Παρ΄όλο που ο νέος κοροναϊός συνεχίζει να εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο, αρκετές χώρες μπορούν πλέον και μιλούν για επιπέδωση της καμπύλης. Το ίδιο και η Ελλάδα.
Στις χώρες αυτές, η εξομάλυνση της επιδεμικής καμπύλης δεν σημαίνει το άμεσο τέλος τους κοροναϊού, αλλά μια αργή μείωση του αριθμού των νέων κρουσμάτων.
Η μείωση του αριθμού των νέων κρουσμάτων συμβάλλει με τη σειρά του στη μείωση του αριθμού των νοσηλειών και των θανάτων, παρέχοντας μεγαλύτερη χωρητικότητα στα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης, γεγονός που διασφαλίζει ότι τα νοσοκομεία και οι ιατρικές εγκαταστάσεις δεν θα γεμίσουν ασφυκτικά με ασθενείς από κοροναϊό.
Τα στοιχεία από το Ινστιτούτο Μετρήσεων και Εκτιμήσεων για θέματα Υγείας του Πανεπιστημίου της Ουάσινγκτον (IHME), παρέχουν λεπτομερείς γραφικές παραστάσεις που δείχνουν τις διαφορετικές καμπύλες σε διάφορες χώρες του κόσμου.
Σύμφωνα με στοιχεία που παρείχε η IHME, χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Κίνα έχουν ήδη «ισοπεδώσει» την καμπύλη του κοροναϊού.
Παρ΄όλο που η Ισπανία και η Ιταλία είναι οι δύο πρώτες χώρες με τις περισσότερες απώλειες και κρούσματα στην Ευρώπη, ωστόσο και οι δύο χώρες έχουν αρχίσει να παρατηρούν μείωση του αριθμού των αναφερθέντων περιπτώσεων καθώς η αιχμή της ασθένειας έχει περάσει.
Η Γαλλία, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κίνα πέρασαν επίσης την αιχμή του ιού στις χώρες τους και επιπέδωσαν την καμπύλη.
Στα γραφήματα που παρήγαγε η IHME, η Ελλάδα και η Γερμανία δεν έχουν ακόμη φθάσει στην αιχμή του ιού, αλλά προβλέπεται ότι δεν θα υπάρξει έλλειψη των ιατρικών πόρων που απαιτούνται για τη θεραπεία μολυσμένων ασθενών
Το ΙΗΜΕ τοποθετεί μάλιστα την κορύφωση σε ό,τι αφορά τον αριθμό των κρουσμάτων στη χώρα στις 17 Απριλίου, ενώ υπολογίζει πως μπορεί να φτάσουν κατά μέσο όρο συνολικά 2.932.
Επίσης εκτιμάται πως στην κορύφωση ο αριθμός των νεκρών κατά μέσο όρο να κυμανθεί στους 14 (εύρος 3 έως 37).
Πάντως σύμφωνα με τα στοιχεία της ιχνηλάτησης, υπάρχουν πάνω από 152.000 κρούσματα στην Ισπανία, πάνω από 139.000 στην Ιταλία, πάνω από 113.000 στη Γερμανία και πάνω από 83.000 στη Γαλλία.
Η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και η Ελλάδα παρουσίασαν χαμηλότερους αριθμούς σε σύγκριση με τις παραπάνω χώρες, με 13.956, 6.074 και 1.884 αντίστοιχα.