Μία από τις λέξεις κλειδιά σήμερα είναι η «κοινωνική αποστασιοποίηση» (social distancing) ή ακόμη και απομόνωση. Αυτό οφείλεται στη διαπίστωση ότι το καλύτερο μέτρο περιορισμού της διασποράς του νέου κορωνοϊού είναι η αποφυγή όλων εκείνων των συναναστροφών που διευκολύνουν τη μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο και ενέχουν τον κίνδυνο αύξησης των κρουσμάτων, του βάρους για το σύστημα υγείας και των θυμάτων.
Ομως, όπως ήδη επισημαίνουν αρκετοί, ο όρος ίσως να είναι και παραπλανητικός. Δεν μιλάμε για κοινωνική απόσταση, ούτε για κοινωνική απομόνωση. Μιλάμε για φυσική απόσταση, για την αποφυγή της φυσικής συνύπαρξης ατόμων σε συνθήκες που μπορούν να διευκολύνουν τη μετάδοση ενός παθογόνου.
Ομως, δεν μπορεί και δεν πρέπει αυτό να σημαίνει διάλυση της κοινωνικότητάς μας. Απλώς, προσαρμόζουμε τις συμπεριφορές και τις πρακτικές μας ώστε να εξασφαλίσουμε τις φυσικές αποστάσεις που συμβάλλουν στην αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η ώρα των αναγκαστικών φυσικών αποστάσεων ανάμεσα στους ανθρώπους είναι η ώρα που οι πραγματικοί κοινωνικοί δεσμοί πρέπει να ενισχυθούν. Είναι η ώρα της αλληλεγγύης, όχι της απομόνωσης: σε αυτές και αυτούς που δίνουν τη μάχη εργαζόμενοι (από τους γιατρούς και τους νοσηλευτές μέχρι όσους σε δύσκολες συνθήκες εξασφαλίζουν ότι έχουμε τα απαραίτητα), σε αυτές και αυτούς που κινδυνεύουν να δουν την υγειονομική κρίση να μετατρέπεται σε κοινωνική καταστροφή γιατί μένουν χωρίς δουλειά, σε αυτές και αυτούς που ζουν σε συνθήκες ιδιαίτερα ευάλωτες (όπως είναι οι πρόσφυγες), σε αυτές και αυτούς που εξαρτώνται από απλές κινήσεις αλληλεγγύης, όπως το να τους κάνουμε τα ψώνια, σε αυτές και αυτούς που απλώς νιώθουν ότι δεν αντέχουν την απομόνωση και θέλουν να ακούσουν μια οικεία φωνή. Αξιοποιούμε τα μέσα επικοινωνίας, οργανώνουμε την καθημερινότητά μας έτσι που να μην εκθέτει άλλους σε κίνδυνο αλλά και βοηθά όσους πρέπει, αναδεικνύουμε προβλήματα, διεκδικούμε, ενώνουμε φωνές και δίνουμε φωνή όπου χρειάζεται και κυρίως δεν αφήνουμε καμιά και κανέναν μόνο του.