Όταν θα γράφονται οι τελευταίες γραμμές της ιστορίας γύρω από την πανδημία του κοροναϊού, σίγουρα πρέπει να σταθούμε στην ημερομηνία της 20ής Ιανουαρίου του 2020. Πρόκειται για την ημέρα όπου ένας 35χρονος άνδρας στην πολιτεία της Ουάσιγκτον -είχε πρόσφατα επιστρέψει από ταξίδι στην Ουχάν της Κίνας- καταγραφόταν ως το πρώτο άτομο στις ΗΠΑ που διαγνώστηκε με τον ιό.
Την ίδια ημέρα, 5.000 μίλια μακριά στην Ασία, το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα του Covid-19 καταγραφόταν στη Νότια Κορέα. Η σύμπτωση ήταν χαρακτηριστική. Αυτό όμως ήταν και το μόνο κοινό που, όπως φάνηκε στην πορεία, είχαν οι δύο χώρες.
Όπως αναφέρει σε εκτενές δημοσίευμά του ο Guardian, μέσα σε δύο μήνες από εκείνη τη μοιραία ημέρα, η διαχείριση της κατάστασης στη Νότια Κορέα και τις ΗΠΑ ήταν εντελώς αντίθετη.
Η πρώτη ενήργησε γρήγορα και επιθετικά για να ανιχνεύσει και να απομονώσει τον ιό και με αυτόν τον τρόπο περιόρισε σε μεγάλο βαθμό την κρίση. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ χρονοτριβούσαν, βυθίστηκαν στο χάος και τη σύγχυση, αποσπάστηκαν από τις ατομικές ιδιοτροπίες του ηγέτη τους και αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν μια επείγουσα κατάσταση για την υγεία τρομακτικού μεγέθους.
Τα γρήγορα αντανακλαστικά της Νότιας Κορέας
Σύμφωνα με το δημοσίευμα, μέσα σε μια εβδομάδα από το πρώτο επιβεβαιωμένο κρούσμα, η υπηρεσία ελέγχου του ιού στη Νότια Κορέα είχε καλέσει 20 ιδιωτικές εταιρείες και τους ζήτησε να αναπτύξουν τεστ για τον ιό σε ταχύτητα κεραυνού. Μια εβδομάδα μετά, εγκρίθηκε το πρώτο διαγνωστικό τεστ και ξεκίνησε η μάχη για τον εντοπισμό των μολυσμένων ατόμων που θα μπορούσαν στη συνέχεια να τεθούν σε καραντίνα για να σταματήσουν την εξέλιξη της νόσου.
Περίπου 357.896 δοκιμές αργότερα, η χώρα έχει σχεδόν νικήσει τον πόλεμο κατά του κοροναϊού. Την Παρασκευή, μόνο 91 νέες περιπτώσεις αναφέρθηκαν σε μια χώρα άνω των 50 εκατομμυρίων.
Η αργοπορία των ΗΠΑ
Από την άλλη πλευρά, η αντιμετώπιση των ΗΠΑ ήταν εντελώς διαφορετική. Δύο ημέρες μετά την πρώτη διάγνωση στην πολιτεία της Ουάσιγκτον, ο Τραμπ βγήκε στον αέρα στο CNBC και δήλωσε: «Η κατάσταση είναι υπό πλήρη έλεγχο. Πρόκειται μόνο για ένα άτομο που ήρθε από την Κίνα. Ολα θα πάνε καλά».
«Μια εβδομάδα μετά, η Wall Street Journal δημοσίευσε άρθρο από δύο πρώην κορυφαίους αξιωματούχους για την υγεία από τη διοίκηση Τραμπ με τίτλο «Ας ενεργήσουμε τώρα για αποτρέψουμε μια αμερικανική επιδημία».
Η Λουτσιάνα Μπόριο και ο Σκοτ Γκότλιεμπ δημοσίευσαν έναν οδηγό με τα πράγματα που θα έπρεπε να γίνουν άμεσα για να αποφευχθεί μαζική καταστροφή στον τομέα της υγείας. Στην κορυφή της λίστας βρισκόταν η συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες για την ανάπτυξη ενός εύχρηστου και γρήγορου διαγνωστικού τεστ, με άλλα λόγια ό,τι ακριβώς είχε κάνει η Νότια Κορέα.
Ωστόσο, ήταν 29 Φεβρουαρίου, δηλαδή ένας μήνας μετά το άρθρο του περιοδικού και σχεδόν έξι εβδομάδες μετά την επιβεβαίωση της πρώτης περίπτωσης του κοροναϊού στη χώρα που η διοίκηση του Τραμπ έκανε πράξη τις συμβουλές. Σύμφωνα με τον Guardian, αυτές οι τέσσερις έως έξι εβδομάδες όμως είναι πιθανό να καταγραφούν στην ιστορία ως ενδεικτικές των καταστροφικών συνεπειών που μπορεί να επιφέρει μια αποτυχημένη πολιτική ηγεσία.
Σήμερα, περισσότερα από 100.000 κρούσματα έχουν επιβεβαιωθεί στις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα η χώρα να είναι πρώτη παγκοσμίως σε αριθμό κρουσμάτων. Περισσότερο από το ένα τέταρτο αυτών των περιπτώσεων βρίσκονται στη Νέα Υόρκη, που αποτελεί ένα παγκόσμιο κέντρο της πανδημίας του κοροναϊού, ενώ η Νέα Ορλεάνη έχει ήδη σημάνει συναγερμό.
Έντονη κριτική για τη στάση Τραμπ
«Η απάντηση των ΗΠΑ θα μελετάται για γενιές και γενιές ως ένα φιάσκο απίστευτων διαστάσεων» δήλωσε πρόσφατα σε συνομιλητές του στο πανεπιστήμιο Τζορτζτάουν, ο Ρον Κλάιν ο οποίος πρωτοστάτησε στον αγώνα ενάντια στον Έμπολα το 2014.
Από την πλευρά του, ο Τζέρεμι Κόνιντικ, ο οποίος υπήρξε επικεφαλής της επιχείρησης της αμερικανικής κυβέρνησης στις διεθνείς καταστροφές στο USAid από το 2013 έως το 2017, περιγράφει την κατάσταση με παρόμοιο τρόπο. Ο ίδιος δήλωσε στον Guardian πως «βλέπουμε στις Ηνωμένες Πολιτείες μία από τις μεγαλύτερες αποτυχίες διακυβέρνησης και στοιχειώδους ηγεσίας στη σύγχρονη εποχή».
Σύμφωνα με τον ίδιο ο Λευκός Οίκος είχε όλες τις πληροφορίες που χρειαζόταν μέχρι τα τέλη Ιανουαρίου για να ενεργήσει αποφασιστικά. Αντιθέτως, ο Τραμπ επανειλημμένως υποτιμούσε τη σοβαρότητα της απειλής, κατηγορώντας την Κίνα για αυτό που ο ίδιος αποκαλούσε «κινεζικό ιό» και επέμεινε ψευδώς ότι η μερική ταξιδιωτική απαγόρευση της Κίνας και της Ευρώπης ήταν όλα όσα θα χρειαζόταν για να περιορίσει την κρίση.
Το μόνο που πέτυχε η ταξιδιωτική απαγόρευση του Τραμπ ήταν να βοηθήσει τις ΗΠΑ να αγοράσουν λίγο χρόνο. Κι αυτό καθιστά ακόμα πιο περίεργη την έλλειψη αποφασιστικής δράσης.
Με το βλέμμα στραμμένο στο χρηματιστήριο ο «πλανητάρχης» υποβάθμιζε διαρκώς την κατάσταση.
Στις 30 Ιανουαρίου, όταν ο ΠΟΥ ανακοίνωνε ότι έχουμε να κάνουμε με παγκόσμια κρίση, ο Τραμπ δήλωνε: «Έχουμε μόνο πέντε κρούσματα, όλα θα πάνε καλά». Στο ίδιο μήκος κύματος, στις 24 Φεβρουαρίου, ισχυριζόταν ότι η κατάσταση βρίσκεται υπό έλεγχο στις ΗΠΑ.
Την επόμενη ημέρα όμως, η Νάνσι Μεσονιέ, από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης ασθενειών, η οποία ειδικεύεται σε αναπνευστικές νόσους ακολούθησε διαφορετική γραμμή λέγοντας την αλήθεια και προειδοποιώντας τον αμερικανικό λαό ότι η διαταραχή της καθημερινής τους ζωής μπορεί να είναι πολύ σοβαρή. Κίνηση που, όπως ήταν αναμενόμενο, εξόργισε τον Τραμπ.
Στο μεταξύ, άρχισαν να κορυφώνονται τα προβλήματα σε ό,τι αφορά τον προσωπικό εξοπλισμό προστασίας, την έλλειψη σε νοσοκομειακές κλίνες και σήμερα την έλλειψη αναπνευστήρων. Οταν μάλιστα κυβερνήτες είχαν απευθύνει έκκληση στον Τραμπ να απελευθερώσει όλες τις δυνάμεις της κυβέρνησης για την αντιμετώπιση αυτού του κρίσιμου θέματος, ο αμερικανός πρόεδρος έδωσε την απάντησή του στις 16 Μαρτίου – με μια φράση που θα μείνει ως μια από τις πιο απογοητευτικές στιγμές της ιστορίας- όπως αναφέρει ο Guardian.
«Αναπνευστήρες και ό,τι άλλο εξοπλισμό θέλετε, προσπαθήστε να τον εξασφαλίσετε μόνοι σας».
Σήμερα, η κυβέρνηση Τραμπ παρείχε 400 αναπνευστήρες στη Νέα Υόρκη. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του κυβερνήτη Cuomo, θα χρειαστούν 30.000. «Θέλεις και ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη γιατί έστειλες 400 αναπνευστήρες;» διερωτήθηκε ο Cuomo απευθυνόμενος στον πρόεδρο. Και συμπλήρωσε ότι «εσύ διάλεξες τις 26.000 που θα πεθάνουν επειδή έστειλες μόνο 400 αναπνευστήρες».