«Οι δυστυχίες, στην πραγματικότητα, είναι μια κοινή υπόθεση, αλλά δύσκολα τις πιστεύει κανείς όταν του πέσουν στο κεφάλι. Υπήρξαν στον κόσμο τόσες πανούκλες όσοι και οι πόλεμοι. Και παρόλα αυτά οι πανούκλες και οι πόλεμοι πάντα βρίσκουν τους ανθρώπους το ίδιο απροετοίμαστους» λέει ο Αλμπέρ Καμύ στο μυθιστόρημα του «Η πανούκλα».
Οι επιδημίες, όπως κι αν ονομάζονται κάθε φορά, έρχονται από πολύ παλιά κι έχουν σε πολλές περιπτώσεις αλλάξει δραματικά τα δεδομένα του καιρού τους, ενώ άλλοτε πάλι έσβησαν μέσα στο χρόνο, χωρίς να περάσουν ούτε στα ψιλά της ιστορίας.
Όπως κι αν το δούμε, είναι άλλο οι πραγματικές επιδημίες κι άλλο οι επιδημίες όπως τις συλλαμβάνει και τις απεικονίζει η λογοτεχνία, όπου ο κίνδυνος, ο φόβος και ο πανικός, ο οποίος πρέπει να αποφεύγεται όταν πρόκειται για την πραγματικότητα, αποτελούν μόνο σύμβολα και αλληγορίες για το παρόν και το μέλλον.
Ένα από τα πιο διάσημα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας για τις επιδημίες είναι το «Δεκαήμερο» (1349-1352) του Τζοβάνι Βοκάκιου, που έχει κυκλοφορήσει από πολλούς εκδότες στην Ελλάδα στην αξεπέραστη μετάφραση του Κοσμά Πολίτη.
Μαθητής του Πετράρχη και ένας εκ των θεμελιωτών του ιταλικού ανθρωπισμού, ο Βοκάκιος μιλάει στα διηγήματα του βιβλίου του για την πανούκλα η οποία έχει πλήξει τη Φλωρεντία, χωρίς ούτε μια σκιά να επιβαρύνει τις γυναίκες που πρωταγωνιστούν στις σελίδες του.
Γυναίκες που θα εγκαταλείψουν την πόλη, για να πάνε στην εξοχή και να αφήσουν το κακό πίσω τους, λέγοντας ερωτικές ιστορίες.
Και, φυσικά, τίποτε δεν μπορεί να νικήσει τον έρωτα, ακόμα και σε μιαν επιδημία.
Γιατί ο έρωτας και η ηδονή προσφέρουν στους νέους μιαν ανακουφιστική προοπτική, ένα όραμα για όσα μέλλεται να έρθουν και να μεταμορφώσουν τη ζωή τους πέρα από επιδημίες.
Συνεχίζοντας την περιήγησή μας, και περνώντας από τον 14ο στον 20ό αιώνα και στον Αλμπέρ Καμύ, η πανούκλα θα επανακάμψει στο ομώνυμο μυθιστόρημά του, που γράφτηκε το 1947 στα γαλλικά (μετάφραση Νίκη Καρακίτσου-Ντουζέ και Μαρία Κασαμπαλόγλου–Ρομπλέν, Καστανιώτης, 2001).
Βρισκόμαστε στο Οράν της Αλγερίας κατά τη δεκαετία του 1950, και η πόλη έχει αποκοπεί από τους πάντες λόγω μιας επιδημίας πανούκλας.
Ο Καμύ καταγράφει όλες τις στάσεις και τις αντιδράσεις που μπορεί να προκαλέσει η επιδημία: την αγωνία και τον τρόμο, τις προσπάθειες των επιτηδείων να αποκομίσουν κέρδη από την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, αλλά και τη βαθιά επιθυμία για διασφάλιση της ατομικής και της συλλογικής ακεραιότητας ή το ακατάβλητο πάθος για ελευθερία.
Και μας παροτρύνει ο Καμύ να σκεφτούμε πως, ακόμα κι αν υποχωρήσει η επιδημία, όπως εντέλει συμβαίνει στο μυθιστόρημά του, ο φόβος για μια πανούκλα πάντοτε θα μας απειλεί, αν δεν είμαστε προετοιμασμένοι να αντισταθούμε.
Προχωρώντας προς το τέλος του 20ού αιώνα, μια άλλη λογοτεχνική επιδημία θα ενσκήψει, αυτήν τη φορά στο μυθιστόρημα του Ζοζέ Σαραμάγκου «Περί τυφλότητος» (κυκλοφόρησε το 1995 στα πορτογαλικά, μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά, Καστανιώτης, 2006).
Μια ολιγάριθμη ομάδα αγωνίζεται να μη χάσει την ανθρωπιά και το ήθος της κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας τύφλωσης που δοκιμάζει το σύμπαν, εκλύοντας τριγύρω της όλα τα κακά: δολοφονικές επιθέσεις και αμέριστη βία, εγκλεισμούς και τρέλα, πτώση και παρακμή, εξαχρείωση και εξανδραποδισμό.
Το τελικό μήνυμα, πάντως, δεν είναι απαισιόδοξο: οι άνθρωποι θα μπορέσουν με κάποιον τρόπο να ξαναδούν και να αποκτήσουν εκ νέου το φως τους, αρκεί να μην ξεχάσουν την πραγματική τους φύση και να μην παραμερίσουν τον αληθινό εαυτό τους.
Οι λογοτεχνικές επιδημίες κατέχουν, βεβαίως, μια θέση και στην ιστορία της ελληνικής πεζογραφίας.
Στο διήγημά του «Βαρδιάνος στα σπόρκα», δημοσιευμένο το 1893 (Εστία, 2009), ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης μιλάει για την ιστορία της γριάς Σκεύως, που μεταμφιέζεται σε άντρα και γίνεται βαρδιάνος (φύλακας) στα σπόρκα (μολυσμένα καράβια), με σκοπό να σώσει το γιο της από τη χολέρα που έπληξε την Ευρώπη το 1865.
Το διήγημα, πάντως, δεν αναδίδει οσμή θανάτου.
Γραμμένο με ευφρόσυνο τρόπο, επιδιώκει να εικονογραφήσει το πώς εκδηλώνονται οι ταξικές αντιθέσεις σε καθεστώς επιδημίας, αλλά και πώς το ελληνικό κράτος δυσκολεύεται να αντιμετωπίσει ένα έκτακτο πρόβλημα:
«Αλλά το πλείστον κακόν οφείλεται αναντιρρήτως εις την ανικανότητα της ελληνικής διοικήσεως. Θα έλεγέ τις, ότι η χώρα αύτη ηλευθερώθη επίτηδες, διά να αποδειχθή, ότι δεν ήτο ικανή προς αυτοδιοίκησιν».
Στο μυθιστόρημά του «Γη και νερό», που κυκλοφόρησε το 1939 (Πόλις, 2003, με προλεγόμενα του Κώστα Γεωργουσόπουλου και της Ελισάβετ Κοτζιά), ο Γουλιέλμος Άμποτ, που υπήρξε εκτός από συγγραφέας και αστρονόμος, κάνει λόγο για τους λεπρούς στη Σπιναλόγκα της Κρήτης, με τη διαφορά πως, αντί να θρηνήσει για τις συνέπειες της ασθένειάς τους, εξυμνεί το σώμα και τον έρωτα.
Φτασμένοι από εκατό δρόμους στα όριά τους, οι άνθρωποι που αλωνίζουν πάνω-κάτω τη Σπιναλόγκα δεν εννοούν να παραιτηθούν από το υπέρτατο δικαίωμα στο σεξ, το οποίο και θα ασκήσουν ποικιλοτρόπως: σε μισογκρεμισμένα σπίτια και λερά κρεβάτια, σε θαλασσινές σπηλιές και σκιερές γωνίες, σε φανερές περιπτύξεις και σε κρυφές συναντήσεις.
Πολλά χρόνια αργότερα, με το μυθιστόρημά του «Λοιμός», που κυκλοφόρησε το 1972 (Κέδρος, 1998), ο Αντρέας Φραγκιάς θα επινοήσει μια μεταδοτική ασθένεια, για να δείξει τις καταπιεστικές συνθήκες στη μεταπολεμική Μακρόνησο και τα βάσανα των κρατουμένων, που υποχρεώνονται να κυνηγήσουν τις μύγες σαν να εκπροσωπούν εχθρούς του έθνους:
«Η διαταγή αναλύθηκε εξαντλητικά, για να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία. Όποιος δε φέρει το βράδυ τις είκοσι μύγες, μαύρη του μοίρα. Θα τις συλλάβετε χωρίς να χαλαρωθεί, βεβαίως, στο ελάχιστο ο ρυθμός των άλλων εργασιών. Κι όταν εδώ λέμε πρέπει, σημαίνει πρέπει».
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)