Η πανδημία του νέου κοροναϊού έχει διαμορφώσει και νέες συνθήκες για το πολιτικό σύστημα και τους όρους της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Από τη μια είναι προφανές ότι μέσα στη συνθήκη του «μένουμε σπίτι», των απαγορεύσεων συναθροίσεων και των περιορισμών στις μετακινήσεις, πολύ μεγάλο μέρος της παραδοσιακής πολιτικής δουλειάς δεν μπορεί να γίνει.
Οι κομματικές εξορμήσεις και εκδηλώσεις έχουν παγώσει, οι βουλευτές δεν μπορούν να βλέπουν τους ψηφοφόρους, τα κομματικά όργανα λειτουργούν κυρίως με τηλεδιασκέψεις και στη δημοσιότητα κυριαρχούν οι πολιτικοί που μπορούν να τοποθετηθούν πάνω στα ζητήματα της καραντίνας.
Από την άλλη, εξίσου προφανές είναι ότι σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης, με την κοινωνία να έχει ένα μεγάλο αίσθημα φόβου και να αναζητά σημεία αναφοράς και μια αίσθηση ότι λαμβάνονται όλα τα απαραίτητα μέτρα, δεν είναι και τόσο εύκολοι οι όροι της πολιτικής αντιπαράθεσης.
Σε αυτό προστίθεται και ένα ζήτημα ακόμη. Η συγκυρία της πανδημίας έχει οδηγήσει σε πρωτόγνωρα μέτρα παγκοσμίως. Εκτεταμένα μέτρα περιορισμού της κίνησης και αναστολής παραγωγικών δραστηριοτήτων που έχουν οδηγήσει στη μεγαλύτερη υποχώρηση της βιομηχανικής δραστηριότητας και της κατανάλωσης που έχει καταγραφεί πέραν περιόδων καταστροφικών πολέμων.
Κυβερνήσεις που ορκίζονταν στο όνομα της απρόσκοπτης λειτουργίας της οικονομίας έχουν κατεβάσει τους διακόπτες χωρίς δισταγμό. Πολιτικοί που υπεραμύνονταν των ατομικών ελευθεριών ζητούν ακόμη πιο αυστηρές καραντίνες και απαγορεύσεις κυκλοφορίας. Κόμματα και κυβερνήσεις που αυτοπροσδιορίζονταν ως φιλελεύθερα όχι μόνο ορίζουν το δημόσιο σύστημα υγείας ως πρώτη προτεραιότητα και γραμμή άμυνας αλλά και προχωρούν σε τεράστιας κλίμακας κρατικές παρεμβάσεις στην οικονομία.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη τα όρια των «κλασικών» πολιτικών διαχωριστικών γραμμών γίνονται πιο δυσδιάκριτα δυσχεραίνοντας ακόμη περισσότερο την πολιτική αντιπαράθεση.
Πώς να αντιπαρατεθείς, όταν φέρεις ευθύνες;
Όμως, πέρα από αυτές τις γενικές αλλαγές που φέρνει η πανδημία στην πολιτική αντιπαράθεση, στην Ελλάδα υπάρχει και μια άλλη διάσταση. Με μια κυβέρνηση που ήρθε σχετικά πρόσφατα στη εξουσία η όποια αντιπαράθεση για ελλείψεις κυρίως στο σύστημα υγείας, πρέπει να λάβει υπόψη της και το γεγονός ότι για αυτές προφανώς έχει ευθύνη και η αντιπολίτευση.
Αυτό φαίνεται και στην ταλάντευση και αμηχανία που έχουν κάποιες φορές και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά τους να κάνουν κριτική στην κυβέρνηση. Ενώ είναι εμφανής η αυθόρμητη τάση τους να μιλήσουν για ελλείψεις, π.χ. στον αριθμό των ΜΕΘ ή στην ύπαρξη επαρκών ποσοτήτων προστατευτικών ειδών, την ίδια στιγμή είναι προφανές ότι για όλα αυτά φέρει ευθύνη και η προηγούμενη κυβέρνηση στην οποία συμμετείχαν.
Και παρότι μπορούν να υποδείξουν την μία ή την άλλη επιμέρους ολιγωρία, αντιλαμβάνονται ότι τα προβλήματα που σήμερα αντιμετωπίζουν δεν δημιουργήθηκαν μετά τον Ιούλιο του 2019. Και ακόμη και εάν μπορούν να υποστηρίξουν ότι δεν ξεκίνησαν τα προβλήματα τον Ιανουάριο του 2015, όπως και να το δει κανείς όταν ένα κόμμα είναι στην εξουσία για πάνω από 4 χρόνια, έστω και σε συνθήκες μνημονίου, προφανώς θα κριθεί και για όσα έκανε για το σύστημα υγείας.
Ο πειρασμός του «διχασμού»
Την ίδια στιγμή είναι προφανές ότι στο βαθμό που η κυβέρνηση αντικειμενικά διατηρεί την πρωτοβουλία των κινήσεων και συναντά ένα σημαντικό βαθμό αποδοχής για τον τρόπο που μέχρι τώρα έχει πάρει μέτρα, η αντιπολίτευση δυσκολεύεται να βρει εύκολα σημεία διαφοροποίησης, ιδίως όταν αναλογίζεται ότι και αυτή να ήταν στην εξουσία με ανάλογο τρόπο θα είχαν κινηθεί.
Αυτό γεννά τον πειρασμό μιας εύκολη αντιπαράθεσης που συχνά παίρνει έναν σχεδόν διχαστικό τόνο, ή μια έμφαση στην απλή υπόσχεση ότι γενικά «μετά θα λογαριαστούμε», χωρίς αυτόν υποστηρίζεται από κάποια πραγματική αντιπρόταση ως προς τη διαχείριση της πανδημίας.
Τα όρια του «μετά θα λογαριαστούμε»
Το σύνθημα «μετά θα λογαριαστούμε» μας ήρθε από το εξωτερικό αντανακλούσε μια αυθόρμητη τάση ανθρώπων, σε χώρες όπου υπήρξαν πραγματικές και μεγάλες ολιγωρίες και της κεντρικής κυβέρνησης και των τοπικών αρχών, όπως η Ιταλία, και αποτύπωνε μια οργή που όμως λόγω των μέτρων καραντίνας δεν μπορούσε να εκφραστεί ως αγωνιστική πράξη, εξ ου και το σύνθημα ως υπόσχεση μελλοντικών διαμαρτυριών και διεκδικήσεων.
Όμως, η υιοθέτησή του από τη μεριά και τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από άλλα κομμάτια της αριστεράς, ενέχει μια ορισμένη αντίφαση. Εάν δεχτούμε ότι είμαστε μέσα στη στιγμή της κρίσης και πριν αυτή κορυφωθεί και κατά συνέπεια υπάρχει περιθώριο να ζητηθούν επιπλέον μέτρα από τη μεριά της κυβέρνηση, τότε αυτό το «μετά» είναι κάπως μια αντίφαση.
Γιατί οι διεκδικήσεις να ακουστούν «μετά» ως διαμαρτυρία και απόδοση ευθύνης αφού έχει υπάρξει μεγάλο κόστος ανθρώπινο και κοινωνικό και όχι «τώρα», πριν είναι αργά, ως υπόδειξη μέτρων που πρέπει να ληφθούν, ώστε να υπάρξει καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας;
Παίζοντας με τις λέξεις θα λέγαμε ότι «υπεύθυνη» αντιπολίτευση είναι αυτή που σήμερα μαχητικά υποδεικνύει και πετυχαίνει αλλαγές σε αναγκαία κατεύθυνση. Μάλιστα, μπορεί κανείς να δει ότι αυτό εν μέρει λειτουργεί εάν κρίνουμε από τον τρόπο που απεσύρθη τελικά η πρόταση για λειτουργία των σούπερ μάρκετ τις Κυριακές, που ξεσήκωσε πλήθος αντιδράσεων, ή το γεγονός ότι δείχνουν να εισακούονται οι φωνές για την ανάγκη ακόμη περισσότερων ελέγχων (τεστ) στον πληθυσμό είναι δύο σημεία που δείχνουν ότι ο μηχανισμός των διεκδικήσεων δεν έχει σταματήσει.
Η αμηχανία των οπαδών του λιγότερου κράτους
Βέβαια αμηχανία δεν υπάρχει μόνο στην αντιπολίτευση που σταθμίζει το πώς θα κινηθεί ανάμεσα στην ανάγκη να στηρίξει μια κοινή προσπάθεια, την αυθόρμητη τάση να κάνει σκληρή κριτική και το γεγονός ότι πολλά από τα σημεία για τα οποία πρέπει να ασκήσει κριτική στην πραγματικότητα αφορούν και την ίδια.
Αμηχανία υπάρχει και στον ευρύτερο φιλελεύθερο χώρο και αυτό είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο. Το γεγονός ότι η κρίση αυτή δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους «αυτορρύθμισης της αγοράς» ή απλώς με την επένδυση στην επιχειρηματικότητα, αλλά απαιτεί πρωτίστως ισχυρή κρατική παρέμβαση και καλά στελεχωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, σε συνδυασμό με την ανάγκη περιορισμών σε δικαιώματα όπως η ελεύθερη κίνηση, αντικειμενικά διαμορφώνει το έδαφος μιας βαθύτερης ιδεολογικής αμηχανίας, ενδεικτικής ίσως και του τρόπου με τον οποίο ένας ορισμένος νεοφιλελευθερισμός ήταν περισσότερο μια πολεμική ιδεολογική κραυγή, παρά μια πολιτική πρόταση ικανή να δώσει διεξόδους.
Η ανάγκη ουσιαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης
Η αντιμετώπιση μιας κρίσης τέτοιας κλίμακας με τρόπο δημοκρατικό μπορεί να απαιτεί από τους πολίτες την ενεργό στήριξη και έμπρακτα των αναγκαίων μέτρων, όμως δεν απαιτεί σε κανένα βαθμό τη σιωπή ή την άκριτη αποδοχή.
Και υπάρχουν πεδία όπου χρειαζόμαστε όντως μεγάλη και ουσιαστική αντιπαράθεση και εύκολα φραστικά πυροτεχνήματα. Αυτό αφορά και τους πολιτικούς χώρους, αφορά και την κοινωνία των πολιτών και τα κοινωνικά κινήματα.
– Για την καλύτερη οργάνωση και στελέχωση του δημόσιου συστήματος υγείας, ξεκινώντας από τα μεγάλα και επείγοντα κενά σε όλα τα επίπεδα, από την πρωτοβάθμια φροντίδα (που σήμερα είναι από τους «αδύναμους κρίκους» και το βλέπουμε στα περιστατικά που κυριολεκτικά «αναμένουν στο ακουστικό τους), στα νοσοκομεία, στις ΜΕΘ, παράλληλα με το σοβαρό θέμα (όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία) της προμήθεια όλου του αναγκαίου προστατευτικού εξοπλισμού.
– Για την ακόμη πιο εντατική προσπάθεια μαζικού ελέγχου, εντοπισμού, απομόνωσης, ιχνηλάτησης κρουσμάτων ώστε να παρακολουθείται η πραγματική εξάπλωση της πανδημίας, να ανακόπτεται η διασπορά και να εξασφαλίζεται έγκαιρη παρακολούθηση και εάν χρειαστεί νοσηλεία.
– Για τη λήψη όλων των αναγκαίων μέτρων για την προστασία πληθυσμών ευάλωτων, εξαιτίας ακριβώς των συνθηκών που αντιμετωπίζουν, όπως είναι οι πρόσφυγες και οι αιτούντες άσυλο.
– Για την αυστηρή τήρηση κανόνων προστασίας σε όλους τους χώρους που πρέπει να συνεχίζουν να είναι σε λειτουργία και για την προστασία των εργαζομένων.
– Για την ακόμη μεγαλύτερη προσπάθεια να περιοριστεί το κοινωνικό κόστος της πανδημίας με ιδιαίτερη έμφαση στους εργαζομένους, για να αποφύγουμε μια κοινωνική καταστροφή.
Και προφανώς ακριβώς επειδή όλες και όλοι αντιλαμβάνονται ότι τα πράγματα δεν θα είναι μετά όπως πριν, προφανώς και η συζήτηση για την επόμενη μέρα οφείλει να ξεκινήσει τώρα. Γιατί όντως αυτές τις μέρες, είτε το θέλουμε είτε όχι, διαρκώς λαμβάνουμε μαθήματα όχι απλώς για την αντιμετώπιση μιας υγειονομικής κρίσης, αλλά για το πώς μπορούμε να γίνουμε μια κοινωνία συλλογικής ευθύνης, αλληλεγγύης και ιεράρχησης των κοινών αναγκών πάνω από το ατομικό συμφέρον.