Από τότε που κυριάρχησε ως καπιταλιστική δύναμη, η Κίνα εγκαταστάθηκε με πολλούς τρόπους στο επίκεντρο του διεθνούς ενδιαφέροντος. Πιο πριν, από το 1949, είχε γίνει κομμουνιστική και ήταν ερμητικά κλειστή: πρόβλημα σαν του ιού ουδέποτε θα μπορούσε να προέλθει από εκεί. Ο μαοϊσμός ήταν σκληρό καθεστώς, που ανταγωνιζόταν την ΕΣΣΔ σε ιδεολογική αγριότητα.
Οι σχέσεις τους ήταν δύσκολες, τόσο για γεωπολιτικούς λόγους όσο και για την πρωτοκαθεδρία του κομμουνιστικού κόσμου. Εγινε δε πολύ πιο πικρή από την ώρα που, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, η Κίνα άρχισε να «φλερτάρει» τόσο με τις ΗΠΑ, από τα χρόνια του Νίξον, όσο και με την Ιαπωνία, με την οποία τη χώριζε ένα παρελθόν αιματηρό όσο ανάμεσα σε λίγες χώρες. Ολα αυτά τέλειωναν σταδιακά ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η εποχή του στραγγαλιστικού κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού και η πλήρης απαγόρευση ιδιωτικών επιχειρήσεων που δέσποζαν επί δεκαετίες καταργήθηκαν, όπως και η κολεκτιβοποίηση της γης, που άρχισε τότε να ιδιωτικοποιείται. Και έδωσαν τη θέση τους σε ένα ιδιότυπο καθεστώς που εξελίχθηκε σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα: στη δεύτερη ισχυρότερη οικονομία στον κόσμο με τάση να ξεπεράσει ακόμα και τις ΗΠΑ.
Μετά τον θάνατο του Μάο η Κίνα συνήψε διπλωματικές σχέσεις με την Ιαπωνία που έγινε τελικά ο μεγαλύτερος, παράλληλα με τις ΗΠΑ, επενδυτής στη χώρα. Μεταφέρθηκε πολύ προηγμένη τεχνογνωσία σε όλους τους τομείς, το βιοτικό επίπεδο άρχισε να ανεβαίνει, το «Made in China» έκανε τα πρώτα του βήματα στον κόσμο, ώσπου τον κατέκτησε.
Κύριο ορόσημο αυτής της πορείας υπήρξε η ανακοίνωση του εκτεταμένου προγράμματος ενίσχυσης της ιδιωτικής πρωτοβουλίας και σκληρής λιτότητας θατσερικού τύπου τον Φεβρουάριο του 1981. Ομως, στη Δύση, πολλοί, εκείνη την εποχή μα και πολύ αργότερα, εξακολουθούσαν να υμνούν το κομμουνιστικό παράδειγμα της Κίνας ως «απάντηση» στον καπιταλισμό τον οποίο η ίδια είχε ήδη αγκαλιάσει με πάθος. Στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, διανοούμενοι, ιδίως της Αριστεράς, έβριζαν τη Θάτσερ και τον Ρίγκαν, ήταν καχύποπτοι και προσεκτικοί με την ΕΣΣΔ λόγω του Ψυχρού Πολέμου, όμως θαύμαζαν την Κίνα. Αλλά όχι για αυτό που η ίδια έκανε, μα για εκείνο που στη φαντασία τους συνέβαινε.
Ακριβώς όταν οι Κινέζοι ξεκινούσαν τη δική τους «Αλλαγή» προς τον καπιταλισμό στις αρχές του 1981, εμείς πηγαίναμε ανάποδα: στο ΠΑΣΟΚ. Ερχόταν στην εξουσία, καβάλα σε τσουνάμι ψεύτικης ελπίδας για έναν «παράδεισο κρατισμού» που επίσης ήρθε. Οχι ο παράδεισος. Ο κρατισμός. Μόνος του. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά σε όλους.
η Ελλάδα έχασε όχι μία, αλλά τρεις δεκαετίες. Αυτές ακριβώς που κέρδισε η Κίνα σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία και δραματικά και εμείς κάναμε σαν να μη μας αφορούσε. Εχασε τελικά την ανεξαρτησία της. Εχασε και μισό εκατομμύριο νέους ανθρώπους, που ακόμα και για την Κίνα δεν θα ήταν λίγοι. Τι κι αν μέχρι και οι Κινέζοι καταργούσαν την κρατική οικονομία και αναζητούσαν μανιακά ξένες επενδύσεις; Τι κι αν το 1981 άρχισαν να κλείνουν τις μη βιώσιμες κρατικές επιχειρήσεις στη χώρα τους; Εμείς όχι μόνον κρατούσαμε τεχνητά τις παλιές στη «ζωή», αλλά φτιάχναμε σωρηδόν και νέες. Το ’81 η Κίνα έγινε καπιταλιστική και εμείς κρατικιστές. Πήγαμε τριάντα χρόνια πίσω.
Θα πει κανείς: ό,τι έγινε έγινε, τώρα είναι αλλιώς. Ακόμα και οι ιοί έρχονται απ’ την Κίνα. Εδώ είναι όμως αλλιώς; Παρά τη δεκαετή πτώχευση, η ελληνική κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορεί να τη ζει το κράτος; Οτι οι επιχειρήσεις δεν είναι ο… έξω από δω; Το έχει πιστέψει; Ή πολλοί φαντάζονται ότι τέτοιες «καλές» μέρες κάποτε θα επιστρέψουν;