Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται η πανδημία αποκαλύπτει τις βαθύτερες πολιτισμικές διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ, πράγμα που μπορούμε εύκολα να διακρίνουμε. Από τη μια πλευρά, είναι οι χώρες του Βορρά της ΕΕ γύρω από τη Βόρεια Θάλασσα, οι οποίες είχαν διαφορετική ιστορική πορεία και προτεσταντικό πολιτιστικό υπόβαθρο. Από την άλλη πλευρά, είναι οι χώρες του Νότου της ΕΕ στη Μεσόγειο Θάλασσα, οι οποίες είχαν προφανώς διαφορετική ιστορική διαδρομή και καθολικές ή/και ορθόδοξες πολιτιστικές παραδόσεις.
Στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, ο οικονομικός ορθολογισμός φαίνεται να καθοδηγεί τη δράση των κυβερνήσεών τους και να κυριαρχεί έναντι της προστασίας της ανθρώπινης ζωής με τη δικαιολόγηση, ότι η παύση οικονομικών δραστηριοτήτων και η οικονομική καταστροφή, που αναπόφευκτα αυτή η παύση θα προκαλέσει, μπορεί να στοιχίσει περισσότερο σε ανθρώπινο πόνο (ανεργία, φτώχεια κ.λπ.) απ’ όσο ο θανατηφόρος κορωνοϊός. Ετσι, τα υγειονομικά μέτρα απομόνωσης στις χώρες αυτές και καθυστέρησαν και δεν είναι τόσο αυστηρά (π.χ. Βρετανία, Σουηδία κ.ά.) με αποτέλεσμα να υπάρχουν πολλές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές με «αντάλλαγμα» να μην υπάρξει μεγάλη οικονομική καταστροφή!
Στις νότιες ευρωπαϊκές χώρες, όπου ο άτεγκτος οικονομικός ορθολογισμός δεν κυριαρχεί, προέχει η προστασία της ανθρώπινης ζωής σε σύγκριση με την οικονομική ζημία. Δυστυχώς, με λαμπρή εξαίρεση τη χώρα μας, οι άλλες μεσογειακές χώρες καθυστέρησαν να πάρουν αυστηρά υγειονομικά μέτρα, όχι λόγω οικονομικού ορθολογισμού, αλλά λόγω πιθανής αδιαφορίας έναντι του επερχόμενου κινδύνου. Ετσι, λόγω των στενότερων ανθρώπινων επαφών και με δεδομένη την αδυναμία των συστημάτων υγείας σε σύγκριση με τις βόρειες χώρες, βρίσκονται σε πολύ άσχημη κατάσταση (Ιταλία, Ισπανία), ενώ η Γαλλία, όπως συνήθως, βρίσκεται στον ενδιάμεσο χώρο των δύο διαφορετικών πολιτισμικών παραδόσεων για ιστορικούς λόγους.
Σήμερα, που τίθεται πλέον το ζήτημα της αντιμετώπισης της οικονομικής καταστροφής, η Ευρωπαϊκή Ενωση και ειδικότερα η Ευρωζώνη, καλείται να δράσει με αποφασιστικότητα για να αποζημιώσει επιχειρήσεις και εργαζομένους και στη συνέχεια να ενισχύσει την προσπάθεια ανάκαμψης της ΕΕ μετά τη σημερινή κρίση. Οι προβλέψεις είναι περισσότερο δυσοίωνες για τις νότιες χώρες της Ευρωζώνης, δεδομένου ότι και τα υγειονομικά μέτρα είναι αυστηρότερα και οι οικονομίες τους είναι ασθενέστερες, ιδίως μάλιστα μετά τη δεκαετία της οικονομικής κρίσης και, βέβαια, λόγω της μεγάλης εξάρτησής τους από τον τουρισμό. Ετσι, οι κυβερνήσεις των χωρών αυτών προσπαθούν να πείσουν τις βόρειες χώρες να αναλάβουν από κοινού το βάρος της οικονομικής ανάκαμψης, επιδεικνύοντας κοινοτική αλληλεγγύη με την έκδοση ευρωομολόγου και, βέβαια, οι πιστώσεις που θα αντλήσουν από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθεροποίησης να μη συνοδεύονται από όρους (Μνημόνια).
Δεν είναι δυσεξήγητο, ότι οι βορειότερες χώρες δεν συμφωνούν με μια τέτοια διευθέτηση, προτάσσοντας διάφορες δικαιολογίες. Η ανάληψη από κοινού των εγγυήσεων δανεισμού μέσω ενός Ειδικού Ταμείου, που προτείνει η Γαλλία, ως συμβιβασμό προκειμένου να μην υπάρξει ναυάγιο, φαίνεται να μη γίνεται δεκτή. Οι βόρειες χώρες θέλουν να αποφύγουν τον κίνδυνο να πληρώσουν, σε περίπτωση που δεν θα μπορέσουν οι νότιες χώρες να ανταποκριθούν στην αποπληρωμή του χρέους τους, το οποίο θα προστεθεί σ’ αυτό που ήδη υπάρχει (π.χ. Ιταλία 130% του ΑΕΠ, Ελλάδα 175% του ΑΕΠ). Επιπλέον, οι βόρειες χώρες θεωρούν ότι με την αύξηση του συνολικού χρέους της Ευρωζώνης, θα κινδυνεύσει το κοινό νόμισμα και βεβαίως θα αυξηθούν τα επιτόκια δανεισμού από τις διεθνείς αγορές που είναι πολύ χαμηλά έως και αρνητικά για τη Γερμανία.
Ο οικονομικός ορθολογισμός των Βορείων φαίνεται να συγκρούεται με την κοινοτική αλληλεγγύη των Νοτίων. Οι πολιτισμικές διαφορές έρχονται και πάλι στην επιφάνεια. Η «σύγκρουση» στο Eurogroup συνεχίζεται, καθώς γράφονται αυτές οι γραμμές. Δεν μπορούν να γίνουν προβλέψεις για την τελική έκβαση. Μόνο ελπίδες για κάποιου είδους συμβιβασμό, ώστε ο θανατηφόρος ιός, που σκοτώνει ανθρώπους και καταστρέφει την ευρωπαϊκή οικονομία, να μην τραυματίσει, ανεπανόρθωτα ίσως, και τη συνοχή της Ευρωπαϊκής Ενωσης για δεύτερη φορά, μετά την περιπέτεια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης.