Τον Οκτώβριο του 1943 ξεκίνησε ο πρώτος γύρος του ελληνικού Εμφυλίου με την ολομέτωπη επίθεση του ΕΛΑΣ εναντίον του ΕΔΕΣ. Η διαταγή της επίθεσης προήλθε από τον ίδιο τον Γιώργη Σιάντο και είχε ως αφορμή την σύλληψη στελεχών του ΕΑΜ από τον Ζέρβα στην περιοχή της Ηπείρου, αλλά οι πραγματικές αιτίες του Εμφυλίου ήταν βαθύτερες.
Ο εμφύλιος μεταξύ των δύο αντιστασιακών οργανώσεων διήρκεσε τέσσερις μήνες και είχε αμφίρροπη εξέλιξη. Ξεκίνησε με την αρχική απρόσμενα εύκολη επιτυχία του ΕΛΑΣ να περάσει τον Άραχθο ποταμό, τοποθεσία που ευνοούσε τον αμυνόμενο, συνεχίστηκε με μάχες στην καρδιά της Ηπείρου, αλλά σύντομα οι τύχες του πολέμου άλλαξαν με την επέμβαση των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής, που χτύπησαν και τις δύο αντιστασιακές οργανώσεις με μεγάλη αποφασιστικότητα.
Ουσιαστικά η επίθεση του ΕΛΑΣ είχε αποτύχει ήδη από τις αρχές του 1944, καθώς ο ΕΔΕΣ δε συνετρίβη, ενώ και ο ΕΛΑΣ αντιμετώπιζε προβλήματα συντονισμού και έλλειψης πυρομαχικών, αφού οι Βρετανοί είχαν σταματήσει τις ρίψεις πολεμικού υλικού.
Ήδη από τις 19 Δεκεμβρίου 1943 η ηγεσία του ΕΛΑΣ, επιζητώντας κάποιο είδους συμβιβασμό με τον Ζέρβα, ζήτησε από τη διασυμμαχική αποστολή υπό τον Κρις Γουντχάουζ να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο.
Στις 21 Δεκεμβρίου ο πρωθυπουργός, Εμμανουήλ Τσουδερός, έκανε έκκληση από το ραδιόφωνο του Καΐρου για άμεση ειρήνευση μεταξύ των δύο αντιμαχομένων.
Ακολούθησε δεύτερο ραδιοφωνικό μήνυμα του Τσουδερού, αλλά και επίσημη δήλωση της σοβιετικής κυβέρνησης από τη Μόσχα, με την οποία παρότρυνε τους εμπλεκομένους να συμπτύξουν ενιαίο μέτωπο κατά του Άξονα.
Μέσα στον Ιανουάριο του 1944 ο Ζέρβας, εκμεταλλευόμενος τις συζητήσεις για την ανακωχή, εξαπέλυσε αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον του ΕΛΑΣ προς ανάκτηση του χαμένου εδάφους με σχετική επιτυχία.
Ο ΕΛΑΣ αντεπιτέθηκε στα τέλη Ιανουαρίου με σφοδρότητα ανατρέποντας εκ νέου τις δυνάμεις του Ζέρβα και ουσιαστικά υπαγορεύοντας από θέση ισχύος τους όρους της ανακωχής.
Οι όροι αυτοί προέβλεπαν ότι οι δύο οργανώσεις θα διατηρούσαν τα εδάφη που είχαν υπό την κατοχή τους ως εκείνη τη στιγμή, ο Ζέρβας όφειλε να αποκηρύξει δημοσίως όλα τα μέλη του ΕΔΕΣ Αθηνών που είχαν συνεργαστεί με τους Γερμανούς, ενώ οι διαπραγματεύσεις θα αφορούσαν την ενοποίηση – συγχώνευση των δύο οργανώσεων υπό κοινή ηγεσία.
Είναι φανερό πως οι όροι ήταν δυσμενείς για τον Ζέρβα, καθώς το πλαίσιο των συζητήσεων φάνταζε ασφυκτικό, αλλά αναγκάστηκε να τους αποδεχθεί, καθώς στρατιωτικά βρισκόταν σε δύσκολη θέση, ενώ και οι Άγγλοι τον πίεζαν να συμβιβαστεί.
Η ανακωχή υπεγράφη στις 4 Φεβρουαρίου 1944 και αποτέλεσε την εκκίνηση των διαπραγματεύσεων μεταξύ των δύο οργανώσεων, αρχικά στο χωριό Μυρόφυλλο Τρικάλων και εν συνεχεία στο χωριό Πλάκα του Αράχθου, όπου υπεγράφη και η τελική συμφωνία.
Στις διαπραγματεύσεις συμμετείχαν από την πλευρά του ΕΔΕΣ ο Πέτρος Νικολόπουλος και ο Κομνηνός Πυρομάγλου (στην Πλάκα παρευρέθη και ο ίδιος ο Ζέρβας), από το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ συμμετείχαν ο Στέφανος Σαράφης και οι πολιτικοί σύμβουλοι Πέτρος Ρούσος (Νικόλας) και Κ. Δεσποτόπουλος, ενώ από την πλευρά της ΕΚΚΑ ο Δημήτριος Ψαρρός και ο Γεώργιος Καρτάλης, που είχε και την προεδρία των διασκέψεων.
Από την πλευρά των Συμμάχων συμμετείχε ο Γουντχάουζ, ο οποίος είχε και την ευθύνη πολλών λεπτών χειρισμών κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων.
Η διάσκεψη ξεκίνησε στις 15 Φεβρουαρίου και από τις πρώτες της στιγμές φάνηκαν οι διαφορετικές επιδιώξεις όσων συμμετείχαν.
Η πρόθεση του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ ήταν να απορροφήσει τις άλλες δύο οργανώσεις και να συμμετάσχει με αυξημένη πολιτική ισχύ σε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας, του ΕΔΕΣ να διατηρήσει τη δύναμή του και τα εδάφη που κατείχε επιβιώνοντας έναντι ενός πανίσχυρου αντιπάλου, των Άγγλων να ενοποιήσουν τις δύο οργανώσεις και να τις θέσουν υπό τον απόλυτο έλεγχό τους, και αν όχι αυτό, τουλάχιστον να αποφύγουν την περαιτέρω ενίσχυση του ΕΑΜ.
Οι αντιπρόσωποι της ΕΚΚΑ, από την άλλη, βρίσκονταν στη δυσχερέστερη θέση απ’ όλους όσοι έλαβαν μέρος στις διαπραγματεύσεις. Στρατιωτικά ήταν η πιο ασθενής οργάνωση, ενώ ήταν περικυκλωμένη από τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, που είχαν συντριπτική υπεροχή πυρός.
Έτσι, αρχικά η αντιπροσωπεία της ΕΚΚΑ είχε αποφασίσει να τηρήσει κοινή στάση με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ώστε να διασφαλίσει την επιβίωσή της. Η στάση αυτή μεταβλήθηκε κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων συνεπεία της επέμβασης του Γουντχάουζ, και η ΕΚΚΑ προσέγγισε τις θέσεις του ΕΔΕΣ απομονώνοντας το ΕΑΜ.
Η διαπραγμάτευση έγινε σε 14 συνεδριάσεις, οι οποίες στην εξέλιξή τους ανέδειξαν το πλήρες αδιέξοδο.
Για να γίνει αντιληπτό το κλίμα καχυποψίας που επικρατούσε, υπήρξε έντονη λεκτική αντιπαράθεση μεταξύ των αντιπροσώπων ακόμη και για την επιλογή του χωριού όπου θα συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις.
Η συζήτηση για την ενοποίηση των τριών οργανώσεων δεν είχε καμία πιθανότητα να καταλήξει σε αποτέλεσμα λόγω του αγεφύρωτου χάσματος μεταξύ των συμμετασχόντων, κάτι που καταλαβαίνει εύκολα κανείς διαβάζοντας τα πρακτικά των συνεδριάσεων.
Οι τελικές δύο συνεδριάσεις στις 28 και 29 Φεβρουαρίου ήταν και οι πλέον κρίσιμες.
Στην προτελευταία συνεδρίαση ο Ζέρβας ζητούσε επίμονα να εξαιρεθεί η Ήπειρος από τη νέα κοινή διοίκηση, ώστε να εξασφαλιστεί ο ΕΔΕΣ.
Οι τόνοι ανέβηκαν περαιτέρω όταν ο Πυρομάγλου κατηγόρησε τον ΕΛΑΣ ότι ξεκίνησε τον Εμφύλιο αρκετά νωρίτερα από τον Οκτώβριο του 1943 σε όλη την ελληνική ύπαιθρο εναντίον όλων των υπόλοιπων αντιστασιακών οργανώσεων.
Οι δύο πλευρές ενέμεναν στις απόψεις τους, με αποτέλεσμα να υπάρχει έξαψη των πνευμάτων και να απειλείται μέχρι και ένοπλη σύρραξη.
Στη δύσκολη εκείνη στιγμή παρενέβη παρασκηνιακά ο Γουντχάουζ στην πλευρά του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και τελικώς το απόγευμα της 29ης Φεβρουαρίου υπεγράφη το πρωτόκολλο της συμφωνίας Μυρόφυλλου – Πλάκας.
Η συμφωνία αυτή συνοπτικά προέβλεπε τα εξής:
α) κατάπαυση εχθροπραξιών ΕΛΑΣ – ΕΔΕΣ
β) διατήρηση των εδαφών που κατείχαν κατά την ημέρα της συμφωνίας
γ) κοινή τους δράση εναντίον του κατακτητή
δ) μικτή επιτροπή που θα επέβλεπε την εφαρμογή της συμφωνίας
ε) απελευθέρωση κρατουμένων και ομήρων
στ) ανεφοδιασμό για όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις
ζ) καταδίκη των ταγμάτων ασφαλείας και της κατοχικής κυβέρνησης Ράλλη
Στη συμφωνία υπήρχε και ένας μυστικός όρος, ο οποίος προέβλεπε ότι όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις όφειλαν να συνδράμουν στο περίφημο συμμαχικό σχέδιο «Κιβωτός του Νώε», που αφορούσε όλες εκείνες τις στρατιωτικές ενέργειες που θα επέτρεπαν στην εξόριστη ελληνική κυβέρνηση να επιστρέψει αναίμακτα στην Αθήνα μετά τη διαφαινόμενη εκείνη την εποχή αποχώρηση των Γερμανών.
Αναμφίβολα, αρχιτέκτονας της συμφωνίας ήταν ο Γουντχάουζ, αρχηγός της Συμμαχικής αποστολής στην Ελλάδα, που χειρίστηκε με έξυπνο τρόπο τους φόβους και τις ανασφάλειες όσων συμμετείχαν στη διάσκεψη, καθοδηγώντας τους αντιπροσώπους του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ σε κοινό μέτωπο κατά του ΕΑΜ.
Επίσης, πολύ σημαντική ήταν η παρουσία του Καρτάλη, που κατάφερε με ευστροφία και κατάλληλους χειρισμούς να μην αναλωθεί η συνδιάσκεψη με άσκοπες συζητήσεις για το παρελθόν, αλλά να επικεντρωθεί στα ζητήματα που θα έχτιζαν μια πιθανή συμφωνία.
Επίσης, η μη συμμετοχή του Άρη Βελουχιώτη στη συνδιάσκεψη πρέπει να θεωρηθεί μάλλον ως χειρονομία του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ για να βρεθεί συμβιβαστική λύση.
Αποτίμηση της συμφωνίας
Η συμφωνία Μυρόφυλλου – Πλάκας μπορεί φαινομενικά να μοιάζει ασήμαντη μπροστά στα όσα ακολούθησαν με τη βίαιη διάλυση της ΕΚΚΑ, τη δολοφονία του Ψαρρού και την ίδρυση της ΠΕΕΑ, όμως αυτό δεν ισχύει.
Αντιθέτως, υπήρξε σημαντική, επειδή ουσιαστικά διέσωσε τον ΕΔΕΣ από μια πλήρη εξόντωσή του από τον ισχυρότερο ΕΛΑΣ, παγίδευσε τον ΕΛΑΣ εξαναγκάζοντάς τον σε συμμετοχή στην «Κιβωτό του Νώε», ενώ αποτέλεσε μια γέφυρα για τη Συνδιάσκεψη του Λιβάνου που ακολούθησε.
Η συμφωνία ευνοούσε τον ΕΔΕΣ, καθώς δε συγχώνευε τις αντιστασιακές οργανώσεις υπό κοινή ηγεσία, όπως επιθυμούσε η ηγεσία του ΕΛΑΣ, για να απορροφήσει τις άλλες δύο οργανώσεις.
Σύμφωνα με τον Γουντχάουζ, η συμφωνία Μυρόφυλλου – Πλάκας αποτελεί τον πρώτο κρίκο στην αλυσίδα των πολύ σημαντικών συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας, που οδήγησαν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ στον τελικό συμβιβασμό.
Σύμφωνα με τον Ευάγγελο Αβέρωφ, η συμφωνία αυτή αποτέλεσε τη βάση όλων των συμφωνιών που ακολούθησαν και επέτρεψαν στην εξόριστη κυβέρνηση να επιστρέψει αναίμακτα στην Ελλάδα.
Ο Πυρομάγλου θεωρεί τη συμφωνία εθνικής σημασίας, καθώς έδωσε την ευκαιρία στις δύο μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις να αφοσιωθούν στον αγώνα κατά των Γερμανών με σημαντικά θετικά αποτελέσματα για τη Συμμαχική προσπάθεια, ενώ έστω υπό αντίξοες συνθήκες η ελληνική εθνική αντίσταση παρουσιάστηκε ενωμένη ενώπιον της ελληνικής και διεθνούς κοινής γνώμης.
Από την πλευρά της Αριστεράς, ο Βλαντάς στις αναμνήσεις του θεωρεί τη συμφωνία ως τον «προθάλαμο της ήττας του επαναστατικού κινήματος της Εθνικής αντίστασης».
Τη συμφωνία αποδοκίμασε και ο Άρης Βελουχιώτης, θεωρώντας την ως προοίμιο της αγγλικής επικράτησης στην Ελλάδα, συμμορφώθηκε όμως με το γράμμα της χωρίς αντιρρήσεις προς την ηγεσία του ΚΚΕ, που φάνηκε να επιδιώκει ένα συμβιβασμό.
(Πηγή πληροφοριών: Θέματα Ελληνικής Ιστορίας – istorikathemata.com)