Κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν άνοιγα τα φτερά μου στα γράμματα, ήταν της μόδας ο μαγικός ρεαλισμός, μετεμφυτευμένος από τη Λατινική Αμερική, με αρχιερείς έναν Κολομβιανό, τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, κι έναν Αργεντινό, τον Χόρχε Λουίς Μπόρχες, εκ διαμέτρου αντίθετων πολιτικών πεποιθήσεων – όχι πως το τελευταίο μάς απασχολούσε ή μας ενοχλούσε ιδιαίτερα. Εκείνο που μας σαγήνευε στον μαγικό ρεαλισμό ήταν ότι, σε αντίθεση με τον προγενέστερό του σουρεαλισμό, δεν έκοβε ευθύς εξαρχής τις γέφυρες με τον παραδοσιακό ρεαλισμό, αλλά σταδιακά οδηγούσε τον ρεαλισμό «έως την ακραία του συνέπεια» – σύμφωνα με μια προσφιλή έκφραση εκείνων των ημερών. Οντως, εάν διαβάσεις οποιαδήποτε ιστορία του Μάρκες ή του Μπόρχες, μένεις με την αίσθηση ότι καθεμιά τους πρόταση ξεχωριστά είναι πραγματική – στεγνά ρεαλιστική, θα λέγαμε – αλλά το σύνολό τους είναι απολύτως εξωπραγματικό. Στην ανάγκη μου λοιπόν να ακολουθήσω ή και απλώς να μηρυκάσω το λογοτεχνικό ρεύμα του συρμού, κάθισα κι έγραψα μια συλλογή διηγημάτων μαγικού – υποτίθεται – ρεαλισμού, τα «Κινούμενα σχέδια» (Κέδρος, 1984), όπου δεν μπήκα καν στον κόπο να… εξελληνίσω τους ήρωές μου. Δίχως ετεροχρονισμένη ντροπή, ομολογώ σήμερα ότι ήταν το πιο «δήθεν» βιβλίο που έγραψα ποτέ.
Ωστόσο, υπήρχε σ’ εκείνη την απερίγραπτη συλλογή ένα διήγημα – «Τα απομνημονεύματα του Φελίπε» – που το συνέδεε ένας αόρατος μίτος με το πρεζόνι, το ευρουλάκι και το λυχνάρι του Αλαντίν. Ο Φελίπε Ράμος ήταν ένας οκτάχρονος πιτσιρικάς που είχε βρει φρικτό θάνατο από τέτανο – είχε πατήσει ξυπόλητος μια σκουριασμένη πρόκα – και, ενώ ήταν πάμπτωχος και ημιαναλφάβητος, είχε αφήσει πίσω του τα ανορθόγραφα «απομνημονεύματά» του, μια παραληρηματική συρραφή από παιδιάστικες φαντασιώσεις. Το περίεργο στην περίπτωση του Φελίπε δεν ήταν ότι φαντασιωνόταν τον εαυτό του ως πλούσιο και ως κοσμοταξιδεμένο, αλλά ότι κατέβαζε τον φαντασιακό του πλούτο στο μπόι της αληθινής του εμπειρίας. Οπως το πρεζόνι του ανεκδότου ήταν «κολλημένο» στο ευρουλάκι, έτσι και ο Φελίπε φαντασιωνόταν τα πλούτη ως φτώχεια υψωμένη στη νιοστή δύναμη: στα υπερπολυτελή ξενοδοχεία όπου διέμενε… έσταζε το ταβάνι· οι επιβάτες στα αεροπλάνα… ταξίδευαν όρθιοι και κρατιόνταν από χειρολαβές· ο Φελίπε απέκτησε την αμύθητη περιουσία του… καθαρίζοντας παρμπρίζ αυτοκινήτων στα φανάρια κ.ο.κ.
Το φαινόμενο είναι γνωστό στους επιστήμονες που πειραματίστηκαν με τις επιπτώσεις των χημικών ναρκωτικών – ιδίως του LSD – εδώ και πολλές δεκαετίες: τα ναρκωτικά μπορούν να διευρύνουν αυτό που είσαι ήδη – ή να σου προσφέρουν απλώς την αυταπάτη της διεύρυνσης – αλλά δεν μπορούν να σε μεταμορφώσουν σε κάτι… διαφορετικό. Εάν είσαι βλάκας, δεν μπορούν να σε μεταμορφώσουν σε έξυπνο· μπορούν να πολλαπλασιάσουν τη βλακεία σου ή ακόμη και να σε συμφιλιώσουν μαζί της, ώστε να αντιμετωπίζεις την κοινωνική κατακραυγή με το ίδιο απαθές ηλίθιο χαμόγελο. Να σου προσφέρουν την ψευδαίσθηση της ευδαιμονίας αχρηστεύοντας σταδιακά την ικανότητα του οργανισμού σου να παράγει τη φυσική μορφίνη – τη λεγόμενη ενδορφίνη – και αναζητώντας όλο και πιο απεγνωσμένα καταφύγιο στη χημική. Να είστε σίγουροι πως, εάν τα ναρκωτικά διεύρυναν την αντιληπτική μας ικανότητα, θα είχαν ενταχθεί προ πολλού στα εκπαιδευτικά μας προγράμματα.
Στις ημέρες που διανύουμε, τις ημέρες της καραντίνας προκειμένου να αντιμετωπίσουμε την πανδημία του κορωνοϊού, κατανοούμε πιο εύκολα τι σημαίνει να κατεβάζουμε τις επιθυμίες μας στο δικό μας μπόι και να φέρνουμε τις δικές μας φαντασιώσεις στα μέτρα της δικής μας καθημερινότητας. Ποτέ άλλοτε το λυχνάρι του Αλαντίν δεν ευθυνόταν για περισσότερες τερατογενέσεις κοινωνικών σχέσεων. Ποτέ άλλοτε δεν αναρωτηθήκαμε αν θέλουμε πραγματικά να συγκατοικούμε με τα αγαπημένα μας πρόσωπα, όπως ποτέ άλλοτε δεν αναρωτηθήκαμε πόσο πραγματικά αγαπημένα είναι τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Πριν από μερικά χρόνια – στο θέατρο «Αμόρε», αν δεν με απατά η μνήμη μου – είχα δει ένα σύγχρονο σοβιετικό έργο, μια παρωδία ιστορίας αγάπης στα χρόνια της περεστρόικα: το ερωτευμένο ζευγάρι διέμενε σε ένα ασφυκτικά μικρό διαμέρισμα και κάθε λίγο και λιγάκι – κάθε τέσσερις με πέντε ατάκες – σκουντουφλούσε και σε κάποιο έπιπλο· το αποτέλεσμα ήταν ξεκαρδιστικά αστείο, όχι όμως για το ίδιο το ζευγάρι. Μόλις την περασμένη Τρίτη μια συμπατριώτισσά μας, καθηγήτρια στο Λονδίνο, έστελνε με skype τη δική της αλλόκοτη ανταπόκριση από τη Ζώνη του Λυκόφωτος: πολλοί νεαροί συνάδελφοί της, συνηθισμένοι να συγκατοικούν – και να μοιράζονται το ενοίκιο – με ανθρώπους που ξέρουν ελάχιστα ή/και αντιπαθούν, γνωρίζοντας παράλληλα ότι η έξοδος διαφυγής (για να πάνε να εργαστούν ή να ξεσκάσουν στην πλησιέστερη παμπ) θα βρίσκεται πάντα στη διάθεσή τους, προσπαθούν επώδυνα να εξοικειωθούν με το αφόρητο συναίσθημα να «τρως στη μάπα» τον άλλον είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο… Υποθέτω ότι ένα ανάλογο συναίσθημα θα μοιράζονταν και οι Λονδρέζοι, όταν σήμαιναν οι σειρήνες του συναγερμού και στριμωγμένοι, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, εύρισκαν καταφύγιο στον Υπόγειο από τα βομβαρδιστικά της Λουφτβάβε. Μονάχα που τότε ο εχθρός ήταν ορατός διά γυμνού οφθαλμού και βρισκόταν ψηλά στον ουρανό, δεν έπαιρνε πιθανόν την αγγελική μορφή του «ασυμπτωματικού» παιδιού σου.
Αναμφίβολα και αυτή η πανδημία θα περάσει, όπως πέρασαν όλες οι προηγούμενες. Κανείς δεν μπορεί να μας πει με σιγουριά πώς ακριβώς θα είναι ο κόσμος την επόμενη ημέρα. Πόσο μεγάλες μεταβολές – ανεπιστρεπτί, άραγε; – θα επέλθουν στην τσέπη μας, στο ανοσοποιητικό μας σύστημα, στην ψυχική μας υγεία, στο ίδιο το βλέμμα μας. Εικασίες, προβλέψεις, προσομοιώσεις, ναι, ένα σωρό – αλλά διαβεβαιώσεις πως ο κόσμος θα είναι έτσι ή αλλιώς, όχι, δεν μπορεί να μας δώσει κανένας. Ισως όμως εμείς να δώσουμε μεγαλύτερη προσοχή εφεξής στην ψιθυριστή προειδοποίηση που θα μας απευθύνει το τζίνι πριν τρίψουμε το λυχνάρι: «Πρόσεξε τι θα ζητήσεις, γιατί μπορεί και να συμβεί».