσαμε με υπουργούς για τον κλάδο και τους προτείναμε να εισπράξει το ελληνικό κράτος και δεν το καταλάβαιναν.
Πώς θα γινόταν αυτό;
Τους λέγαμε πως ένας τραγουδιστής που έχει σύνταξη πρέπει να μπορεί να δουλεύει και αυτό το κατάλαβαν ύστερα από πολλά χρόνια. Και όχι μόνον να δουλέψει, αλλά τα ένσημα να πηγαίνουν σε ανθρώπους που το έχουν ανάγκη. Να μην πηγαίνουν χαμένα. Τελικά αυτό έγινε. Ο συνταξιούχος μπορεί να δουλέψει, αλλά θα κρατούνται το 60% από τα εισπραττόμενα. Τώρα έγινε καλύτερο, έγινε 30%. Αυτό το ξεκινήσαμε εμείς ως ένωση.
Πόσα μέλη έχει η Ενωση Τραγουδιστών;
Τώρα είναι 300 ενεργά μέλη. Εχει διχαστεί ο κλάδος με τον εισπρακτικό οργανισμό και τώρα θέλουν να κάνουν ένα νέο σωματείο. Χάρη στην Ενωση, δημιουργήθηκε ο εισπρακτικός μηχανισμός, η Ερατώ. Που εισπράττουν οι τραγουδιστές συγγενικά δικαιώματα. Και επίσης τα συγγενικά δικαιώματα αφορούν δύο πηγές. Πρώτη είναι το play list.
Που σημαίνει;
Οποιος παίζεται οφείλει να στέλνει το ρεπερτόριο στον οργανισμό. Για να το κατανείμει δίκαια. Η άλλη πηγή είναι η δημόσια εκτέλεση και το ρεπερτόριο. Οι δημιουργοί εισπράττουν από την πρώην ΑΕΠΙ, αν και αυτό κινδυνεύει. Το λέω γιατί σε όλη την Ευρώπη οι οργανισμοί είναι αυτοδιαχειριζόμενοι. Τώρα είναι τρεις – τέσσερις φορείς που υπάγονται σε μία ομπρέλα που θέλουν να αναλάβουν τη διαχείριση της τέως ΑΕΠΙ. Τους ζητήθηκε έκθεση βιωσιμότητας, τη δώσανε και περιμένουμε.
Από τραγουδιστές πόσοι έχουν πάρει σύνταξη με αποκλειστικά χρόνια στη νύχτα;
Το 95% των παλιών δεν έχει πάρει σύνταξη. Τα τελευταία χρόνια οι τραγουδιστές κάνουν δύο μεροκάματα την εβδομάδα. Αν εδώ υπολογίσουμε πως η σεζόν είναι 7 μήνες, πρέπει κάποιος να φτάσει 85 ετών για να συμπληρώσει τα χρόνια για σύνταξη.
Παρ’ όλ’ αυτά ο κόσμος έχει εικόνα πως οι τραγουδιστές είναι πλούσιοι…
Αυτό είναι λάθος: Υπάρχουν περίπου 4.000 τραγουδιστές στην Ελλάδα. Από αυτούς οι 25 είναι πλούσιοι. Το ποσοστό των σταρ είναι απειροελάχιστο.
Δεν υπήρξαν και πολλοί ο μοχλός για διακίνηση μαύρου χρήματος;
Ισχυε και αυτό. Οπως και σε δημοσιογράφους. Ετσι και σε τραγουδιστές, υπάρχουν διαστρωματώσεις. Κάποιοι δουλεύουν σαν επιχειρηματίες. Και οι άλλοι προλετάριοι, που δυσκολεύονται για το ενοίκιο, αρκετοί με μουσική παιδεία. Οι άλλοι τίποτε.
Πόσα χρόνια ασχολείστε με αυτά;
Σαράντα χρόνια. Είμαι ιδρυτικό μέλος στην Ενωση, στην Ερατώ και στην ΕΜΣΕ.
Σήμερα το τραγούδι; Κινείται σε πολλές διαστάσεις;
Κινείται σε δύο άξονες. Ο ένας είναι το σταρ σίστεμ. Αν επιλέξεις να είσαι σταρ, δεν είναι απαραίτητο να έχεις παιδεία ή ταλέντο. Ο άξονας ενισχύεται από εταιρείες που είναι σε μαρασμό και ο τραγουδιστής πληρώνει μόνος την παραγωγή. Ο άλλος άξονας είναι ένας ολόκληρος κόσμος που παίζει σε όλη την Ελλάδα. Σε μουσικές σκηνές, σάλες, ρεμπετάδικα. Ενας που έχει επιλέξει ένα ρεπερτόριο παλιό δεν θα γίνει ποτέ πλούσιος ή σταρ. Παρ’ όλ’ αυτά να ξαναπώ: σημειώνεται μια ακμή του μπουζουκιού, μεγάλο κίνημα, με περίπου 2.000 χορευτικούς συλλόγους και δεκάδες μουσικά λύκεια. Και όλες οι σχολές όπως το ΤΕΙ Αρτας. Ολα αυτά έχουν δημιουργήσει ένα φυτώριο νέων μουσικών που ασχολούνται με τη μεγάλη μας προφορική παράδοση. Αναβιώνουν και όργανα που δεν υπήρχαν. Οταν βγήκα εγώ, σαντουριέρηδες ήταν μόνον ο Μόσχος και ο Διακογιώργης. Τώρα έχει δεκάδες παιδιά. Οι σχολές παράγουν μουσικούς καταρτισμένους με γνώση της προφορικής μας παράδοσης.
Και στην έρευνα γίνονται βήματα. Τώρα βγαίνει από τον Μετρονόμο βιογραφία – έρευνα του Μπαγιαντέρα ας πούμε…
Αυτό είναι κίνημα, δεν είναι διαφημισμένο. Εχει το κριτήριο της βάσης, λειτουργεί απ’ τη βάση, όχι απ’ τα μέσα.
Τι είναι προφορική παράδοση;
Είναι η βιωματική σχέση που εξελίσσεται. Η παράδοση δεν είναι κάτι στατικό, έχει διαλεκτική, κάθε γενιά βάζει κάτι, παίρνει μορφή αρμονική. Οι τραγουδιστές παλιά γεννιόντουσαν. Τώρα πρέπει να σπουδάσουν. Εχει διακοπεί η αλυσίδα. Μέχρι περίπου το 1985 λειτουργούσε, κατά κάποιον τρόπο. Αλλαξε τα δεδομένα η ιδιωτική τηλεόραση γιατί πάσαρε το ξενόφερτο, οι συνθέτες το μιμήθηκαν, τις δυτικές κλίμακες που είναι εύπεπτες, ομογενοποίησε τα είδη. Αν δεν ακούς κάτι, δεν το ξέρεις.
Παράγεται βίωμα;
Μέσω έρευνας. Και της ενασχόλησης ώστε να βρεις τα στοιχεία, για να βρεις τη μουσική, που είναι μια γλώσσα. Και το μετουσιώνεις στο σήμερα.
Σήμερα παράγεται παράδοση;
Κυρίως ανανεώνεται. Ξέρω πολλούς νέους που το προσεγγίζουν, αυτός που θα νικήσει θα είναι αυτός που θα ερευνήσει σε βάθος. Σήμερα παράγουν ανθρώπους που να μην έχουν γενική γνώση και κριτική σκέψη.
Πότε ήλθατε στην Αθήνα από το χωριό σας, τη Δαύλεια;
Το 1973.
Τραγουδούσατε ήδη;
Εβγαινα από μικρός στα πανηγύρια στη Βοιωτία. Είχα πρόσβαση μέσω ενός θείου μου και τραγούδαγα με θρύλους όπως η οικογένεια Σούκα, η οικογένεια Χαλκιά κ.τ.λ. Οταν ήλθα στην Αθήνα, ως νέος ήθελα να αποποιηθώ το δημοτικό και τραγούδαγα Νέο Κύμα στις Εσπερίδες του Γιάννη Αργύρη. Δεν είχα κατανοήσει την αξία του δημοτικού. Τότε μπαίνω στην υπάρχουσα παρέα του αδελφού μου Γιώργου και του Μανώλη Δημητριανάκη. Είχαν έναν κύκλο διανοούμενων αριστερών συλλεκτών και είχαν ανακαλύψει την πραγματική αξία του ρεμπέτικου. Είχαν καταλάβει πως ήταν ένα ζυμωμένο είδος με την κοινωνία. Παράλληλα με τις μπουάτ όπου δούλευα, με φωνάζανε και άρχισα να μαθαίνω ρεμπέτικα που αρχικά δεν μου άρεσαν πολύ, αλλά μπαίνω και καταλαβαίνω πως αυτό έχει βαθιά ρίζα.
Αντιλαμβάνομαι πως ως τεχνική ήθελε μαστοριά, πολλή τεχνική, να πω τις νότες που έλεγε ο παλιός τραγουδιστής. Ηταν αρχιμάστορες όλοι. Με βοήθησε πως είχα τεχνική του δημοτικού βιωματικά, άρχισα τότε να ασχολούμαι με το παραδοσιακό. Ξεκινώ το ’80 με το κέντρο του Σαμπάνη.
Αφησε εποχή το λάιβ εκεί.
Ηταν σοβαρή υπόθεση αναβίωσης – είχαν βγει βέβαια οι δύο δίσκοι της Ρεμπέτικης Κομπανίας. Στου Σαμπάνη έγινε χαμός, δύο χρόνια με ουρές. Παίζαμε ρεμπέτικο, λαϊκό, δημοτικό.
Σχήμα;
Εγώ με τον Γιώργο Παπαδάκη είχαμε στήσει το πάλκο: είχαμε τον Χρόνη Αηδονίδη, τον Οδυσσέα Μοσχονά, τη Ρένα Στάμου. Και μεγάλη μπάντα με μεγάλους παλιούς μουσικούς όπως τον Αραπάκη, τον Κώστα Παπαδόπουλο. Μία φορά την εβδομάδα ερχόταν ο παπα-Πυρουνάκης, ο Τσαρούχης, ο Κουν.
Τότε ξεκινάει η αναβίωση;
Η πρώτη το ’74 με τη Ρεμπέτικη Κομπανία.
Το ’60 με τα extended play;
Οχι, αυτά δεν ήταν αναβίωση. Τα παίξανε τα ρεμπέτικα με νέα ορχήστρα. Πρώτη αναβίωση έγινε το ’74, μετά γίνανε 300 κομπανίες! Ο Σαμπάνης ήταν σημείο αναφοράς. Είχε αρχίσει το σταρ σίστεμ και εδραιωνόταν, όρθιοι οι τραγουδιστές μέσα σε φώτα. Εμείς κάτσαμε ξανά σε καρέκλα. Και ήταν στάση ζωής, θέση πολιτική, συνειδητά το κάναμε.
Παράλληλα έχετε από τότε και σόλο καριέρα. Με Ξυδάκη, Ρασούλη, Λοΐζο, Μαμαγκάκη. Πώς έγινε αυτό;
Ημασταν παρέα με τον Ρασούλη και τον Ξυδάκη. Πηγαίναμε να παίξουμε σε ταβέρνες, στην Φωλιά της Οπερας, πίσω από τα δικαστήρια.
Στη δισκογραφία πώς μπήκατε;
Εκανα συμβόλαιο στη Lyra, το ’78, με την «Εκδίκηση της γυφτιάς» και μετά άρχισαν οι προσωπικοί δίσκοι όπως το «Οι κυβερνήσεις πέφτουνε».
Με τον Νίκο Μαμαγκάκη επίσης ήσασταν στον δίσκο «Κέντρο διερχομένων».
Ο Μαμαγκάκης ήθελε έναν λαϊκό τραγουδιστή για τον δίσκο. Μεγάλη σχέση φτιάξαμε και καθημερινή. Μεγάλη ψυχή, γενναιόδωρος, δοτικός, σπουδαίος μουσικός, μαθήτευσα πλάι του.
Εχετε πει και τα περισσότερα τραγούδια του Ρασούλη.
Και του Νικολόπουλου. Με τον Μανώλη άρχισα να αισθάνομαι με τον νου. Τα τραγούδια αυτά είχαν δεύτερο επίπεδο, δεύτερη ανάγνωση. Μεγάλος στιχουργός, με διαφορά.
Πώς τον γνωρίσατε;
Ηταν φίλοι με τον αδελφό μου Γιώργο, υπήρχε η παρέα, ζυμωνόταν. Υπήρχε δε και μια ομάδα στην κοινωνία που ήθελε να ανανεώσει το λαϊκό. Τα θεματικά στιχουργήματα είχαν ξεπεραστεί και ήμασταν σε αναζήτηση νέου στοιχείου. Το έκανε ο Μανώλης. Ηταν ο κύριος συντελεστής που επαναπροσδιόρισε το τραγούδι.
Τότε, αρχές ’80 έγιναν και οι συναυλίες του περιοδικού «Ντέφι» με λαϊκά και άλλα στον Λυκαβηττό που σήκωσαν και αντιδράσεις.
Είχαμε σύγκρουση μεγάλη. Μπαίνανε δύο ζητήματα: ή θα αφήναμε το λαϊκό να γίνει μουσειακό ή θα το αφήναμε να δουλέψει μόνο του αυτόνομα, όπως πάντα. Δεν χρειάζεται καθοδηγητές, έχει τέτοια δύναμη να βρει και χρόνο και χώρο. Εγινε αυτό. Ηταν καλή συγκυρία.
Ο Χρήστος Νικολόπουλος; Νομίζω πως διαδραμάτισε τεράστιο ρόλο επίσης.
Μεγάλο κεφάλαιο. Εξακολουθεί να γράφει όπως η προφορική παράδοση. Μάστορας και μεγάλο ταλέντο.
Αναρωτιέμαι, μήπως πήγατε ως παρέα λίγο ανάποδα απ’ το κλίμα της εποχής; Είχαμε ΠΑΣΟΚ και ευμάρεια.
Ο Χρήστος πιάνει τότε ένα κομμάτι του λαού που έχει απενεχοποιήσει το λαϊκό. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πήγαινε στη Ρίτα Σακελλαρίου που ήταν παρεξηγημένη. Το λαϊκό έχει κακόγουστες στιγμές, αλλά δεν του ακυρώνεις την αυθεντικότητα και την αμεσότητα. Πηγαίναμε σε σκυλάδικα που τότε ήταν παρεξηγημένα. Δεν άντεχε ένας μικροαστός, έβλεπε κακόγουστες κουρτίνες, σόμπες πετρελαίου. Εγώ άκουγα τον Κόρο και καταλάβαινα τι μέγεθος είναι ή τον Αγγελόπουλο, τον Ζέρβα, σε αυτούς τους χώρους παίξανε σπουδαίοι καλλιτέχνες. Θέλει κριτικό μυαλό να φτάσεις στην ουσία.
Προλάβατε και ρεμπέτες.
Δούλεψα με τον Τσιτσάνη, τον Τσαουσάκη…
Με τον Τσιτσάνη πού;
Στο Θεμέλιο, στην Πλάκα. Και γενικά με τον Τσαουσάκη στη Λήδρα, με τους Μοσχονά, Ιωάννα Γεωργακοπούλου, Ρούκουνα, Κυριαζή, Χρυσάφη.
Τι κρατάτε από αυτούς;
Ηταν μάστορες. Οι πιο πολλοί δεν ξέρανε να σε διδάξουν, πήρα όμως πολλά.
Ο Τσιτσάνης;
Είχε μυθική συμπεριφορά. Οταν έβαινε στην πίστα, με δύο τραγούδια το έκανε εκκλησία. Εφτιαχνε ψυχική επικοινωνία, αριστουργηματική. Ηξερε να ψυχολογεί τον κόσμο, τι θέλουν.
Στη Μεταπολίτευση πού αλλού δουλέψατε;
Πήγα με τη Βιτάλη στο Γαλάτσι, σε ένα κέντρο, παλιά λεγόταν Καρουσέλ. Είχε γίνει έγκλημα, είχαν σκοτώσει ένα παιδί μέσα και έκλεισε, Μετά ονομάστηκε Ντέφι και μετά Νταλίκες. Μετά με τον Βαγγέλη Περπινιάδη στο Ανεσις, μετά στο Επειγόντως, μετά στον Δία με την Μπέλλου, στο Ρεπορτάζ του Μάκη Γιομπαζολιά με τους Μπίνη και Μπέλλου.
Ακης Πάνου;
Πρόσωπο πολύ ιδιαίτερο. Το μεγάλο του ατού ήταν στον στίχο. Μείνανε τρομερά τραγούδια.
Είστε ο αγαπημένος των δημοσιογράφων. Στα μαγαζιά όπου εργαστήκατε είχατε συχνά πελάτες – δημοσιογράφους, όπως στο Απτάλικο.
Εγώ εκτιμώ πολύ δύο κλάδους: τους γιατρούς και μετά τους δημοσιογράφους. Καταλαβαίνω πόσο ικανότητα θέλει να κάνεις αυτή τη δουλειά.
Τον Ανδρέα Παπανδρέου τον γνωρίσατε; Αναφερθήκατε πριν.
Επαιξα δύο φορές στο σπίτι του στην Εκάλη. Ηταν καλλιεργημένος άνθρωπος με μυαλό, μπορούσε να ξεχωρίσει το αυθεντικό από το δήθεν.
Στα σημερινά, πρόσφατα βγάλατε δίσκο.
Με ρεμπέτικα: 15 παραβατικά και ερωτικά. Προπολεμικά τα πιο πολλά. Εχουν ένα νόημα να τα ξαναπαίζουμε με τη σημερινή μας άποψη. Και εδώ έχω άλλη μία καινοτομία: τα 11 -12 τα έχω παίξει με κιθάρα στις εισαγωγές.
Θέλω να κλείσουμε με μερικά ονόματα. Καζαντζίδης.
Τον γνώρισα. Συναντηθήκαμε σε συνεργείο, σε ταβέρνα, στο σπίτι του Νικολόπουλου. Δούλευε μόνο με ένστικτο. Είχε γεννηθεί να συγκινεί και να μεταβιβάζει με τη φωνή του τεράστια συναισθήματα. Ακριβέστατο ένστικτο.
Τάκης Καρναβάς.
Τον γνώρισα, τον άκουσα σε πανηγύρια, συγκινητικός, μάστορας. Σε νέες γενιές εκφυλίζεται αυτό που λέμε μάστορας, δεν ακούνε το είδος αυτό.
Διονύσης Σαββόπουλος.
Εχει σφραγίσει τη ζωή μας. Εχει βάλει λέξεις στο στόμα μας που νιώθαμε και δεν ξέραμε να τις εκφράσουμε. Μεγάλο ταλέντο. Εχει παίξει σημαντικό ρόλο στο σύγχρονο ελληνικό τραγούδι. Ανθρωπος που εκτίμησε το παραδοσιακό, το κατάλαβε. Σύμμαχος. Είχε έναν λόγο παραπάνω, ως δημιουργός μεγάλων τραγουδιών.
Τι είναι τελικά το λαϊκό;
Δεν είναι το ευρείας αποδοχής, αλλά αυτό που διατηρεί τα στοιχεία που προέρχονται από τη λαϊκή μουσική και την ανώνυμη δημιουργία. Θα δώσει τη μάχη του το λαϊκό.