Μέχρι τώρα η Τουρκία είχε προσπαθήσει να έχει μια εμπλοκή στη συριακή κρίση που να εξυπηρετεί τον όποιον σχεδιασμό είχε και ταυτόχρονα να την προφυλάσσει από κινδύνους. Για μια χώρα που ούτως ή άλλως είχε για πολλά χρόνια έναν όχι και τόσο χαμηλής έντασης πόλεμο με το κουρδικό αντάρτικο το κόστος φάνταζε διαχειρίσιμο. Όμως, οι εξελίξεις στην Ιντλίμπ με τα δεκάδες θύματα μεταξύ των τουρκικών ένοπλων δυνάμεων, ύστερα από την αντεπίθεση των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων μετά την ανακατάληψη της Σαρακέμπ από δυνάμεις υποστηριζόμενες από την Τουρκία, διαμορφώνει νέα δεδομένα.
Οι ανακοινώσεις της τουρκικής κυβέρνησης, ύστερα από έκτακτη σύσκεψη στις 27 Φεβρουαρίου ότι πλέον θα πληγούν στόχοι της συριακής κυβέρνησης παραπέμπουν σε μια ακόμη μεγαλύτερη κλιμάκωση των τουρκικών πολεμικών επιχειρήσεων με ανοιχτό το ερώτημα για το εάν και πώς θα γίνουν αυτές, ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι ο εναέριος χώρος της Συρίας παραμένει σε μεγάλο βαθμό υπό τον έλεγχο των ρωσικών δυνάμεων που υποστηρίζουν τη συριακή κυβέρνηση.
Επιπλέον, πέραν των αναμενόμενων υψηλών τόνων, δεδομένου και του μεγέθους των απωλειών, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι η νέα κλιμάκωση συνδυάζεται με μια εμφανή στρατηγική αποκλιμάκωσης της τουρκικής εμπλοκής στη συριακή κρίση.
Μια εμπλοκή που πάντα χρειάστηκε την ανοχή άλλων δυνάμεων
Παρότι η Τουρκική εμπλοκή στη συριακή κρίση, ξεκινώντας από τα αρχή της υποστήριξης τμήματος της αντιπολίτευσης, μέχρι τη σημερινή κλιμάκωση της αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων στην Ιντλίμπ, αποτέλεσε την πιο μεγάλη «προβολή ισχύος» και τη διεκδίκηση ρόλου περιφερειακής δύναμης από τη μεριά της Τουρκίας, την ίδια στιγμή εξαρχής ήταν μία κίνηση που δεν μπορούσε να σταθεί από μόνη της, χωρίς τη στήριξη ή την ανοχή άλλων δυνάμεων.
Αυτό φάνηκε και στην αρχή όταν η Τουρκία είδε σταδιακά άλλες δυνάμεις, όπως ήταν η Σαουδική Αραβία, να στηρίζουν άλλες μερίδες της αντιπολίτευσης από αυτές που στήριζε η ίδια και το Κατάρ, και αργότερα με την ανάδυση του κινδύνου από το Ισλαμικό Κράτος αλλά και σήμερα γύρω από την Ιντλίμπ. Σε όλες τις περιπτώσεις η Τουρκία στηρίχτηκε, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, στη στήριξη ή την ανοχή άλλων δυνάμεων.
Η ανοχή της Ρωσίας μέχρι τώρα
Από ένα σημείο και μετά η Τουρκία στηρίχτηκε στην παρουσία και την ανοχή της Ρωσίας, καθώς η Μόσχα αναδύθηκε τα τελευταία χρόνια ως η μόνη δύναμη που προσπαθούσε να μεθοδεύσει μια πολιτική διέξοδο, ιδίως από τη στιγμή που κατέστη σαφές ότι δεν ετίθετο ζήτημα ανατροπής της κυβέρνησης Άσαντ.
Κυρίως δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι ήταν η Ρωσία αυτή που εγγυήθηκε στην Τουρκία ότι δεν θα διαμορφωθεί μια οιονεί κουρδική κρατική οντότητα, την ώρα που οι ΗΠΑ στηρίζονταν πρωτίστως στις κουρδικές δυνάμεις πολιτοφυλακής, ενώ χωρίς τη ρωσική ανοχή η Τουρκία δεν θα είχε μπορέσει να πραγματοποιήσει την εισβολή στην περιοχή της Αφρίν που ήταν το πρώτο βήμα περιορισμού των υπό κουρδικό έλεγχο περιοχών.
Αντίστοιχα, μετά την ανακοίνωση της μερικής αμερικανικής αποχώρησης από τη βορειοανατολική Συρία ήταν πάλι η Ρωσία που εγγυήθηκε τελικά τη δυνατότητα της Τουρκίας να αποκτήσει τη ζώνη ασφαλείας που διεκδικούσε, έστω και σε μικρότερη έκταση.
Και βέβαια, η ίδια η τουρκική παρουσία στην Ιντλίμπ και η διάσωση των ένοπλων ισλαμικών ομάδων που υποστηρίζει και που βρίσκονται στην περιοχή της Ιντλίμπ, ήταν το αποτέλεσμα της συναίνεσης που έδωσε η Ρωσία και η οποία αποτυπώθηκε στη συμφωνία του Σότσι το 2018.
Το τέλος της ρωσικής υπομονής
Όμως, η Ρωσική παρουσία στη Συρία δεν αποσκοπούσε απλώς στο να εξασφαλίσει κάποιες ισορροπίες. Η Ρωσία διεκδικούσε και διεκδικεί να είναι η δύναμη που θα μπορούσε να εγγυηθεί μια πολιτική λύση, που να εξασφαλίζει την εδαφική και πολιτική ακεραιότητα της Συρίας και τη δρομολόγηση μιας συνεννόησης ανάμεσα στην κυβέρνηση Άσαντ και τα πιο πολιτικά τμήματα της αντιπολίτευσης, τραβώντας μιας διαχωριστική γραμμή με τις οργανώσεις που θεωρεί τρομοκρατικές. Σε αυτό το πλαίσιο θεωρούσε δόκιμη την τουρκική ανησυχία σε σχέση με το κουρδικό και αποδέχτηκε το δικαίωμα της Άγκυρας να έχει ένα λόγο, όμως δεν δέχτηκε ποτέ να είναι απλώς μια δύναμη που εξυπηρετούσε τις τουρκικές «προβολές ισχύος».
Εντός αυτού του πλαισίου η Μόσχα μπορούσε να επιδεικνύει ευελιξία και να προτείνει συμβιβασμούς. Η συμφωνία του Σότσι ήταν ένα τέτοιο παράδειγμα. Η Τουρκία θα διέσωζε τις ένοπλες δυνάμεις που στηρίζει, όμως υπό τον όρο ότι θα αναλάμβανε αυτή τη διαδικασία απομάκρυνσης και αφοπλισμού των πιο επιθετικών ένοπλων ισλαμιστικών οργανώσεων που είχαν βρεθεί εκεί και κυρίως αυτών που είχαν σχέση με αυτό που ήταν προηγουμένως η Αλ Κάιντα στη Συρία.
Την ίδια ώρα η Τουρκία προσπάθησε να εκμεταλλευτεί αυτή τη συμφωνία για να μπορέσει να διευρύνει την παρουσία της στη Συρία, εκτός όλων των άλλων και ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να μεταφέρει πρόσφυγες που είναι στο έδαφός της στις περιοχές όπου υπήρχε ενισχυμένη κουρδική παρουσία, με σκοπό τη διαμόρφωση ευνοϊκότερης πληθυσμιακής σύνθεσης.
Όμως, για τη Μόσχα ο συγκεκριμένος συμβιβασμός είχε πάντα ένα όριο, μια ημερομηνία λήξης, που ήταν η σταδιακή απομάκρυνση των ομάδων που η κυβέρνηση θεωρεί τρομοκρατικές και η επέκταση της κυριαρχίας της συριακής κυβέρνησης και σε αυτή την περιοχή.
Η Τουρκία από τη μεριά της θεωρούσε ότι αυτό θα διακύβευε τη δική της παρουσία συμπεριλαμβανομένου του τρόπου που θέλει να χρησιμοποιήσει τη μετεγκατάσταση των προσφύγων.
Η κλιμάκωση της σύγκρουσης
Το όριο του συμβιβασμού φάνηκε όταν οι συριακές κυβερνητικές δυνάμεις, με την υποστήριξη ρωσικών και ιρανικών δυνάμεων, άρχισαν να διεκδικούν μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας της Ιντλίμπ, ιδίως από τη στιγμή που απέκτησαν και μεγαλύτερο έλεγχο στην περιοχή του Χαλεπιού. Αυτό επιτάθηκε και από τη διαπίστωση ότι υπήρχαν επιθέσεις εναντίον τους προερχόμενες από αυτές τις περιοχές. Επίκεντρο της διεκδίκησης ο έλεγχος των δύο αυτοκινητοδρόμων, του Μ4 και το Μ5 που είναι κομβικοί για την επικοινωνία ανάμεσα στις διαφορετικές περιοχές της χώρας.
Απέναντι σε αυτό η Τουρκία επέλεξε να κλιμακώσει τη στρατιωτική εμπλοκή της επιδιώκοντας να ανακόψει την κίνηση των κυβερνητικών δυνάμεων. Ανάμεσα στις 2 και τις 22 Φεβρουαρίου περίπου 2700 τουρκικά στρατιωτικά οχήματα όλων των ειδών μπήκαν στο συριακό έδαφος και ο αριθμός των τούρκων στρατιωτών στην περιοχή της Ιντλίμπ έφτασε τις 7400. Μόνο που αυτή η κλιμάκωση της παρουσίας σήμαινε και την κλιμάκωση των τουρκικών απωλειών.
Ακόμη και η μεγαλύτερη πρόσφατη επιτυχία των τουρκικών δυνάμεων και των ένοπλων ομάδων της αντιπολίτευσης που στηρίζουν, δηλαδή η ανακατάληψη της Σαρακέμπ ήρθε με κόστος απωλειών, με αποκορύφωμα τα τουλάχιστον 33 θύματα στις 27 Φεβρουαρίου.
Παρότι η ανακατάληψη της Σαρακέμπ, που έσπασε την πολιορκία σε ορισμένες τουρκικές θέσεις ήταν η πρώτη απώλεια πρόσφατα κατακτημένης περιοχής από τις κυβερνητικές δυνάμεις, εντούτοις οι τελευταίες συνεχίζουν να καταλαμβάνουν θέσεις στην περιοχή της Σαλ Αλ-Γκαμπ, στην περιφέρεια της Χάμα, πλησιάζοντας το να την ελέγξουν πλήρως.
Παρότι η ρητορική του Ερντογάν, ιδίως μετά τις εξελίξεις στις 27 Φεβρουαρίου, παραπέμπει σε μια συνολική αντιπαράθεση με τις συριακές κυβερνητικές δυνάμεις και παρά την ύπαρξη επιμέρους επιτυχιών όπως η ανακατάληψη της Σαρακέμπ. η Τουρκία γνωρίζει καλά ότι δεν μπορεί να κερδίσει αυτό τον πόλεμο, εάν τον δει ως γενικευμένη σύγκρουση με τη συριακή κυβέρνηση, ιδίως όταν αυτή έχει τη στήριξη μαχητών υποστηριζόμενων από το Ιράν και φυσικά της ρωσική αεροπορίας, την ώρα που η αμερικανική υποστήριξη στην Τουρκία είναι περισσότερο ρητορική και οι ΗΠΑ, που καλούν σε άμεση κατάπαυση πυρός, δεν έχουν δείξει διάθεση παραπέρα εμπλοκής. Ανεξαρτήτως ρητορικής, η Τουρκία πολύ δύσκολα μπορεί να κερδίσει έναν πόλεμο ενάντια στις κυβερνητικές δυνάμεις.
Ούτε θέλει η Άγκυρα να προχωρήσει σε μια συνολική ρήξη με τη Μόσχα και γιατί έχει μαζί ένα ευρύ φάσμα οικονομικών και πολιτικών συνεργασιών και γιατί δεν θέλει να διακυβεύσει τις εγγυήσεις που έμπρακτα προσφέρει ως προς το κουρδικό ζήτημα.
Η διαρκής αντίφαση της τουρκικής πολιτικής
Αυτό εξηγεί και τη διαρκή αντίφαση της τουρκικής πολιτικής. Από τη μια να υψώνει τους τόνους και να κλιμακώνει την εμπλοκή και από την άλλη να ξέρει ότι δεν μπορεί μεσοπρόθεσμα να κερδίσει με όρους καθαρά στρατιωτικούς.
Από τη μια, το προηγούμενο διάστημα να έχει έρθει σε αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ για τη στήριξή τους στους Κούρδους και τώρα να ζητά αμερικανική εμπλοκή σε μια σύγκρουση από την οποία οι ΗΠΑ έχουν σε μεγάλο βαθμό αποχωρήσει. Από τη μια να αρνείται τις ρωσικές προτάσεις και από την άλλη να αντιλαμβάνεται ότι μόνο η Ρωσία μπορεί να εγγυηθεί ένα συμβιβασμό.
Από τη μια να γνωρίζει τα όρια της εμπλοκής στη Συρία και από την άλλη να κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με παρατεταμένη και αιματηρή σύγκρουση, με μεγάλο κόστος και η οποία θα την κάνει μέρος του προβλήματος και όχι του συνασπισμού που θα φέρει την λύση.
Η ρωσική πρόταση και η τουρκική παλινωδία
Η Μόσχα σε αυτή τη φάση δεν επιθυμεί να εξυπηρετήσει τα τουρκικά σχέδια. Είναι διατεθειμένη να προσφέρει ένα συμβιβασμό και να εγγυηθεί και ότι η Τουρκία δεν θα φαντάζει ηττημένη, αλλά υπό τον όρο ότι δεν θα αναιρεθεί ο πραγματικός συσχετισμός δύναμης και οι θέσεις που κατέκτησαν οι κυβερνητικές δυνάμεις. Αυτό σηματοδοτεί η θέση ότι δεν μπορούν να επιστρέψουν τα πράγματα σε αυτά που προέβλεπε η συμφωνία του Σότσι.
Αυτό αποτυπώθηκε στη ρωσική πρόταση για ζώνη βάθους 16 χιλιομέτρων υπό τουρκικό έλεγχο, ρωσικό έλεγχο των περασμάτων ανάμεσα στην Ιντλίμπ και την Αφρίν, κοινό ρωσικό και τουρκικό έλεγχο των αυτοκινητοδρόμων και μετακίνηση προς τα σύνορα των τουρκικών παρατηρητηρίων.
Παράλληλα, η Ρωσία επιμένει ότι δεν μπορεί να υπάρξει λύση εάν δεν αντιμετωπιστούν οι ομάδες που χαρακτηρίζει ως τρομοκρατικές και χρησιμοποιούν ως ορμητήριο την περιοχή της Ιντλίμπ.
Παράλληλα, η Μόσχα επιμένει ότι η συζήτηση για πολιτική λύση οφείλει να γίνει μεταξύ των δυνάμεων που συμμετέχουν στην «διαδικασία της Αστάνα» δηλαδή της Ρωσίας, της Τουρκίας και του Ιράν, απορρίπτοντας την τουρκική πρόταση για τετραμερή συνάντηση Τουρκίας, Ρωσίας, Γερμανίας και Γαλλίας.
Η Τουρκία σε αυτή τη φάση δυσκολεύεται να δεχτεί τους ρωσικούς όρους, την ώρα που δεν μπορεί να επιβάλει κάποιους διαφορετικούς. Περισσότερο δείχνει να συνδυάζει τη στρατιωτική πίεση με την πολιτική ελπίζοντας ότι θα μπορέσει να υπάρξει μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που αφενός να της δίνει κάποιες από τις προηγούμενες θέσεις της, αφετέρου να της επιτρέψει να μην εμπλακεί παραπέρα σε πολεμικές επιχειρήσεις. Ωστόσο σε πρώτη φάση, αυτό που έχει πετύχει είναι να είναι αντιμέτωπη με ακόμη μεγαλύτερη πολεμική εμπλοκή. Η Μόσχα, από τη μεριά της έδειξε να πιστεύει ότι είναι η Τουρκία που πρέπει να παραμείνει υπό πίεση ώστε να έρθει με πιο ρεαλιστικό πνεύμα στη διαπραγμάτευση. Βέβαια, η Μόσχα δεν δείχνει να επιθυμεί και μια γενικευμένη σύγκρουση, στο βαθμό που θέλει να κατοχυρωθεί ως δύναμη που εγγυάται την ειρήνη στην περιοχή.
Πάντως είναι ενδεικτικό ότι η Τουρκία αποφεύγει να επιρρίπτει ευθύνες στις ρωσικές δυνάμεις, στοχοποιώντας μόνο τις κυβερνητικές δυνάμεις, την ίδια ώρα που η Ρωσία διαβεβαίωσε ότι η ρωσική αεροπορία δεν είχε συμμετοχή στην επίθεση κατά των τουρκικών δυνάμεων. Ωστόσο, το Ρωσικό Υπουργείο Άμυνας έσπευσε να υπογραμμίσει ότι οι τουρκικές δυνάμεις που δέχτηκαν την επίθεση ήταν σε περιοχή που δρούσαν τρομοκράτες, ότι με βάση την ενημέρωση που είχαν από την Τουρκία δεν μπορούσαν να ήταν εκεί τουρκικές δυνάμεις και ότι η Ρωσία πήρε πρωτοβουλία για να σταματήσουν τα πυρά των συριακών κυβερνητικών δυνάμεων.
Η ρωσική διάθεση να υπάρξουν πολιτικές πρωτοβουλίες φάνηκε και στο γεγονός ότι τελικά στην επικοινωνία που είχαν στις 28 Φεβρουαρίου ο Πούτιν με τον Ερντογάν συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί συνάντησή τους. Πάντως ο Σεργκέι Λαβρόφ φρόντισε να θέσει τα όρια της ρωσικής στάσης: «Ο Συριακός Στρατός έχει το δικαίωμα να σταματήσει τους τρομοκράτες στην Ιντλίμπ. Η Ρωσία δεν μπορεί να αποτρέψει τον Συριακό στρατό από το να το κάνει. Είμαστε σε συνεχή διάλογο με την Τουρκία».