Οι νεκροί από τον κορoναϊό στην Ιταλία έφτασαν τους 15.887 την Κυριακή. Όμως, υπάρχει ο φόβος ότι τα επίσημα στοιχεία δεν καταγράφουν την πραγματική διάσταση αυτής της τραγωδίας, καθώς πολλοί πεθαίνουν στα σπίτια τους.
Σε αυτή την άγνωστη πτυχή της κρίσης στην Ιταλία ρίχνει φως το Reuters, επικεντρώνοντας στο Μπέργκαμο, την εστία του κοροναϊού στον Βορρά της χώρας.
Σύμφωνα με μελέτη της εφημερίδας L’Eco di Bergamo και της InTwig, με στοιχεία από τους τοπικούς δήμους, υπολογίζεται ότι 5.400 άνθρωποι πέθαναν στο Μπέργκαμο τον Μάρτιο, οι εξαπλάσιοι σε σύγκριση με έναν χρόνο νωρίτερα. Από αυτούς, υπολογίζεται ότι έως και 4.500 υπέκυψαν λόγω κοροναϊού, αριθμός διπλάσιος του επίσημου (2.060), που καταγράφει τους θανάτους στα νοσοκομεία.
Το Reuters παρουσιάζει ενδεικτικά την περίπτωση της Σίλβια Μπερτουλέτι, η οποία επί 11 ημέρες έκανε απεγνωσμένες τηλεφωνικές κλήσεις προκειμένου να πείσει έναν γιατρό να επισκεφθεί τον 78χρονο πατέρα της, Αλεσάντρο, ο οποίος είχε πυρετό και πάσχιζε να αναπνεύσει.
Όταν τελικά ένας γιατρός πήγε στο σπίτι τους, κοντά στο Μπέργκαμο, το βράδυ της 18ης Μαρτίου, ήταν ήδη αργά. Ο θάνατος του Αλεσάντρο Μπερτουλέτι δηλώθηκε στις 1:10 της 19ης Μαρτίου, 10 λεπτά προτού φτάσει το ασθενοφόρο που είχε κληθεί ώρες νωρίτερα. Η μόνη φαρμακευτική αγωγή που του είχε δοθεί, μέσω τηλεφώνου, ήταν ένα ήπιο αναλγητικό και ένα αντιβιοτικό ευρέος φάσματος.
«Ο πατέρας μου αφέθηκε να πεθάνει μόνος του, στο σπίτι, χωρίς βοήθεια. Απλά, μας εγκατέλειψαν. Κανένας δεν αξίζει ένα τέτοιο τέλος», δήλωσε η Μπερτουλέτι.
Η δική της εμπειρία δεν είναι κάτι σπάνιο στην περιφέρεια της Λομβαρδίας, όπου πολλοί πεθαίνουν στο σπίτι, καθώς τα συμπτώματα δεν ελέγχονται και οι συμβουλές από το τηλέφωνο δεν επαρκούν πάντα, επισημαίνει το Reuters, έπειτα από συνεντεύξεις με οικογένειες, γιατρούς και νοσοκόμες της περιοχής.
Πολλοί θάνατοι μπορούσαν να αποτραπούν
Γιατροί λένε ότι η έλλειψη πρωτοβάθμιας περίθαλψης αποδεικνύεται ότι στοιχίζει ακριβά, καθώς οι γιατροί δεν μπορούν ή δεν κάνουν επισκέψεις κατ’ οίκον, σύμφωνα με την παγκόσμια τακτική για συμβουλές που παρέχονται από απόσταση.
«Αυτό που οδήγησε σε αυτή την κατάσταση είναι πως πολλοί οικογενειακοί γιατροί δεν επισκέπτονταν τους ασθενείς τους για εβδομάδες. Δεν τους κατηγορώ, γιατί έτσι γλίτωσαν τη δική τους ζωή», δήλωσε ο Ρικάρντο Μούντα, γιατρός που εργάζεται στις πόλεις Σελβίνο και Νέμπρο- κοντά στο Μπέργκαμο- αφότου ένας συνάδελφός του μολύνθηκε από κοροναϊό.
Πολλοί θάνατοι θα μπορούσαν να αποφευχθούν αν οι άνθρωποι στο σπίτι είχαν έγκαιρη ιατρική βοήθεια, σημειώνει ο ίδιος. Όμως, οι γιατροί είναι «πνιγμένοι», δεν έχουν αρκετές μάσκες και στολές για να προστατευτούν και τους απέτρεψαν να κάνουν επισκέψεις αν δεν είναι απολύτως απαραίτητο.
«Οι γιατροί δίνουν αγωγές σε αυτούς που είναι στο σπίτι. Αλλά αν αυτή η αγωγή δεν έχει αποτέλεσμα, αν δεν υπάρχει γιατρός που κάνει έλεγχο, για να αλλάξει ή να προσαρμόσει τα φάρμακα, τότε ο ασθενής πεθαίνει», τονίζει ο Μούντα.
Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία είχαν πρόσβαση στις μάσκες κατά προτεραιότητα, αλλά οι οικογενειακοί γιατροί λένε ότι δεν διέθεταν τέτοια μέσα, οπότε δεν μπορούσαν να επισκεφθούν ασθενείς με ασφάλεια.
Ο ίδιος δηλώνει ότι κάνει επισκέψεις κατ’ οίκον από τα τέλη Φεβρουαρίου. Για να προστατευθεί, αγόρασε μάσκες αξίας 600 ευρώ, που τις αποστειρώνει κάθε βράδυ.
Εκπρόσωπος της κρατικής υπηρεσίας υγείας ATS στο Μπέργκαμο δήλωσε ότι οι αρχές της Λομβαρδίας είπαν στους οικογενειακούς γιατρούς να «ασχολούνται με τους ασθενείς από το τηλέφωνο όσο περισσότερο γίνεται, περιορίζοντας τις κατ’οίκον επισκέψεις, για να περιοριστεί η μόλυνση και η σπατάλη προστατευτικού εξοπλισμού».
Η ίδια σημείωσε ότι 142 γιατροί στην περιοχή του Μπέργκαμο είναι είτε άρρωστοι είτε σε καραντίνα, αλλά όλοι τους αντικαταστάθηκαν.
Τώρα, οι αρχές ενισχύουν την πρωτοβάθμια περίθαλψη, ακολουθώντας τις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, που αναφέρει ότι αυτό θα πρέπει να είναι η επόμενη προτεραιότητα των κυβερνήσεων αμέσως μετά τη χωρητικότητα των ΜΕΘ.
Από τις 19 Μαρτίου, έξι ειδικές μονάδες γιατρών άρχισαν να λειτουργούν στο Μπέργκαμο, για επισκέψεις ασθενών στα σπίτια. Ανάλογες ομάδες ξεκίνησαν το έργο τους στο Μιλάνο από τις 31 Μαρτίου.
«Έπρεπε να κάνω μια επιλογή»
Ο οικογενειακός γιατρός των Μπερτουλέτι ήταν στο νοσοκομείο. Η κόρη λέει ότι επανειλημμένα τηλεφώνησε στον αντικαταστάτη του, που στην αρχή της είπε να δώσει στον πατέρα της ένα αναλγητικό με παρακεταμόλη, για να πέσει ο πυρετός.
Όμως, καθώς η κατάσταση του πατέρα της χειροτέρευε, εκείνη ξανακάλεσε τον γιατρό. «Μου είπε «Δεν είμαι αναγκασμένος να κάνω κατ’ οίκον επισκέψεις, να είσαι υπομονετική», λέει η Μπερτουλέτι.
Ο γιατρός, όταν επικοινώνησε το Reuters μαζί του, κλαίγοντας είπε ότι οι γιατροί έπρεπε να κάνουν φρικτές επιλογές. Είπε πως δέχεται 300-500 τηλεφωνήματα την ημέρα και πως κάλυπτε έναν άρρωστο συνάδελφό του.
«Έπρεπε να κάνω μια επιλογή. Δεν μπορούσα να επισκεφτώ αυτούς που είχαν βήχα και πυρετό, μπορούσα να πάω να δω μόνο τις πιο σοβαρές περιπτώσεις», δήλωσε.
Εκκλήσεις από δημάρχους και γιατρούς
«Παρά τις προσπάθειές μας, δεν είναι δυνατόν να τους πάμε όλους σε νοσοκομείο και κάποιες φορές οι οικογένειες προτιμούν να κρατούν τους ασθενείς στο σπίτι, επειδή φοβούνται ότι δεν θα έχουν άλλη ευκαιρία να τους αποχαιρετήσουν», δήλωσε ο δήμαρχος του Μπέργκαμο, Τζόρτζιο Γκόρι.
Ο ίδιος, όπως και άλλοι δήμαρχοι στη Λομβαρδία, έχουν κάνει έκκληση για βοήθεια.
«Έχουμε πολίτες στο σπίτι που είναι άρρωστοι και αισθάνονται εγκαταλελειμμένοι. Μπορώ να σας δώσω εκατοντάδες παραδείγματα», έγραψε σε επιστολή προς τις τοπικές υγειονομικές αρχές η Τζιοβάνα Γκαρτζιόνι, εκ μέρους των δημάρχων της περιοχής.
Ακόμη και στο Μιλάνο, οι γιατροί λένε ότι ακόμη δεν τους έχουν δώσει προστατευτικό εξοπλισμό, όπως μάσκες.
«Δουλεύουμε χωρίς προστασία, κανένας δεν μας έχει εξετάσει. Στο μεταξύ, ο ιός εξαπλώνεται σε σπίτια, ολόκληρες οικογένειες μολύνονται και κανένας δεν τους φροντίζει», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Ρομπέρτο Σκαράνο, χειρουργός και οικογενειακός γιατρός στην πόλη.
Τα ασθενοφόρα, που παλιότερα έφταναν μέσα σε λίγα λεπτά, τώρα μπορεί να χρειαστούν ώρες για να ανταποκριθούν σε κλήσεις, λένε γιατροί. Οι φιάλες οξυγόνου είναι τόσο σπάνιες, που οι νοσοκόμες σπεύδουν να τις πάρουν πίσω από οικογένειες, όταν πεθάνει ένας ασθενής.
«Έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε ανθρώπους να πεθαίνουν, αλλά συνήθως αυτό είναι σαν να τους συνοδεύεις στο τέλος της διαδρομής. Τώρα, πας σε σπίτια και μέσα σε 48-72 ώρες ο ασθενής είναι νεκρός. Είναι σαν πόλεμος», δήλωσε η Μάουρα Ζουκέλι, νοσοκόμα ιδιωτικής εταιρείας που παρέχει βοήθεια κατ’ οίκον στο Μπέργκαμο.