Υποτίθεται ότι ήταν η καλύτερα προετοιμασμένη χώρα για ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Το Center for Disease Control (CDC) ένας οργανισμός που αποτελεί το πρότυπο για όλους τους φορείς επιδημιολογικής επιτήρησης και αντιμετώπισης βιοαπειλών παγκοσμίως βρίσκεται στο έδαφός της. Είχε σχέδια για την αντιμετώπιση πανδημικών λοιμώξεων του αναπνευστικού εδώ και πολλά χρόνια και είχε μελετήσει συστηματικά την πανδημία της «Ισπανικής Γρίπης» το 1918. Είναι η κορυφαία χώρα στις βιοεπιστήμες και στην έρευνα αιχμής για φάρμακα και θεραπευτικές πρακτικές. Φιλοξενεί μερικές από τις μεγαλύτερες ιατρικές σχολές στον κόσμο και ίσως τα καλύτερα νοσοκομεία, ενώ αποτελεί και πόλο έλξης για εξειδικευμένο προσωπικό παγκοσμίως. Σε αυτήν έχουν την έδρα τους μερικές από τις μεγαλύτερες πολυεθνικές του φαρμάκου. Ελέγχει το παγκόσμιο νόμισμα αναφοράς και διαθέτει μια τεράστια δυνατότητα να αντλεί πόρους από τις διεθνείς χρηματαγορές.
Και όμως αυτή τη στιγμή είναι το επίκεντρο μιας πανδημίας που σε μεγάλο βαθμό οφείλεται στην έλλειψη βασικών μέτρων επιδημιολογικής επιτήρησης που επέδειξε, στα μεγάλα κενά του συστήματος υγείας, στην έλλειψη στοιχειωδών μέτρων προστασίας του προσωπικού και, το κυριότερο, σε μια εντυπωσιακή αδράνεια της ηγεσίας της να πάρει έγκαιρα τα αναγκαία μέτρα.
Το «παράδοξο» της αμερικανικής αποτυχίας μέχρι τώρα
Ακούγεται παράδοξο αλλά μια χώρα που είναι π.χ. πρωτοπόρα στην παγκόσμια συλλογή πληροφοριών, συχνά και με όχι ακριβώς «δόκιμους» τρόπους και υποτίθεται σε διαρκή ετοιμότητα για την αντιμετώπιση απειλών, δεν μπόρεσε να εντοπίσει έγκαιρα την αρχική διασπορά μιας επιδημίας στο αμερικανικό έδαφος.
Μια χώρα που υποτίθεται ότι διαθέτει αποθέματα και εξοπλισμό για να διεξάγει μείζονες πολεμικές επιχειρήσεις σε τουλάχιστον δύο διαφορετικές περιοχές του πλανήτη, ενώ διαθέτει μέσα για να διεξάγει παγκόσμιο θερμοπυρηνικό πόλεμο, βρέθηκε να έχει σημαντικά ελλείμματα σε κάτι τόσο απλό όπως οι προστατευτικές μάσκες για το ιατρικό προσωπικό.
Μια χώρα που συχνά δίνει παραλλαγές των σχεδίων διαχείρισης έκτακτης ανάγκης των υπηρεσιών της ως σεναριακές ιδέες στο Χόλυγουντ και η οποία διαφημίζει τη θεσμική δυνατότητα του προέδρου της να είναι “commander and chied” και να απαντά σε μεγάλες κρίσεις, δεν μπόρεσε έγκαιρα να πάρει περιοριστικά μέτρα όταν χρειάστηκαν πραγματικά.
Μια χώρα που είναι η μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη χρειάστηκε μεγάλη διαπραγμάτευση για ένα πακέτο αντιμετώπισης των κοινωνικών επιπτώσεων που παρότι είναι τεράστιο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα αποτρέψει την κρίση, καθώς δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι το μεγαλύτερο μέρος του θα καταλήξει στις μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις και όχι στα νοικοκυριά και τα νοσοκομεία. Την ίδια στιγμή, παρά το μέγεθος των οικονομικών παρεμβάσεων είναι η χώρα που αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή τη μεγαλύτερη έκρηξη ανεργίας των τελευταίων δεκαετιών.
Μια χώρα που περηφανεύεται για το ΑΕΠ της διαπιστώνει τώρα πόσο ακριβό είναι το τίμημα των τεράστιων κοινωνικών της ανισοτήτων ακόμη και για την ίδια την υγεία των λιγότερο εύπορων πολιτών της.
Μάλιστα, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα στοιχεία που έρχονται στη δημοσιότητα και αφορούν συγκεκριμένες επιλογές που πήρε η τρέχουσα αμερικανική κυβέρνηση που σήμερα δυσκολεύουν την αντιμετώπιση της πανδημίας. Για παράδειγμα, ήταν ο ίδιος ο Τραμπ που επέλεξε να διαλύσει την ειδική ομάδα για τη διαχείριση πανδημιών στο Εθνικό Συμβούλιο Ασφάλειας και των επί των ημερών του περιορίστηκε η δυνατότητα του CDC να έχει επιδημιολογική παρατήρηση σε άλλες χώρες. Και βέβαια ήταν ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος που συστηματικά υποτίμησε στην αρχή τον κίνδυνο από την πανδημία.
Αντί για αλληλεγγύη, η προσπάθεια «πειρατείας» φορτίων μασκών
Θα περίμενε κανείς ότι μια χώρα που θεωρεί ότι αποτελεί την αναντικατάστατη ηγετική χώρα του πλανήτη, θα ήταν και πρωτοπόρα στην αλληλεγγύη προς άλλες χώρες που έχουν ανάγκη στη μάχη κατά του κοροναϊού.
Μια αλληλεγγύη που για παράδειγμα έχει επιδείξει η Κούβα, έστω και με κινήσεις όπως η αποστολή ιατρικού προσωπικού σε χώρες που αντιμετωπίζουν την πανδημία.
Αντίθετα, οι ΗΠΑ, που διαπίστωσαν ότι είχαν τεράστια ελλείμματα σε μάσκες, κυρίως έσπευσαν να εξασφαλίσουν όσο το δυνατότητες ποσότητες προστατευτικού εξοπλισμού με ευρωπαϊκές χώρες να τις κατηγορούν ακόμη και για πράξης «σύγχρονης πειρατείας».
Η βαθύτερη κρίση της αμερικανικής ηγεσίας
Όμως, θα ήταν λάθος να αποδώσουμε το πρόβλημα απλώς και μόνο στις επιλογές και το στυλ διακυβέρνησης του προέδρου Τραμπ. Στην πραγματικότητα τα όσα συμβαίνουν αποτυπώνουν σήμερα μια βαθύτερη αδυναμία των ΗΠΑ να παίξουν σήμερα τον ηγετικό ρόλο στην αντιμετώπιση μιας απειλής που όπως και εάν την ορίσει κανείς έχει παγκόσμια χαρακτηριστικά.
Είναι αλήθεια ότι ανάλογο ζήτημα είχε υπάρξει και στην υπόθεση της κλιματικής αλλαγής. Απέναντι στην άλλη μεγάλη πλανητική απειλή, η απάντηση των ΗΠΑ ήταν να αποχωρήσουν από τη Συμφωνία του Παρισιού για τον περιορισμό των αερίων που επιτείνουν την κλιματική αλλαγή. Και παρότι επίσης συνηθίζουμε να αποδίδουμε αυτή την επιλογή κυρίως στον ίδιο τον Τραμπ, ως προς το συγκεκριμένο ο Τραμπ λειτούργησε περισσότερο ως εκπρόσωπος του σκληρού πυρήνα της αμερικανικής επιχειρηματικότητας.
Άλλωστε, η αποτυχία της αμερικανικής απάντησης στην πανδημία δεν στηρίζεται απλώς σε επιλογές του Τραμπ αλλά και στα ίδια τα χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας. Οι ΗΠΑ μπορεί να έχουν το πιο αναπτυγμένο από άποψη εξοπλισμού σύστημα υγείας στον κόσμο συνδυασμένο με την κορυφαία έρευνα, όμως αυτό δεν παύει να είναι ένα σύστημα προσανατολισμένο να βγάζει κέρδη από την ασθένεια (με την ανακάλυψη θεραπειών, σκευασμάτων, ευρεσιτεχνιών) παρά στο να προλαμβάνει την πάθηση ή να αντιμετωπίζει κινδύνους που κατά βάση απαιτούν κινητοποίηση δυνάμεων, έγκαιρη ενημέρωση, μαζικό έλεγχο και γενικευμένη εφαρμογή πρακτικών δημόσιας υγείας περασμένων εποχών.
Την ίδια στιγμή οι ΗΠΑ μπορεί να είναι η πιο ισχυρή οικονομία του πλανήτη, αλλά το μοντέλο ανάπτυξής τους είναι σχεδόν βάναυσο απέναντι στους εργαζομένους, εάν κρίνουμε ότι το διάστημα που ακολούθησε τα μέτρα περιορισμό πάνω από 16 εκατομμύρια αμερικανοί εργαζόμενοι έκαναν αίτηση για επίδομα ανεργίας, αποτυπώνοντας μια οικονομία που σε πολύ μικρό βαθμό στηρίζεται στην επιδίωξη κοινωνικής συνοχής.
Και βέβαια τα πράγματα δεν κάνει καλύτερα η συστηματική περιφρόνηση των ΗΠΑ για τους διεθνείς οργανισμούς και γενικά τη διεθνή συνεργασία, παρότι στη συγκεκριμένη περίσταση θα ήταν κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε καλύτερη αντιμετώπιση της πανδημίας.
Η αδυναμία ηγεσίας
Η αδυναμία ηγεσίας είχε φανεί από καιρό.
Την ώρα που ήταν ανοιχτό το ζήτημα μιας νέας αρχιτεκτονικής της παγκόσμιας οικονομίας μετά την κρίση του 2008, οι ΗΠΑ κυρίως προέκριναν μια εκδοχή «εμπορικών συμφωνιών» που επιδίωκε να ενισχύσει τη δική τους θέση και όχι να διαμορφώσει αμοιβαία επωφελείς όρους.
Την ώρα που ο κόσμος αντικειμενικά έτεινα να είναι πολυπολικός οι ΗΠΑ δεν επεδίωξαν μια νέα συνθήκη διαλόγου, ισορροπιών και αποφυγής εντάσεων, αλλά την πυροδότηση του «Νέου Ψυχρού Πολέμου», αναζωπυρώνοντας εντάσεις και επιτείνοντας και τον οικονομικό κατακερματισμό.
Την ώρα που όλοι ήθελαν διαδικασίες ειρήνευσης στη Μέση Ανατολή, οι ΗΠΑ αναζωπύρωσαν την αντιπαράθεσή τους με το Ιράν.
Και βέβαια την ώρα που ετίθετο το ερώτημα για ένα νέο παραγωγικό υπόδειγμα και μια αποφυγή των δυναμικών που οδήγησαν στην προηγούμενη κρίση, οι ΗΠΑ απλώς τροφοδότησαν μια νέα χρηματοπιστωτική φούσκα.
Προφανώς και το πρόβλημα ηγεσίας δεν αφορά μόνο τις ΗΠΑ. Αντίστοιχα βλέπει κανείς στην Ευρώπη την κατάρρευση κάθε έννοιας αλληλεγγύης, την αναδίπλωση σε νέες διαιρέσεις και προφανώς την αδυναμία ηγεσίας στη μάχη κατά της πανδημίας.
Δεν είναι τυχαίο επομένως που σε αυτό το τοπίο η Κίνα δοκιμάζει να διεκδικήσει μια πιο αναβαθμισμένη θέση. Αυτό δείχνει ο τρόπος που χειρίζεται επικοινωνιακά τη δική της επιτυχία στην πρώτη φάση της πανδημίας, σε μια ιδιότυπη προβολή υγειονομικής “soft power”, παρότι οι κινεζικές αρχές στην πραγματικότητα ανησυχούν για τον κίνδυνο ενός δεύτερου κύματος που θα τις υποχρεώσει ξανά σε αυστηρά μέτρα. Προς το παρόν πάντως διεκδικούν να είναι και η χώρα που σχετικά πιο γρήγορα θα επιστρέψει στην ανάπτυξη.
Ωστόσο, πραγματική αναβάθμιση ενός κύρους της Κίνας θα απαιτούσε κάτι παραπάνω από την αποτελεσματικότητα στο χειρισμό μιας πανδημίας. Θα απαιτούσε, πολύ περισσότερο τόσο ένα αναπτυξιακό υπόδειγμα όσο και μια εκδοχή δημοκρατίας που θα μπορούσε να αποτελέσει εναλλακτική λύση στα ανοιχτά ερωτήματα των σύγχρονων κοινωνιών. Προς το παρόν το Πεκίνο απέχει πολύ από το να μπορεί να προσφέρει απαντήσεις.