Πέμπτη, 12 Μαρτίου 2020. Η ώρα στη Νέα Υόρκη ήταν 8 παρά 10 το πρωί. Το μήνυμα στο κινητό ήταν από την Αθήνα και διαβάστηκε από ένα γύρισμα της τύχης: «Ο Τραμπ έβγαλε απαγόρευση στις πτήσεις προς Ευρώπη. Σίγουρα δεν πιάνει τη δική σας;». Μια ώρα αργότερα, έπειτα από πολλή αναμονή στο τηλεφωνικό κέντρο της αεροπορικής εταιρείας, το εισιτήριο είχε αλλάξει.
Οι τελευταίοι ταξιδιώτες θα έφευγαν από την πόλη «που δεν κοιμάται ποτέ» το ίδιο βράδυ, δώδεκα παρά πέντε ακριβώς, με τη μοναδική απευθείας πτήση από τη Νέα Υόρκη στην Αθήνα. Κανείς δεν ξέρει πότε θα είναι η επόμενη. Τα τελευταία ψώνια έγιναν σε μια άδεια Τάιμς Σκουέρ, με την ψυχή στο στόμα και το βλέμμα στο ρολόι. Το ίδιο βλέμμα, αργότερα, έβλεπες στους Ελληνες που κατέφθαναν στο αεροδρόμιο του Νιούαρκ αρκετές ώρες πριν από την επιβίβαση στο αεροπλάνο. Οι οδηγίες ήταν οι ίδιες για όλους: ελάτε τουλάχιστον τρεις ώρες πριν, θα γίνεται χαμός.
Οι περισσότεροι από εκείνους που περίμεναν να αφήσουν τις βαλίτσες τους φορούσαν μάσκες και μετρούσαν τα αντισηπτικά μαντιλάκια που τους έμειναν στην τσάντα. Για όσους κρατούσαν στα χέρια ελληνικά διαβατήρια, η διαδικασία κρατούσε ελάχιστα λεπτά – σίγουρα πολύ λιγότερα από εκείνα που χρειάστηκαν για να τους επιτραπεί η είσοδος στις ΗΠΑ. Στους Αμερικανούς, όμως, οι ερωτήσεις ήταν διαφορετικές. Και μαζί, περιείχαν μια προειδοποίηση:
«Ξέρετε, ενδέχεται να μην μπορείτε να γυρίσετε άμεσα». Οι περισσότεροι, όμως, δεν ενδιαφέρονταν και πολύ. Κυρίως γιατί οι επιβάτες της πτήσης χωρίζονταν σε δύο βασικές κατηγορίες. Στους φοιτητές των αμερικανικών πανεπιστημίων που γυρνούσαν σπίτι επ’ αόριστον («άραγε θα κάνουμε μάθημα μέσω skype;») και στους ηλικιωμένους γονείς των Ελληνοαμερικανών που ήρθαν επίσκεψη σε παιδιά και εγγόνια και αναγκάζονταν να επισπεύσουν το ταξίδι της επιστροφής. Ανάμεσά τους, λίγοι τουρίστες – ένα ζευγάρι, δύο φίλες, μια νεαρή παρέα – που είχαν ξεκλέψει λίγες μέρες άδεια στην off season, αξιοποιώντας τις προσφορές και τα φτηνά εισιτήρια.
Ουρές και φωνές
Η ανακοίνωση για την επιβίβαση ήρθε με μια μικρή αναταραχή. Αν στο αεροδρόμιο του Νιούαρκ δεν ήξεραν πως οι Ελληνες δεν μπορούν να πειθαρχήσουν σε εντολές, ούτε βέβαια να περιμένουν σε ουρά, το έμαθαν την περασμένη Πέμπτη. Χρειάστηκαν οι φωνές μιας εκνευρισμένης Αφροαμερικανίδας για να μπουν στη θέση τους: «Είπα ότι υπάρχουν δύο σειρές, αλλά δεν βλέπω δύο σειρές. Εσείς, κύριε, σε ποια σειρά είστε; Εδώ βλέπω κύκλο, όχι σειρά!». Ο εν λόγω επιβάτης έβρισε την υπάλληλο σε άπταιστα ελληνικά, όμως, ίσως για πρώτη φορά στη ζωή του, αναγκάστηκε να περιμένει υπομονετικά να έρθει η σειρά του. Και θα περίμενε για πολλή ώρα ακόμα. Η επιβίβαση δεν ήταν μια απλή υπόθεση. Καθένας που έμπαινε, αφού άφηνε τα πράγματά του στα ειδικά ντουλαπάκια, έβγαζε μαντιλάκια και τζελ για να καθαρίσει τη θέση του.
Ορθιοι, στους διαδρόμους, προσπαθώντας μάταια να μην ενοχλούν όσους μπαίνουν, καθάριζαν καθίσματα και μπράτσα, οθόνες και τραπεζάκια, ακόμα και τις ζώνες. Ηλικιωμένες κυρίες άπλωσαν τα μαντίλια τους στη θέση και έκατσαν από πάνω. Στο πίσω μέρος του αεροπλάνου, μια νεαρή γυναίκα με μαύρη μάσκα έριξε τα πρώτα «φσιτ φσιτ» από το σπρέι στο πρόσωπο και στα χέρια της – σε λίγο όλο το πίσω μέρος του αεροπλάνου μύριζε τόσο έντονα πρόπολη, που άρχισαν οι πρώτοι πονοκέφαλοι. Το αεροπλάνο δεν είχε ακόμα απογειωθεί.
Οι επόμενες εννέα ώρες, οι περισσότερες εκ των οποίων θα μας έβρισκαν να κοιμόμαστε, είχαν αρκετές αναταράξεις και λίγες κουβέντες. Ολες όμως είχαν το ίδιο αντικείμενο. Κανείς δεν αναρωτιόταν τι άφηνε πίσω του στις ΗΠΑ. Τι θα βρίσκαμε όμως μπροστά μας στην Ελλάδα; Εργαζόμενοι όπως εγώ ήξεραν πως θα περάσουν τις επόμενες 14 ημέρες σε καραντίνα, πριν ακόμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης μιλήσει για λοκντάουν. Οι γιαγιάδες και οι παππούδες περίμεναν να δουν την οικογένειά τους – κι αυτή, όμως, τους περίμενε στο αεροδρόμιο με μάσκα και γάντια για την προστασία όλων. Οι αεροσυνοδοί, βέβαια, δεν φόρεσαν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Απέφευγαν τις πολλές επαφές, τις χειραψίες και τις κοντινές αποστάσεις. Μόνο μία, που δεν καταλάβαινε ελληνικά, έτριψε ευγενικά τον ώμο της ηλικιωμένης που της είπε «να προσέχετε».
Ο αθηναϊκός ήλιος του Μαρτίου δεν είχε καμία σχέση με αυτόν της Νέας Υόρκης. Η διαφορά στη θερμοκρασία ήταν αισθητή, όμως ο φόβος δεν γνωρίζει εθνικότητα. Η μάρκα στο τζελ ήταν διαφορετική. Ομως το τζελ υπήρχε παντού, να συνοδεύει τις λοξές ματιές σε κάθε φτέρνισμα ή ξερόβηχα. Υπήρχαν άραγε πολλοί που δεν ξύπνησαν νωρίς και έμειναν πίσω;