Η πανδημία του νέου κοροναϊού δεν θα μας αφήσει ως κληρονομιά μόνο λέξεις όπως lockdown αλλά και την πρώτη δικτατορία σε χώρα που είναι κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, παρότι η ύπαρξη κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και η τήρηση των αρχών του κράτους δικαίου αποτελούν τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις για να είναι μια χώρα μέλος της Ένωσης.
Όμως, την περασμένη Δευτέρα το Κοινοβούλιο της Ουγγαρίας αποφάσισε, με πλειοψηφία δύο τρίτων, να δώσει στον πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπάν την εξουσιοδότηση να κυβερνά επ’ αόριστον με διατάγματα. Καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος αυτής της απόφασης, που επαναλαμβάνουμε ότι δεν έχει ρητή ημερομηνία λήξης και υποτίθεται ότι ελήφθη για την αντιμετώπιση της πανδημίας, δεν επιτρέπεται να γίνουν επαναληπτικές εκλογές, η κυβέρνηση έχει το δικαίωμα να αναστέλλει την ισχύ νόμων και όποιος δημοσιοποιεί στοιχεία που κατά τη γνώμη των αρχών διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα ή διεγείρει το λαό, θα τιμωρείται με αρκετά χρόνια φυλάκισης.
Ο πρόεδρος της Ουγγαρίας, Γιάνος Άντερ, που είναι σύμμαχος του Ορμπάν ενέκρινε τη νομοθεσία. Η συγκεκριμένη απόφαση μπορεί να αρθεί μόνο με πλειοψηφία δύο τρίτων και υπογραφή του προέδρου.
Παρότι η ουγγρική κυβέρνηση αρνείται ότι πρόκειται για μια δικτατορία, είναι προφανές ότι οι εξουσίες που αποκτά ο ούγγρος πρωθυπουργός είναι ακριβώς δικτατορικές. Μάλιστα, προσομοιάζουν ακριβώς στον ορισμό του dictator στο Ρωμαϊκό Δίκαιο, δηλαδή το πρόσωπο στο οποίο η Σύγκλητος αναθέτει να κυβερνήσει με απόλυτη εξουσία για την αντιμετώπιση μιας έκτακτης συνθήκης.
Μια κυβέρνηση με προϊστορία στον αυταρχισμό
Η υπουργός Δικαιοσύνης της Ουγγαρίας Γιουντίτ Βάργκα υποστήριξε ότι τα μέτρα της ουγγρικής κυβέρνησης δεν παραβιάζουν τους κανόνες δικαίου και πως όλα αυτά συμβαίνουν επειδή διάφοροι δεν μπορούν να ανεχτούν πως η Ουγγαρία επιμένει σε μια «χριστιανική-συντηρητική» κατεύθυνση, η Ουγγαρία τη εποχής Ορμπάν έχει βρεθεί στο στόχαστρο για ποικίλες παραβιάσεις των δημοκρατικών αρχών.
Το ίδιο το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο το 2018, με ψήφους 448 υπέρ και μόλις 197 κατά, είχε αποφανθεί ότι η Ουγγαρία παραβιάζει τις θεμελιώσεις αρχές του σεβασμού στη δημοκρατία, της ισότητας, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και για αυτό είχε ζητήσει από το Συμβούλιο να ξεκινήσει οι διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 7(1) της Συνθήκης της Ένωσης.
Ειδικότερα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είχε εκτιμήσει με εκείνη την απόφασή του ότι στην Ουγγαρία υπήρχαν προβλήματα με το εκλογικό σύστημα, την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, την προστασία των προσωπικών δεδομένων, τα δικαιώματα των μειονοτήτων, των μεταναστών και των προσφύγων, όπως και με όλες περίπου τις βασικές ελευθερίες.
Το 2019 μια έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης είχε παρουσιάσει την ακόλουθη εικόνα για την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουγγαρία, με βάση επιτόπια έρευνα που είχε κάνει η Επίτροπος Dunja Mijatović. Η έκθεση συμπέρανε ότι η στάση που υιοθέτησε απέναντι στους πρόσφυγες και τους αιτούντες άσυλο το 2015 η ουγγρική κυβέρνηση, όταν έκλεισε με φράχτη τα σύνορα με τη Σερβία, παραβίαζε τα θεμελιώδη δικαιώματα των προσφύγων, ενώ υπογράμμιζε και τις απόπειρες στιγματισμού και ποινικοποίησης της δράσης των ΜΚΟ. Η ίδια έκθεση διαπίστωνε υπονόμευση της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Διαπίστωνε επίσης ότι η χώρα είχε πολύ σοβαρά προβλήματα ως προς τα ζητήματα ισότητας και τα δικαιώματα των γυναικών, τις οποίες η ουγγρική κυβέρνηση κυρίως αντιμετωπίζει ως έχουσες την υποχρέωση της γέννησης και ανατροφής παιδιών.
Επιπλέον, ο Βίκτορ Ορμπάν και το κόμμα του έχουν κατηγορηθεί για τη χρήση ξενοφοβικής και αντισημιτικής ρητορικής, για παράδειγμα στην αντιπαράθεσή τους με τον Τζορτζ Σόρος.
Η αμήχανη στάση του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος
Όμως, ο Βίκτορ Ορμπάν δεν είναι απλώς ένας ακροδεξιός πολιτικός. Ανήκει συνάμα στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, τη μεγάλη ευρωπαϊκή πολιτική οικογένεια της ευρωπαϊκής κεντροδεξιάς. Και θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι μέσα σε αυτήν έχει μόνο αντιπάλους.
Είναι αλήθεια ότι το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, ύστερα από μεγάλη εσωτερική αντιπαράθεση, είχε αποφασίσει τον Μάρτιο του 2019 να αναστείλει τη συμμετοχή ένταξη του Fidesz, του κόμματος του Ορμπάν. Όμως το κόμμα του παρέμεινε μέλος της κοινοβουλευτικές ευρωομάδας του ΕΛΚ, ενώ δεν μπόρεσαν να αποφασιστούν παραπέρα μέτρα.
Επιπλέον, ο Βίκτορ Ορμπάν έπαιξε ρόλο στις διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό της τρέχουσας Επιτροπής υπό την Ουρσουλα φον ντερ Λάιεν. Απέρριψε την υποψηφιότητα του Φρανς Τίμμερμας για τη θέση του προέδρου της Επιτροπής, κατηγορώντας για «άνθρωπο του Τζορτζ Σόρος», συμβάλλοντας στο να μετατοπιστεί ο συσχετισμός σε μια λύση όπως αυτή της κ. φον ντερ Λάιεν, για την οποία είχε τοποθετηθεί θετικά.
Άλλωστε, ο Ορμπάν γνωρίζει ότι όσο και εάν στη δυτική και βόρεια Ευρώπη υπάρχει μια αμηχανία για τον τρόπο με τον οποίο ασκεί τη διακυβέρνηση, οι απόψεις του για μια πιο σκληρή πολιτική στο μεταναστευτικό και για πιο συντηρητική στροφή στα κοινωνικά ζητήματα βρίσκουν ευήκοα ώτα σε σημαντικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Γι’ αυτό το λόγο και παρά το θόρυβο που προκλήθηκε για τις έκτακτες εξουσίες που ανέλαβε ο Ορμπάν, τα ηγετικά στελέχη του ΕΛΚ απέφυγαν να καταδικάσουν την κίνησή του. Ο πρόεδρος του ΕΛΚ, Ντόναλντ Τουσκ, υπογράμμισε σε ένα tweet ότι είναι γενικά μια κρίσιμη στιγμή για την Ευρώπη και ότι πρέπει να εκτιμήσουμε συνολικά την έκτακτη κατάσταση στην Ευρώπη, χωρίς να μένουμε μόνο στην Ουγγαρία. Ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΕΛΚ Μάνφρεντ Βέμπερ απέφυγε να κάνει οποιονδήποτε σχολιασμό των επιλογών Ορμπάν. Ακόμη και η ίδια η κ. φον ντερ Λάιεν απέφυγε να κατονομάσει την Ουγγαρία σε δήλωσή της και μίλησε απλώς για την ανάγκη τα έκτακτα μέτρα να την διαρκέσουν επ’ αόριστον.
Αντίθετα, πολύ πιο επικριτικές ήταν δηλώσεις από κεντροδεξιούς πολιτικούς της Βόρειας Ευρώπης αλλά και από τις υπόλοιπες ομάδες του ευρωκοινοβουλίου.
Ένα ακόμη σημάδι κρίσης του «ευρωπαϊκού σχεδίου»
Η έστω και αμήχανη αποδοχή ότι κάποιος που μόλις απέκτησε δικτατορικές εξουσίες μπορεί να συμμετέχει ισότιμα στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, όπως και η προηγούμενη ανοχή στις παραβιάσεις βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ουγγαρία, είναι άλλη μια ένδειξη μιας βαθύτερης κρίσης του ευρωπαϊκού σχεδίου.
Στην πραγματικότητα, η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει αποδειχτεί πολύ πιο ικανή να επιβάλλει πολιτικές λιτότητας παρά να προάγει δημοκρατικούς θεσμούς. Και έχει αποδεχτεί διάφορες αποκλίσεις από το «κράτος δικαίου» τα τελευταία χρόνια. Αποδέχτηκε τη μονομερή απόφαση για σφράγισμα του «βαλκανικού διαδρόμου», τότε με πρωτοβουλία και της Ουγγαρία, ενσωματώνοντάς την ουσιαστικά στο πλέγμα των αντιμεταναστευτικών και αντιπροσφυγικών πολιτικών της. Αμφισβήτησε κατ’ επανάληψη το δικαίωμα των λαών να παίρνουν αποφάσεις με αποκορύφωμα τη δήλωση του Ζαν-Κλωντ Γιούνκερ ότι «οι λαοί δεν μπορούν να αποφασίζουν ενάντια στις ευρωπαϊκές συνθήκες». Δεν είχε κανένα πρόβλημα με την πρωτοφανή επίδειξη αυταρχισμού που έκανε ο Εμανουέλ Μακρόν απέναντι στο κίνημα των «κίτρινων γιλέκων».
Έτσι και τώρα, βαθιά διαιρεμένη και ανίκανη να επιδείξει αλληλεγγύη απέναντι στην πανδημία, απλώς παρατηρεί την πρώτη περίπτωση δικτατορίας σε κράτος-μέλος.