Περισσότερο φως στους βιολογικούς μηχανισμούς ανάπτυξης του καρκίνου του παχέος εντέρου ρίχνει μια νέα έρευνα ελλήνων επιστημόνων από το Ερευνητικό Κέντρο Βιοϊατρικών Επιστημών «Αλέξανδρος Φλέμιγκ» και το Πανεπιστήμιο Γέιλ των ΗΠA.
Η μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Nature, δείχνει ότι το στρωματικό μικροπεριβάλλον των εντερικών βλαστοκυττάρων ελέγχει την ογκογένεση στο έντερο.
Η έρευνα, η οποία έγινε στα εργαστήρια του ακαδημαϊκού Γιώργου Κόλλια στο «Φλέμιγκ» και του Richard Flavell στο Γέιλ, είναι η πρώτη που αποκαλύπτει σε ζωντανούς οργανισμούς (in vivo) το «διάλογο» μεταξύ των εντερικών βλαστοκυττάρων και των γειτονικών τους στρωματικών – μεσεγχυματικών κυττάρων, ο οποίος δρα καθοριστικά στην ανάπτυξη του καρκίνου του εντέρου.
Η νέα μελέτη δίνει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα της παθογένειας του καρκίνου του εντέρου, φωτίζοντας την αλληλεπίδραση μεταξύ των μεσεγχυματικών κυττάρων και των εντερικών βλαστοκυττάρων, η οποία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στην ογκογένεση.
Εδώ και χρόνια, οι μελέτες για την κατανόηση των μηχανισμών του καρκίνου είχαν επικεντρωθεί στα καρκινικά κύτταρα και στον καρκινικό όγκο.
Όμως, τα τελευταία χρόνια νέες μελέτες δείχνουν πως χρειάζεται μια πιο συνθετική προσέγγιση, αφού έχει γίνει αντιληπτό ότι, πέρα από τα ίδια τα καρκινικά κύτταρα, εξίσου σημαντικό ρόλο παίζει και το μικροπεριβάλλον αυτών των κυττάρων, το οποίο αποτελείται από διάφορα κύτταρα όπως τα μεσεγχυματικά, τα ενδοθηλιακά και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος.
Η ανάπτυξη καρκινικών όγκων στο έντερο βασίζεται στον ανταγωνισμό μεταξύ μεταλλαγμένων και φυσιολογικών εντερικών βλαστοκυττάρων που βρίσκονται στις κρύπτες του εντέρου.
Τα εντερικά βλαστοκύτταρα συνδέονται με ένα δίκτυο μεσεγχυματικών – στρωματικών κυττάρων, τα οποία διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό το μικροπεριβάλλον τους μέσω της έκκρισης ουσιών που επηρεάζουν τις λειτουργίες των βλαστοκυττάρων.
Ωστόσο, παρέμενε αμφίβολο μέχρι σήμερα κατά πόσον το φυσιολογικό μεσεγχυματικό μικροπεριβάλλον επηρεάζει την ισορροπία των πληθυσμών των βλαστοκυττάρων με τρόπο που να επιδρά καθοριστικά στη διαδικασία της ανάπτυξης όγκων.
Η νέα έρευνα των ελλήνων και αμερικανών επιστημόνων αποκάλυψε πρώτη φορά ότι το μεσεγχυματικό μικροπεριβάλλον ελέγχει τη διαδικασία έναρξης των όγκων.
Οι ερευνητές ταυτοποίησαν ένα σπάνιο πληθυσμό ινοβλαστών (ένα είδος μεσεγχυματικού κυττάρου) που βρίσκεται στις κρύπτες του εντέρου, σε στενή γειτνίαση με τη ζώνη των βλαστοκυττάρων.
Ακολούθως, με μια σειρά πειραμάτων, αποκαλύφθηκε ότι ο πληθυσμός αυτός επικοινωνεί με τα γειτονικά βλαστικά κύτταρα μέσω ενός μοριακού μηχανισμού που περιλαμβάνει την κυκλοοξυγενάση-2 (Cox-2) και την προσταγλανδίνη Ε2 (PGE2).
Και οι δύο αυτές ουσίες έχουν συνδεθεί στο παρελθόν με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, εντούτοις οι κυτταρικοί και οι μοριακοί μηχανισμοί μέσω των οποίων δρουν δεν ήταν ξεκάθαροι.
Είναι ήδη γνωστό ότι η φαρμακευτική αναστολή στους ανθρώπους της κυκλοοξυγενάσης-2 (μέσω της ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων) έχει σημαντική προστατευτική δράση έναντι του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Παρόλα αυτά, λόγω ανεπιθύμητων καρδιαγγειακών ενεργειών, οι αναστολείς της δεν μπορεί να χρησιμοποιηθούν για θεραπεία.
Διακόπτοντας όμως την επικοινωνία μεταξύ των δύο τύπων κυττάρων, οι ερευνητές κατάφεραν να μειώσουν δραματικά τον αριθμό των όγκων σε ποντικούς που αναπτύσσουν καρκίνο του εντέρου.
Ο καρκίνος του παχέος εντέρου αποτελεί το δεύτερο πιο συχνό καρκίνο στις γυναίκες και τον τρίτο πιο συχνό στους άνδρες παγκοσμίως.
Στην Ευρώπη αποτελεί τη δεύτερη πιο συχνή αιτία θανάτου από καρκίνο, ενώ δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι διαγιγνώσκονται καθημερινά με αυτόν.
Σύμφωνα με τους ερευνητές, «το νέο μοριακό μονοπάτι που αποκάλυψε η μελέτη είναι ένα πολύ σημαντικό εύρημα, γιατί εξηγεί το μηχανισμό πίσω από τον προστατευτικό ρόλο της ασπιρίνης και άλλων μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων στον καρκίνο του παχέος εντέρου. Ταυτόχρονα ανοίγει νέους θεραπευτικούς δρόμους για το μέλλον, προσφέροντας εναλλακτικούς φαρμακευτικούς στόχους, που θα μπορούσαν να δοκιμαστούν αντί της κυκλοοξυγενάσης-2 και που πιθανόν να είναι πιο ειδικοί και να παρουσιάσουν λιγότερες παρενέργειες».
Στην έρευνα από ελληνικής πλευράς συμμετείχαν οι ερευνητές του «Φλέμιγκ» Αιμίλιος Κακλαμάνος, Βασιλική Κολιαράκη, Βασίλης Αϊδίνης, Νίκη Χαλκίδη και Γιώργος Κόλλιας, καθώς επίσης οι Μανώλης Ρούλης και Ελεάννα Καφφέ από το Τμήμα Ανοσοβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Γέιλ.
(Πηγή πληροφοριών: ΑΠΕ – ΜΠΕ)