Αίσθηση έχει προκαλέσει ένα άρθρο που δημοσιεύουν τα ΝΕΑ της Τετάρτης και το οποίο υπογράφει η Μαργαρίτα Παπαϊωάννου. Πρόκειται για μια νέα κοπέλα, για μια μαθήτρια που ζει στους ρυθμούς της εποχής της και περιγράφει τον «φανταστικό» κόσμο του κινητού τηλεφώνου, των social media και της έλλειψης συναισθήματος.
Ενα εκπληκτικό άρθρο που έρχεται να μας θυμίσει πώς η ζωή είναι αλλού, όχι στην οθόνη ενός κινητού ή στα προφίλ του διαδικτύου.
Ολόκληρο το άρθρο έχει ως εξής:
Είμαι και εγώ ένοχη. Ή μάλλον συνένοχη στα εγκλήματα της γενιάς μου (στον βαθμό που επιτρέπεται η υπερβολή). Απευθύνομαι, κυρίως, στα παιδιά του 2000 και έπειτα, όμως ακόμη περισσότερο στις μελλοντικές γενιές. Ας είμαστε ειλικρινείς. Δεν μπορούμε να ζήσουμε, όχι μία, αλλά μισή μέρα χωρίς το κινητό. Ομως, το έγκλημα δεν τελείται εκεί. Βλέπετε, έχουμε μάθει να ζούμε με ένα αντικείμενο στο χέρι και του δίνουμε τόση αξία, ώστε άμα αυτό τυχόν πέσει και σπάσει, να νιώσουμε ένα αίσθημα απερίγραπτης πικρίας και λύπης. Σαν να έσπασε ένα κομμάτι του εαυτού μας. Και όχι, αυτή τη φορά δεν υπερβάλλω.
Ούτε θα υπερβάλλω εάν ισχυριστώ πως αναγκάζουμε τον εαυτό μας να ταυτιστεί με την ιδεολογία του. Νιώθουμε ότι πρέπει να ρέουμε με τα νερά του, αυτού του τρομερού εικονικού κόσμου, ακόμα και όταν αυτά πάνε τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνουμε να κολυμπήσουμε. Ή, ακόμη χειρότερα, χανόμαστε, πνιγόμαστε. Και όχι, κυρίες και κύριοι, αυτή η μεταφορά δεν αποτελεί μια ακόμα γενικόλογη ιδέα.
Ο κόσμος του κινητού είναι άλλος κόσμος – δεν είναι ενιαίος. Αναβαθμίσεις και πάλι αναβαθμίσεις. Τρομακτική ταχύτητα. Μα πώς νοείται να μην πλεύσουμε και εμείς με τα νερά του και να καταλήξουμε ηλεκτρονικά αναλφάβητοι του καιρού μας;
Μα… κανείς δεν το είπε αυτό. Αυτό είναι ψέμα. Δε γίνεται να πατήσουμε ένα κουμπί και ξαφνικά να προσποιηθούμε ότι ζούμε στη δεκαετία του 1970. Πλανόμαστε ακόμα περισσότερο έτσι. Το έγκλημα, που ανέφερα και προηγουμένως όμως, και ήρθε η ώρα να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, τελείται στη λεπτή μα ατσαλάκωτη γραμμή που δημιουργούν οι έννοιες του πραγματικού και του ιδεατού. Παιδιά των νέων γενιών, συνομήλικοί μου, πώς το επιτρέπετε αυτό;
Πώς γίνεστε και εσείς συνένοχοι σε ένα έγκλημα επειδή πολύ απλά το κάνουν και οι «άλλοι»; Πώς ανέχεστε να ζείτε σε έναν κόσμο όπου για να υπάρχεις πρέπει να υπάρχει και το προφίλ σου στο Instagram, στο Facebook και φυσικά στο Snapchat;
Και βεβαίως, όσο πιο συχνά επισκεπτόμενο είναι το προφίλ, τόσο πιο σημαντικό νιώθει και το ίδιο το άτομο – εσύ. Το έγκλημα τελευταίου βαθμού, ωστόσο, διαπράττεται στην επικοινωνία – σε αυτή την τόσο ωραία και φανταστική και γρήγορη και φθηνή και ρεαλιστική επικοινωνία.
Μα είμαστε ακόμα άνθρωποι. Εχουμε αισθήματα. Τι απέγιναν εκείνες οι ωραίες στιγμές, εκείνη η αδρεναλίνη, η λαχτάρα και η αγωνία του αύριο, του να δεις κάποιον άνθρωπο; Φτάνουμε σε σημείο να μην μπορούμε καν να αντιμετωπίσουμε αυτά τα αληθινά συναισθήματα, γιατί έχουμε μάθει να ζούμε με το να παρακολουθούμε τον άλλον, και τη στιγμή που εμείς θα θελήσουμε να συνεχίσουμε τη κουβέντα που ξεκίνησε πριν από κάποιες ώρες θα έχει χαθεί πια το ενδιαφέρον.
Αλλες φορές θα μπούμε στο προφίλ του άλλου, νομίζοντας πως ερχόμαστε σε επαφή με αυτόν. Θα μαλώσουμε μέσα από τα chats, στέλνοντας παράλληλα σε τρίτους το τι συμβαίνει. Θα γελάσουμε με πολλά «χαχαχαχαχαχαχα» έχοντας ανέκφραστο βλέμμα, πιστεύοντας ότι διασκεδάζουμε με αυτόν τον τρόπο. Θα μιλήσουμε πιο κοφτά και ελκυστικά για να τραβήξουμε την προσοχή, νομίζοντας πως έτσι προβάλλουμε τον εαυτό μας ως κάτι το ανώτερο, κάτι το σημαντικό.
Πλανόμαστε, παρ’ όλα αυτά, πιστεύοντας πως έτσι χαιρόμαστε, πως έτσι νιώθουμε, και ακόμη χειρότερα πως έτσι ζούμε… Το να κρύβεσαι πίσω από την οθόνη επειδή είναι το εύκολο σε κάνει αδύναμο, δειλό. Η μάσκα αυτή της δειλίας δένεται όλο και πιο πολύ με το πραγματικό σου πρόσωπο, και από αυτόν τον εικονικό κόσμο-φυλακή που ζεις δύσκολα μπορείς να ξεφύγεις.
Εστω και αν ταυτίστηκες τουλάχιστον με ένα από αυτά, τότε λυπάμαι, αλλά είσαι και εσύ συνένοχος.
Αγάπα. Ονειρέψου. Προσπάθησε. Διεκδίκησε. Ζήσε!
Σας ευχαριστώ θερμά για την προσοχή σας.