Λένε ότι οι δημοσιογράφοι πρέπει να είναι αντικειμενικοί και να μη βάζουν συναίσθημα στα κείμενά τους, ακόμη κι αν αυτά δεν είναι ρεπορτάζ αλλά η γνώμη τους.
Αλλά πώς να μη γράψει κάποιος ένα κείμενο υπό τη συναισθηματική φόρτιση μιας παγκόσμιας πανδημίας και ειδήσεων σαν κι αυτές που έρχονται από την Ισπανία, την Ιταλία και πιθανότατα κι από άλλες χώρες;
Ενας γιατρός λέει ότι βγάζουν τους αναπνευστήρες από 65χρονους και τους ναρκώνουν για να πεθάνουν ανώδυνα και να ζήσουν οι νέοι. Λέει ότι επειδή οι οικογένειές τους δεν μπορούν να είναι μαζί τους, τους βοηθούν να πεθάνουν, κάτι σαν ευθανασία δηλαδή, επειδή δεν υπάρχει χώρος, δεν υπάρχουν υλικά, δεν υπάρχουν γιατροί. Οπότε κάνεις επιλογή θανάτου ή ζωής.
Και συνεχίζει:
«Το καταπίνεις, ξεγελάς τον εαυτό σου και πας στην δουλειά, ξέροντας ότι θα αφήσεις πολλούς ανθρώπους να πεθάνουν. Κλαις στο σπίτι, κλαις τα βράδια και πας στην δουλειά το επόμενο πρωί».
Η άλλη είδηση είναι ότι πυροσβέστες βρήκαν σε γηροκομείο νεκρούς και εγκαταλελειμμένους ηλικιωμένους που δεν πήγε κανείς να βοηθήσει λόγω της πανδημίας. Τους άφησαν να πεθάνουν…
Μακάρι να είναι φάρσα, από τα γνωστά fake news που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο και μακάρι όλα αυτά να μη συμβαίνουν. Γιατί αν πράγματι έχουν συμβεί, κι αν κι εδώ στην Ελλάδα το σχέδιο είναι να εγκαταλείψουμε τους «γέρους» για να ζήσουν οι νέοι, τότε ο ανθρώπινος πολιτισμός έχει υποστεί μεγάλη ήττα.
Πολλοί κατέκριναν τον Σωτήρη Τσιόδρα γιατί, μιλώντας για τους ηλικιωμένους που πρέπει να προστατέψουμε όλοι, «έσπασε», δάκρυσε.
Διότι προφανώς σκέφτηκε τους δικούς του γονείς ή υπερήλικες συγγενείς του και συγκινήθηκε στην ιδέα και μόνο ότι κάποιοι ανεύθυνοι θα τους κολλήσουν κοροναϊό και το «σύστημα» θα πρέπει να επιλέξει:
Τον 70χρονο ή 80χρονο που «έφαγε τα ψωμιά του» ή τον 30άρη, 40άρη που έχει ακόμη πολύ ζωή μπροστά του;
Η απάντηση προφανής, το πρόβλημα είναι πώς φτάνουμε σ’ αυτό το δίλημμα. Και γιατί τον 21ο αιώνα σε χώρες που υποτίθεται ότι είναι προηγμένες να πρέπει να τραβάμε τους αναπνευστήρες από 65χρονους και να επιλέγουμε τη ζωή άλλων.
Δεν το χωράει ο ανθρώπινος νους, να πρέπει να «σκοτώσεις» έναν άνθρωπο γιατί δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Επειδή δεν υπάρχουν γιατροί, νοσοκομεία, φάρμακα και αναπνευστήρες.
Τι θα κάνουμε στην Ελλάδα;
Δεν ξέρω τι λάθος έκαναν στην Ιταλία ή την Ισπανία και μετρούν δεκάδες νεκρούς. Δεν ξέρω γιατί έφτασαν στο σημείο οι γιατροί να επιλέγουν να κάνουν ευθανασία σε έναν ηλικιωμένο για να δώσουν τον αναπνευστήρα σε κάποιον άλλον.
Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν πρέπει στην Ελλάδα να ζήσουμε αυτό το σκηνικό. Το λέμε όλοι από την πρώτη στιγμή, η διασπορά του ιού θα σκοτώσει εκατοντάδες, όχι γιατί είναι τόσο θανατηφόρα η νόσος.
Αλλά γιατί δεν θα αντέξει το σύστημα υγείας. Και ήταν τουλάχιστον άτοπο από πλευράς Βασίλη Κικίλια να λέει ότι αντέχει το ΕΣΥ αυτή την ώρα που έχει μόλις 600 κρούσματα η χώρα και 100 – 120 ασθενείς στα νοσοκομεία.
Τι θα γίνει δηλαδή αν την επόμενη εβδομάδα έχουμε χιλιάδες κρούσματα και πρέπει να νοσηλευτούν 500 ή 1.000; Θα επιλέγουμε να τραβάμε κι εμείς τους αναπνευστήρες και να βλέπουμε δικούς μας ανθρώπους να πεθαίνουν για να ζήσουν άλλοι;
Το κράτος οφείλει να είναι θωρακισμένο για τέτοιες καταστάσεις. Οφείλει να έχει σχέδιο για να προστατεύει όλους τους πολίτες ισότιμα. ΟΛΟΥΣ. Και τους νέους και τους γέρους. Και τους Ελληνες και τους ξένους που ζουν στη χώρα μας. Χωρίς καμία διάκριση. Γιατί μιλάμε για ανθρώπινες ψυχές.
Οφείλει να επιτάσσει, όταν χρειάζεται ιδιωτικά νοσοκομεία και ξενοδοχεία για να περιθάλπει τους ασθενείς.
Οφείλει να κόψει το λαιμό του να βρει λεφτά να αγοράσει αναπνευστήρες, γάντια, μάσκες και τεστ για να κάνουν όλοι οι πολίτες.
Οφείλει να κόψει το λαιμό του ο κάθε υπουργός να έχει έτοιμες Εντατικές και κρεβάτια κι όχι να πανηγυρίζει όταν βρίσκεται κάποιος και κάνει δωρεές ή όταν ανοίγουν 5-6 μετά από κόπο.
Οφείλει να έχει τον απαραίτητο αριθμό γιατρών και νοσηλευτών κι όχι να ζητά… εθελοντική εργασία από φοιτητές και συνταξιούχους.
Οφείλει το κάθε πολιτισμένο κράτος να κοιτάζει στα μάτια τους πολίτες ώστε αυτοί να αισθάνονται ότι είναι ασφαλείς.
Εχετε δει τα μάτια ενός σκύλου που σας ζητά βοήθεια, φαγητό ή βόλτα; Αν τα έχετε δει σίγουρα λυγίσατε.
Κοιτάξτε τους στα μάτια
Πηγαίνετε λοιπόν τώρα στον πατέρα σας, τη μάνα σας, τον παππού ή τη γιαγιά, τον μόνο και ξεχασμένο θείο και θεία και δείτε τους στα μάτια.
Ειδικά τώρα που ακούνε όλα αυτά για τον κοροναϊό. Κοιτάξτε τους στα μάτια, άσχετα αν είναι εξηντάρηδες, εβδομηντάρηδες ή ογδοντάρηδες.
Κοιτάξτε τους και μετά πείτε μου: «Από ποιον θα βγάλω τον αναπνευστήρα για να ζήσει ο νεότερος;»
Θα φτάσουμε λοιπόν στην Ελλάδα να σκοτώσουμε τα… άλογα που έχουν γεράσει;
Θα φτύσουμε στους τάφους των δικών μας ανθρώπων επειδή τους αρρωστήσαμε και δεν μπορούμε τώρα να τους περιθάλψουμε;
Θα θυσιάσουμε ανθρώπους που μας γέννησαν, μας μεγάλωσαν, μεγαλώνουν τα παιδιά μας, ελπίζουν σε εμάς για ένα τίμιο τέλος, όπως τους αξίζει;
«Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής ερήμωσης», έγραφε ο Ρίτσος. Θα τους αφήσουμε λοιπόν έρημους όλους εκείνους που έχουν το δικαίωμα στη ζωή όσο εμείς;
Ποιος θα βρει το κουράγιο στην Ελλάδα να τραβήξει το καλώδιο από έναν 65άρη, επειδή δεν είχε άλλη επιλογή;
Επειδή κάποιοι ανόητοι διέσπειραν τη νόσο;
Κι επειδή κάποιοι άλλοι ανόητοι δεν προετοίμασαν το σύστημα υγείας κατάλληλα;
Όχι, λοιπόν. Δεν θα φτύσουμε στον τάφο κανενός ηλικιωμένου συγγενή, φίλου ή γείτονα. Η ζωή δεν είναι διαπραγματεύσιμη.
Τα μάτια του γέρου δεν αντέχονται όταν σε κοιτάζουν και προσπαθούν να κρατηθούν από σένα. Να κρατηθούν από την ελπίδα.
Ας σοβαρευτούμε όλοι επομένως. Και ατομική ευθύνη να έχουμε και συλλογική – κρατική ευθύνη να απαιτούμε.
Οι καιροί είναι δύσκολοι, επικίνδυνοι, σκληροί. Τουλάχιστον να μη χάσουμε την ανθρωπιά μας. Τουλάχιστον να μη γίνουμε κακόψυχοι και να πρέπει να επιλέξουμε ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε τη λαϊκή σοφία που λέει: «Εκεί που είσαι ήμουνα, εδώ που είμαι θα’ ρθεις».
Και όταν θα γίνουμε κι εμείς ηλικιωμένοι, μ’ εκείνο το φοβισμένο, πονεμένο και κουρασμένο βλέμμα, ας δούμε αν θα μπορούμε να επιλέξουμε ποιος θα μας τραβήξει τον αναπνευστήρα.