Όσο περνούν οι μέρες και συνεχίζονται τα περιοριστικά μέτρα και οι απαγορεύσεις για να αντιμετωπιστεί η πανδημία του νέου κοροναϊού, τόσο πιο σαφείς γίνονται και οι εκτιμήσεις για τις οικονομικές επιπτώσεις. Αυτό αφορά τόσο τη χώρα μας όσο και την παγκόσμια οικονομία.
Αυτό είναι φυσιολογικό αφού ένα πολύ μεγάλο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού βρίσκεται σε ένα καθεστώς κατ’ οίκον περιορισμού, ενώ ένα μεγάλο φάσμα δραστηριοτήτων είναι σήμερα σε καθεστώς αναστολής.
Αυτό αφορά με σχεδόν καθολικό τρόπο τον κλάδο του τουρισμού, το μεγαλύτερο μέρος των επιβατικών αερομεταφορών, τους κλάδους εστίασης και μαζικής αναψυχής στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες, πολύ μεγάλο μέρος της εμπορικής δραστηριότητας, όπως και όλοι οι κλάδοι των υπηρεσιών που στηρίζονται στην άμεση επαφή του παρόχου και του πελάτη.
Όλα αυτά παρασύρουν προς τα κάτω και τους υπόλοιπους κλάδους που εξαρτώνται από αυτές τις δραστηριότητες. Οι τιμές των καυσίμων είναι σε κατρακύλα, όχι μόνο εξαιτίας του πολέμου τιμών που ήταν σε εξέλιξη αλλά και εξαιτίας της καταβαράθρωσης της παγκόσμιας ζήτησης, οι κλάδοι αρκετών καταναλωτικών ειδών σε υποχώρηση, εφόσον για παράδειγμα οι άνθρωποι μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα αλλά όχι ρούχα και υποδήματα, ο κατασκευαστικός κλάδος υποχωρεί, καθώς μεγάλο μέρος της οικοδομικής δραστηριότητας εξαρτάται από τη δυναμική των κλάδων του τουρισμού και της εστίασης/αναψυχής.
Πλήγματα δέχονται και οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και οι αλυσίδες αξίας, καθώς οι αναστολές παραγωγής ή καθυστερήσεις σε ενδιάμεσα προϊόντα και εξαρτήματα με τη σειρά τους δημιουργούν δυσκολία παραγωγής και των τελικών προϊόντων και αυτό επιτείνει και τα πλήγματα που δέχεται η μεταποίηση, ακόμη και όταν οι μεταποιητικές παραγωγικές μονάδες εξαιρούνται των απαγορεύσεων (κάτι που δεν ισχύει παντού, καθώς σε ορισμένες χώρες κλείνουν και οι μη στρατηγικές παραγωγικές μονάδες).
Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα μαζικό κύμα απολύσεων ή διαθεσιμοτήτων και γενικά μειωμένου διαθέσιμου εισοδήματος τόσο των μισθωτών όσο και των ελεύθερων επαγγελματιών. Επιπλέον, μέσα σε ένα τέτοιο τοπίο αποφάσεις για επενδύσεις διαρκώς αναβάλλονται μέχρις ότου το τοπίο αποσαφηνιστεί, ενώ μεγάλα πλήγματα δέχεται και η αγορά ακινήτων.
Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα διπλό σοκ –και ως προς την προσφορά και ως προς τη ζήτηση– και διαμορφώνουν όρους μια πολύ μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Η εκτίμηση του ΟΟΣΑ για το μέγεθος των επιπτώσεων
Οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ έκαναν μια μεγάλη προσπάθεια να εκτιμήσουν το μέγεθος των επιπτώσεων στις αναπτυγμένες χώρες. Η υπόθεση εργασίας που κάνουν είναι ότι η άμεση επίπτωση στη βιομηχανική παραγωγή κάθε χώρας θα είναι από το 20% έως 25%, με την ιδιωτική κατανάλωση να υποχωρεί ακόμη και 30%. Και αυτές είναι μερικές από τις επιπτώσεις καθώς υπάρχουν οι έμμεσες που θα καθοριστούν και από παραμέτρους όπως η διάρκεια της κρίση, η κλίμακα της αλλαγής των καταναλωτικών συνηθειών των ανθρώπων, αλλά και η ταχύτητα και κλίμακα με την οποία οι κυβερνήσεις θα πάρουν μέτρα στήριξης.
Σε κάθε περίπτωση η υπόθεση εργασίας που κάνουν οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ είναι ότι με αυτή την υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας, η συνολική υποχώρηση του ΑΕΠ θα πρέπει να εκτιμηθεί γύρω στο 2% για κάθε μήνα που εφαρμόζονται αυστηρά μέτρα περιορισμού και χωρίς να λαμβάνονται μέτρα για να την αντισταθμίσουν. Αυτό θα σήμαινε ότι ένα lockdown τριών μηνών θα ισοδυναμούσε με ετήσια υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 5-6%.
Όλα αυτά, όπως και ακόμη πιο ανησυχητικές προβλέψεις προκύπτουν από τη διαπίστωση του πόσο μετρούν οι κλάδοι που πλήττονται στο ΑΕΠ των αναπτυγμένων χωρών. Ειδικά για τις αναπτυγμένες χώρες οι κλάδοι που πλήττονται άμεσα αυτή τη στιγμή αναλογούν στο 30-40% της συνολικής δραστηριότητας. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη και εάν υποθέσουμε ότι δεν κλείνουν τελείως, η άμεση επίπτωση που έχουν στο ΑΕΠ αφορά μια υποχώρηση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 20-25%. Το πόσο θα επηρεάσει τελικά αυτό το ύψος του ΑΕΠ σε ετήσια βάση δεν μπορούμε τώρα να το υπολογίσουμε και θα εξαρτηθεί από τη διάρκεια που θα έχουν τα μέτρα.
Όμως, το σίγουρο είναι ότι μιλάμε για άμεσες οικονομικές επιπτώσεις πολύ μεγαλύτερες από αυτές της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008.
Η περίπτωση της Ελλάδας
Στις αρχικές εκτιμήσεις των οικονομολόγων του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται στην πρώτη θέση, μεταξύ μια ομάδας αναπτυγμένων και αναδυόμενων οικονομιών, ως προς τις επιπτώσεις από τα μέτρα περιορισμού.
Η εκτίμησή τους είναι ότι σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, η αρχική επίπτωση πάνω στην οικονομική δραστηριότητα μπορεί και να αγγίζει το -35% του ΑΕΠ (προσοχή δεν λένε ότι αυτή είναι σε ετήσια βάση η μείωση του ΑΕΠ, αλλά δείχνουν το μέγεθος των κλάδων που επηρεάζονται).
Και είναι αλήθεια ότι σε περίπτωση που τα μέτρα παραταθούν σημαντικά στο χρόνο, η Ελλάδα είναι μια χώρα που εξαιτίας της κλαδικής κατανομής της οικονομικής δραστηριότητας πλήττεται σημαντικά.
Αρκεί να αναλογιστούμε τη βαρύτητα του τουρισμού, που αυτή τη στιγμή είναι ένας κλάδος σε πλήρη αναστολή. Το 2018 η άμεση συνεισφορά του τουρισμού στη διαμόρφωση του ΑΕΠ της χώρας ανήλθε στο 11,7% του ΑΕΠ ή περίπου 21,6 δισεκατομμύρια ευρώ. Εάν συνυπολογίσουμε τα έμμεσα και πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα του τουρισμού στην ελληνική οικονομία, τότε η συνολική συνεισφορά του τουρισμού, άμεση και έμμεση, κινήθηκε ανάμεσα στο 25,7% και το 30,9% του ΑΕΠ. Το ΚΕΠΕ σε πρόσφατη εκτίμησή του υπογράμμισε ότι για κάθε 1 δισ. απώλειας διεθνών ταξιδιωτικών εισπράξεων στην Ελλάδα επέρχεται μείωση του ΑΕΠ της χώρας κατά 0,57%, μείωση της απασχόλησης κατά 0,61% και αύξηση του ελλείμματος του Ισοζυγίου Αγαθών και Υπηρεσιών κατά 38,9%.
Όλα αυτά δείχνουν το μέγεθος των οικονομικών επιπτώσεων. Γιατί προφανώς δεν είναι μόνο ο κλάδος του τουρισμού που σήμερα είναι «παγωμένος» στην Ελλάδα, αλλά και σημαντικές άλλες πλευρές της οικονομικής δραστηριότητας, με παράλληλη συρρίκνωση και του διαθέσιμου εισοδήματος.
Την ίδια στιγμή δεν θα πρέπει να ξεχνάμε τις αλυσιδωτές επιπτώσεις αυτής της αναστολής οικονομικής δραστηριότητας. Επιχειρήσεις και νοικοκυριά θα αντιμετωπίσουν πρόβλημα να ανταποκριθούν σε ανελαστικές δαπάνες και υποχρεώσεις, ακόμη και μετά τα μέτρα διευκόλυνσης που αποφασίστηκαν. Ούτε υπάρχει δυνατότητα συνολικής επανεκκίνησης σε κλάδους που χαρακτηρίζονται από έντονη εποχικότητα. Ο κίνδυνος μικρότερες ή μεγαλύτερες μονάδες να μην μπορέσουν να ανακάμψουν είναι πραγματικός.
Η σημασία της κρατικής παρέμβασης
Είναι αλήθεια ότι πολλά θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια των μέτρων και στη χώρα μας και παγκοσμίως. Όμως, ας μην γελιόμαστε με το ορόσημο για την πραγματική εκτίμηση της κατάστασης θα έχει μετατεθεί για το τέλος Απρίλη, σημείο στο οποίο σε πλανητική κλίμακα το πιο πιθανό είναι η πανδημία να παραμένει ενεργή, αντιλαμβανόμαστε ότι οι επιπτώσεις θα είναι μεγάλες.
Αυτό είναι που δίνει και τη σημασία που αποκτά σήμερα η κρατική οικονομική παρέμβαση. Όπως έχουν υπογραμμίσει πάρα πολλοί οικονομολόγοι ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί το μεγάλο κοινωνικό κόστος μια παρατεταμένης εφαρμογής περιοριστικών μέτρων και υπάρχει δυνατότητα μετά επανεκκίνησης, είναι το κράτος να αναλάβει ουσιαστικά να καλύψει τους μισθούς και το εισόδημα που χάνεται. Χωρίς αυτή τη γενναία παρέμβαση του κράτους για να καλύψει το κενό που υπάρχει, οι τωρινές απώλειες θα γίνουν διαρθρωτικά κενά και η ύφεση θα διατηρηθεί και μετά το τέλος της πανδημίας.
Για μια οικονομία όπως η ελληνική το κόστος μπορεί να είναι πολύ μεγάλο, εάν υπολογίσουμε και το πόσο τραυματισμένη από την προηγούμενη περίοδο. Ούτε η ελληνική κοινωνία μπορεί να αντέξει άλλο ένα κύμα λιτότητας για να ισοσκελιστούν οι τωρινές απώλειες. Η κρατική δαπάνη σήμερα δεν είναι σπατάλη, είναι η επένδυση στο να αποφύγουμε την καταστροφή. Γι’ αυτό και είναι η ώρα για τη συνολική αμφισβήτηση ενός μοντέλου δημοσιονομικής πειθαρχίας που ούτως ή άλλως είχε αποδειχτεί καταστροφικό.
Και εάν αυτό δεν γίνεται κατανοητό στο ευρωπαϊκό επίπεδο, όπως δείχνει η οχύρωση των χωρών του Βορρά σε μια επικίνδυνη λογική, είναι ευθύνη των κρατών να πάρουν τις αναγκαίες επιλογές. Για να αποφευχθεί η καταστροφή αλλά και για να μπορέσει η όποια συζήτηση για ένα διαφορετικό αναπτυξιακό μοντέλο να γίνει με την κοινωνία όρθια.