Ολο και πιο περίπλοκη γίνεται η περίστασή μας. Κάθε φορά που συναντιόμαστε με ένα υπαρκτό πρόβλημα που ζητάει λύση, μικρό ή μεγάλο, κερδίζει η στάση «απέναντι και εναντίον».
Είναι γνωστό ότι η πολιτική είναι βαριά τραυματισμένη στον τόπο μας. Χρόνια κρίσης, έξαρση της αντιπαλότητας, κατάχρηση της ακρότητας του λόγου, καταφυγή ακόμη και στη βία. Τα τελευταία γεγονότα στα νησιά του Βορείου Αιγαίου μιλάνε με τον τρόπο τους για την ανάγκη να ξαναβρούμε πάλι τη χρησιμότητα της πολιτικής στην πληρότητά της. Υπερβαίνοντας το «απέναντι και εναντίον». Αφήνοντας πίσω μας την τέλεια αυτή παγίδα, που η ευκολία του στήνει.
Η πολιτική από τη φύση της, η πολιτική σύγκρουση στο πρώτο της βήμα, είναι αναπόφευκτα απέναντι και εναντίον. Κάτι θέλει να αρνηθεί, κάτι επιδιώκει να καταρρίψει, κάτι θέλει να γκρεμίσει. Αυτή η πλευρά, η πλευρά της πολιτικής που προτάσσει τη σύγκρουση για τη σύγκρουση, είναι ο μισός εαυτός της. Ο μισός εαυτός της, που εγκλωβισμένος στο στενό όριο της άρνησης, χάνει κάθε διαλεκτικότητα, γίνεται μέρος της πραγματικότητας που εξωτερικά αμφισβητεί, απορροφάται από αυτή και στο τέλος την τρέφει.
Αν η πολιτική νοείται αρχικά ως απέναντι και εναντίον, βρίσκει την ολοκλήρωσή της, πετυχαίνει την πληρότητά της όταν, μαζί και ταυτόχρονα, προτάσσει ένα σχέδιο, διατυπώνει μια πρόταση, είναι εργάτης μιας λύσης.
Εργαλείο κίνησης είναι η πολιτική μέσα στις μικρές ή μεγάλες διαλεκτικές ροές, που μόνες τους ή παράλληλες, διαμορφώνουν και ορίζουν τις συνθήκες και τη δυναμική τροπή μιας εποχής, της δίνουν υπόσταση, περιεχόμενο και νόημα.
Αυτό που συνηθίσαμε να ονομάζουμε κρίση έχει αφήσει βαθύ τραύμα πάνω στο κοινωνικό σώμα και έχει βαριά αιχμαλωτίσει την πολιτική, την κινητήρια αυτή λειτουργία. Η πολιτική είναι το μεγάλο θύμα της κρίσης. Εγκλωβισμένοι οι «υπηρέτες» της στον μισό ανάπηρο εαυτό της, μάταια πασχίζουν να της δώσουν τον ζωογόνο ρόλο της, κρατώντας ως όπλο μόνο το «απέναντι και εναντίον».
Οσο αυτό και αν φαίνεται εμπνευστικό, όσο και αν κινητοποιεί μεγάλους αριθμούς και «μάζες», όσο και αν γίνεται πλατφόρμα κάθε δημαγωγικής πολιτικής σκοπιμότητας ή εκλογικής αποτελεσματικότητας, φέρει μέσα του τη συντήρηση του παλαιού και την ανακύκλωση του φθαρμένου. Γίνεται η παιδαγωγική του αρνητισμού και συχνά το άλλοθι της καθυστέρησης.
Το «απέναντι και εναντίον» έχει πια εξαντληθεί. Αν μένει ένας δρόμος απομάκρυνσης από το τέλμα της άρνησης, είναι η παθιασμένη υπεράσπιση της πολιτικής στην ολοκληρωμένη εκδοχή της. Δεν έχουμε πια το δικαίωμα «να ξαναπέσουμε στα ίδια λάθη».