Για την επόμενη μέρα στην Ελλάδα, όταν δηλαδή λήξει η καραντίνα και στα βήματα που πρέπει να γίνουν για να επανέλθουμε στην κανονικότητα αναφέρεται η Βάνα Σύψα οποία βρίσκεται πίσω από τα «μαθηματικά μοντέλα» στη χώρα μας.
Αλήθεια τι θα γίνει την επόμενη μέρα, όταν δηλαδή έρθει η ώρα να βγούμε από τα σπίτια μας και να εκτεθούμε όλοι στον Covid-19;
«Δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα αρθούν οι περιορισμοί από τη μία μέρα στην άλλη και θα επιστρέψουμε κανονικά στη ρουτίνα μας. Τα μέτρα περιορισμού δεν είναι εφικτό να διατηρηθούν για πολύ, αλλά σίγουρα θα πρέπει να προσπαθήσουμε να διατηρήσουμε ό,τι κερδίσαμε με τόσο κόπο» τονίζει με συνέντευξή της στο ΑΠΕ.
Η κ. Σύψα, αναπληρώτρια καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής, μιλώντας για πρώτη φορά, αποκλειστικά στο ΑΠΕ αποκαλύπτει πως «ο εκτεταμένος έλεγχος σε συνδυασμό με απομόνωση των κρουσμάτων και καραντίνα των οικείων τους θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική, με βάση την εμπειρία άλλων χωρών» για την επόμενη μέρα.
Πιθανώς κάποια στιγμή θα «συναντηθούμε» με τον ιό
«Η αλήθεια είναι ότι πιθανώς κάποια στιγμή θα «συναντηθούμε» με τον ιό. Για πολλούς αυτή η συνάντηση θα είναι λίγο ενοχλητική αλλά χωρίς συνέπειες. Για κάποιους, μπορεί να είναι επικίνδυνη.
Φροντίζουμε λοιπόν να γίνει με τις προϋποθέσεις που θέλουμε: σε ένα σύστημα υγείας που δεν είναι θα είναι υπερφορτωμένο, επειδή η επιδημία θα είναι σε ελεγχόμενα επίπεδα, με πιο πολλές γνώσεις για τη θεραπεία και με ένα εμβόλιο στο απώτερο μέλλον. Ας είμαστε λοιπόν αισιόδοξοι» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Πώς θα παραμείνουμε στο «αισιόδοξο» σενάριο, στο οποίο βρισκόμαστε;
Όπως εκτιμά η κ. Σύψα, με τα μέχρι τώρα δεδομένα, «είμαστε στο «αισιόδοξο» σενάριο». «Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από τον αριθμό όσων νοσηλεύονται στις ΜΕΘ και των θανάτων. Παρόλο που τα στοιχεία αυτά έχουν μία «χρονοκαθυστέρηση» -μιας και οι σημερινές εισαγωγές σε ΜΕΘ αντανακλούν μεταδόσεις που έγιναν αρκετές ημέρες πριν- αποτελούν ένα δείκτη που είναι στην ουσία και ο πιο σημαντικός »επισημαίνει.
Η ίδια, συντονίστρια μιας ομάδας επιστημόνων για το θέμα, αποφεύγει να αναφερθεί σε απόλυτο αριθμό πιθανών μολύνσεων με covid-19 στη χώρα μας έως σήμερα. «Σε αυτή τη φάση, η προτεραιότητά μας είναι να εκτιμήσουμε την πορεία της επιδημίας, για παράδειγμα τις αναμενόμενες εισαγωγές σε ΜΕΘ κάτω από «αισιόδοξα» και «απαισιόδοξα» σενάρια καθώς και την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί» αναφέρει χαρακτηριστικά.
Αν θα παραμείνουμε στο «αισιόδοξο» σενάριο εξαρτάται αποκλειστικά από εμάς. «Εξαρτάται από την τήρηση των μέτρων κατά κύριο λόγο. Σε αυτή τη φάση επιθυμούμε να ελαχιστοποιήσουμε τις νοσηλείες, τις σοβαρές επιπλοκές και βέβαια να μην χαθούν ζωές» ξεκαθαρίζει η κ. Σύψα.
Τα μαζικά τεστ
Σε ερώτηση για τον αν η χρήση πολλών τεστ στον πληθυσμό θα έδινε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της επιδημίας στη χώρα μας, η αν. καθηγήτρια στο Εργαστήριο Υγιεινής, Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, επισημαίνει ότι «τα μαζικά τεστ θα ήταν μία χρήσιμη πληροφορία για τις προβλέψεις».
Όμως, όπως εξηγεί, «μπορούν να γίνουν εκτιμήσεις και χωρίς αυτήν» την πληροφορία. Ωστόσο παραδέχεται ότι «ο μαζικός έλεγχος έχει άλλα πλεονεκτήματα» όπως φάνηκε από το παράδειγμα της Νότιας Κορέας, όπου «ο μαζικός έλεγχος σε συνδυασμό με την απομόνωση των κρουσμάτων και τον έλεγχο των επαφών τους έπαιξε σημαντικό ρόλο στον περιορισμό της μετάδοσης».
Κλειδί οι ασυμπτωματικοί. Δεν τα γνωρίζουμε όλα. Μας βοηθά η εμπειρία λαών χωρών με Covid-19
Στη χώρα μας, και σε άλλες χώρες, τα μέτρα δεν υιοθετήθηκαν με βάση τις εκτιμήσεις ενός μοντέλου, εξηγεί. «Επηρέασε σε μεγάλο βαθμό η εμπειρία χωρών που είχαν «προηγηθεί» χρονικά στην επιδημία. Εξαίρεση αποτελεί το Ηνωμένο Βασίλειο όπου είμαι σίγουρη ότι η δουλειά των ερευνητών του Imperial College πίεσε την κατάσταση και οδήγησε σε μία αλλαγή πολιτικής».
Τι δείχνουν τα μαθηματικά μοντέλα
Όσον αφορά τις προβλέψεις των μαθηματικών μοντέλων επισημαίνει πως «δεν τα γνωρίζουμε όλα: υπάρχει αβεβαιότητα για κάποιες παραμέτρους, όπως για παράδειγμα κατά πόσο ένα άτομο μπορεί να μολυνθεί χωρίς να εμφανίσει συμπτώματα».
«Επομένως κάποιες πληροφορίες, όπως για παράδειγμα πόσοι άνθρωποι έχουν μολυνθεί συνολικά στη χώρα μας από την αρχή της επιδημίας μέχρι σήμερα, μπορεί να εκτιμηθεί με επιφύλαξη» προσθέτει και αναφέρεται σε έκθεση που δημοσιοποιήθηκε από την ομάδα του Imperial College στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 30/3, η οποία υποστηρίζει ότι το ποσοστό των ατόμων που έχουν προσβληθεί στην Ιταλία μπορεί να κυμαίνεται από 3,7% μέχρι 26%!
«Καταλαβαίνετε πόση διαφορά έχει αυτό σε ένα πληθυσμό 60 εκατομμυρίων. Από την άλλη μεριά, όσο προστίθενται καθημερινά δεδομένα, είμαστε σε θέση να βελτιώνουμε τις προβλέψεις μας για την πορεία της επιδημίας» καταλήγει η κ. Σύψα.
«Στην Ιταλία η επιδημία είχε ξεκινήσει πολύ πριν διαγνωστεί το πρώτο κρούσμα, και έγιναν κάποια λάθη στο χειρισμό της στην αρχή -κάποιες περιοχές της Βόρειας Ιταλίας ανταποκρίθηκαν ικανοποιητικά και σε άλλες χάθηκε ο έλεγχος. Στη δική μας περίπτωση πιστεύω ότι κινηθήκαμε εγκαίρως. Ιδίως στην αρχή, η προσπάθεια ελέγχου των κρουσμάτων και ιχνηλάτησης των επαφών ήταν πολύ μεγάλη. Επιπλέον, λήφθηκαν από νωρίς τα μέτρα περιορισμού κοινωνικών επαφών. Θα έχουμε μεν εισαγωγές σε ΜΕΘ και θανάτους, αλλά ο σκοπός μας είναι αυτός ο αριθμός να είναι όσο το δυνατόν μικρότερος» καταλήγει η καθηγήτρια Επιδημιολογίας και Ιατρικής Στατιστικής στη συνέντευξη της .