Η «σινε-παρμένη», μία παράσταση που παρακολουθήσαμε σε αγαπημένους θερινούς κινηματογράφους της Αθήνας τον Ιούνιο του 2019 στo πλαίσιo του Φεστιβάλ Αθηνών επιστρέφει στο θέατρο Αργώ κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή.
Η παράσταση βασίζεται στη νουβέλα «Η αφηγήτρια ταινιών» του χιλιανού συγγραφέα Hernán Rivera Letelier (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αντίποδες, σε μετάφραση Λένας Φραγκοπούλου). Τη σκηνοθεσία κάνει ο Θανάσης Χαλκιάς ενώ πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί Ηλέκτρα Γεννατά, Μαρία Θρασυβουλίδη, Θανάσης Χαλκιάς.
Είναι η ιστορία ενός μικρού και φτωχού κοριτσιού από τα νιτροχώρια της Χιλής, τους οικισμούς που έχτιζαν οι μεγάλες ξένες εταιρείες εξόρυξης νιτρικών αλάτων στην έρημο Ατακάμα. Το κορίτσι αποκτά ιδιαίτερη σχέση με τον κινηματογράφο, καθώς οι δικοί της, μην μπορώντας να πληρώσουν περισσότερα από ένα εισιτήριο, στέλνουν εκείνη να παρακολουθεί ταινίες, ώστε μετά να τους τις αφηγείται. Η θαυμαστή αφηγηματική και παραστατική ικανότητα που αναπτύσσει το κοριτσάκι μαγεύει σιγά-σιγά όλο το χωριό και γίνεται η πολύτιμη πέτρα στο φτηνό δαχτυλίδι της ζωής της.
Η πρωταγωνίστρια της παράστασης Ηλέκτρα Γεννατά μιλάει στα «Νέα» για το ρόλο της, τον κινηματογράφο και την αφήγηση.
Πώς χειρίζεστε το ρόλο σας;
Ο συγκεκριμένος ρόλος έχει την εξής ιδιαιτερότητα: είναι χωρισμένος στη μέση. Η ηρωίδα σε δύο φάσεις της ζωής της: την παιδική και την ενήλικη. Είναι ενδιαφέρον και συνάμα παράξενο για τον ηθοποιό να βλέπει «τη ζωή του» (του ρόλου εννοώ) να ξετυλίγεται μπροστά του και να ξαναζεί τα γεγονότα που τον σημάδεψαν μέσα από το σώμα, την ψυχή και την έκφραση κάποιου άλλου. Εγώ παίζω μια γυναίκα μεγάλη και η Μαρία Θρασυβουλίδη παίζει τον ίδιο ρόλο σε μικρή ηλικία. Σαν τα κομμάτια ενός παζλ που βρίσκουν τη θέση τους το ένα πλάι στο άλλο με τον πιο αθόρυβο και ήπιο τρόπο. Επίσης και οι τρεις ηθοποιοί εκτός από τους ρόλους που ερμηνεύουμε είμαστε και αφηγητές. Συνεχίζουμε την ιστορία και κάθε τόσο διαστέλλουμε τον χρόνο και φωτίζουμε κάποιες σκηνές που είναι πιο σημαντικές. Οπότε κι αυτή η γρήγορη εναλλαγή έχει ένα ενδιαφέρον. Ηθοποιός, αφηγητής, ρόλος και πάλι απ’ την αρχή.
Νιώθετε κι εσείς σινε-παρμένη; Ποια είναι η σχέση σας με τον κινηματογράφο;
Ισχύει και για μένα αυτό που ισχύει για την ηρωίδα: ο κινηματογράφος είναι άλλοτε απόλαυση και άλλοτε δουλειά. Όταν όμως βλέπω ταινίες με συνεπαίρνει κι εμένα η μαγεία της οθόνης και χάνομαι μέσα στις ιστορίες όπως η Μαρία-Μαργαρίτα. Ξεχνώ ότι είναι ψέματα και βυθίζομαι για τα καλά στις καταστάσεις και τους ήρωες. Αγαπώ πολύ τον κινηματογράφο και πολλές φορές λειτουργεί και για μένα σαν ένα καταφύγιο. Έχει αντικαταστήσει τα παραμύθια που μας έλεγαν όταν ήμασταν παιδιά.
Ούσα ηθοποιός, πώς αντιμετωπίζετε εσείς την αφήγηση; Την βλέπετε κι εσείς όπως η πρωταγωνίστρια ως πολύτιμη καταφυγή;
Η αφήγηση είναι όντως μια καταφυγή και μια λύτρωση γιατί προϋποθέτει τον Άλλον, τη μέθεξη, την (επι)κοινωνία –όταν αφηγείσαι κάτι σημαίνει ότι το μοιράζεσαι, δεν το κρατάς για τον εαυτό σου. Σημαίνει ότι έχεις ανάγκη την παρουσία του Άλλου. Και εκτός αυτού ζώντας ζωές άλλων, δημιουργώντας φανταστικούς ανθρώπους, ήχους, τόπους, εποχές, συναισθήματα ταξιδεύεις τους θεατές-ακροατές σου σε άλλους κόσμους. Κι όταν αντιλαμβάνεσαι τη χαρά που προσφέρεις, αισθάνεσαι πιο ελαφρύς, πιο νέος, πιο δημιουργικός. Ένας παραμυθάς-μάγος που με τα μαγικά του παρασύρει τους θεατές σε μέρη που δεν έχουν πάει και τους προσφέρει γεύσεις, μυρωδιές και αισθήσεις συναρπαστικές. Κι αυτό είναι πολύτιμο δώρο για μένα.
Σε σχέση με την καλοκαιρινή παρουσίαση του έργου, πώς νιώθετε πλέον το ρόλο;
Στην καλοκαιρινή παρουσίαση της Σινε-παρμένης παίξαμε σε τρεις θερινούς κινηματογράφους μπροστά από τη μεγάλη οθόνη. Άλλη εμπειρία. Άλλη αναμέτρηση. Μεγάλα μεγέθη, θόρυβος, τσιπς, μπύρες, κορναρίσματα! Τώρα στον κλειστό χώρο –στο θέατρο Αργώ– νομίζω πως η Σινε-παρμένη βρήκε το σπίτι της. Έχοντας ήδη παίξει αρκετές παραστάσεις νιώθω να πλησιάζω όλο και πιο κοντά στη Μαρία-Μαργαρίτα. Ανακαλύπτω συνέχεια καινούρια πράγματα για τον χαρακτήρα της. Η δύναμη και το θάρρος με τα οποία αντιμετώπισε διάφορα δυσάρεστα περιστατικά στη ζωή της συνεχίζουν να είναι για μένα αντικείμενο έρευνας και θαυμασμού. Παρόλο που γνωρίζω ότι πρόκειται για μία λογοτεχνική κατασκευή πιάνω συχνά τον εαυτό μου να μιλάει γι’ αυτήν σαν να είναι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Άλλωστε είμαι σίγουρη πως υπήρξαν και υπάρχουν σ’ ολόκληρο τον κόσμο πολλές αληθινές Μαρίες-Μαργαρίτες.
Αν η ηρωίδα βρισκόταν στην σημερινή Αθήνα, τι θα είχε να διηγηθεί στους άλλους;
Δεν θα είχε να διηγηθεί και πολύ ωραία πράγματα. Η οικονομική κρίση, η υπαρξιακή κρίση, η ανεργία, οι άνθρωποι που κοιμούνται στους δρόμους, οι χρήστες που λιώνουν στα πεζοδρόμια, τα κακοποιημένα παιδιά, οι έφηβοι με τα θλιμμένα μάτια, τα παιδιά που δεν παίζουν στο χώμα, τα κορίτσια της νύχτας, οι γονείς που δεν βλέπουν μέλλον για τα παιδιά τους, τα κτήρια που μας καταπίνουν δεν είναι ούτε πολύ ποιητικά, ούτε το τέλειο υλικό για μια ιστορία με χάπυ εντ. Όλα αυτά φτιάχνουν ιστορίες εξίσου σκοτεινές με τις στοές των ορυχείων.
Πόσο κοντά βλέπετε να είναι η χιλιανή ιστορία στην δική μας πραγματικότητα;
Τα θέματα που απασχολούσαν και απασχολούν μέχρι σήμερα τη Χιλή δεν διαφέρουν από τα θέματα που απασχολούν την Ελλάδα. Η ιστορία κινήθηκε στις ίδιες περίπου διαδρομές. Από την υποδούλωση στους Τούρκους και τους Ισπανούς αντίστοιχα, φτάνουμε στις χούντες του Παπαδόπουλου και του Πινοτσέτ, και σε έναν εκδημοκρατισμό μέσα σε μια καπιταλιστική οικονομία με έντονη παρουσία αστυνομικών δυνάμεων, απεργίες, συλλήψεις, απαγορεύσεις, οικονομική εξαθλίωση, απολύσεις, βία, εγκληματικές ενέργειες… Οι άνθρωποι και στις δύο χώρες διεκδικούν τα αυτονόητα! Σύστημα υγείας, εκπαίδευση, συνταξιοδοτικό και να δοθεί ένα τέλος στη φορολογική ανισότητα που συνθλίβει τη μεσαία τάξη και τους φτωχούς. Επιθυμούν βαθιές κοινωνικές αλλαγές. Κατά βάθος πιστεύω πως οι ιστορίες των λαών έμοιαζαν, μοιάζουν και θα μοιάζουν όσο θα υπάρχουν εξουσίες, ισχυροί και φασίστες και παρανοϊκοί ξανθοί ή με μουστάκι ή με τουρμπάνι, κι όσο υπάρχουν ανόητοι που τους ακολουθούν.