Κανείς δεν αμφισβητεί ότι η δημόσια υγεία είναι πάνω από όλα. Και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού (πάνω από 8 στους 10) επικροτούν τις αποφάσεις της κυβέρνησης και κρίνουν θετικά τη διαχείριση της κρίσης του κοροναϊού.
Από την άλλη, όλο και περισσότεροι αντιλαμβάνονται ότι η επόμενη ημέρα της πανδημίας θα μας βρει όλους διαφορετικούς. Και ως άτομα και ως κοινωνίες.
Ο παγκόσμιος χάρτης, σε επίπεδο συνόρων, δεν θα αλλάξει όπως θα συνέβαινε σε έναν πόλεμο με πραγματικά όπλα.
Θα αλλάξει, ωστόσο, η καθημερινότητά μας, η θεώρηση των πραγμάτων που κρίνουμε σημαντικά, η σχέση μας με τους άλλους και με το κράτος.
Παρά το γεγονός ότι το νούμερο ένα διακύβευμα σ’ αυτήν την πρωτοφανή κρίση είναι οι όσο το δυνατόν λιγότεροι νεκροί και το πέρασμα της πανδημίας με τις λιγότερες συνέπειες, αυτό που έρχεται μοιάζει εφιαλτικό.
Ηδη έχουν αρχίσει και αναρωτιούνται πολλοί για το πώς η Ελλάδα θα τα καταφέρει με μια ύφεση πάνω από 15% και με μια κοινωνία που μόλις πρόσφατα βγήκε από τη δεκαετία περιπέτεια των μνημονίων.
Πολλοί φοβούνται ότι ανεξαρτήτως των προθέσεων του πολιτικού συστήματος, ελλοχεύει ο κίνδυνος κοινωνικών εκρήξεων, και εξαιτίας της οικονομικής κατάρρευσης που ενδεχομένως θα έρθει, αλλά και για την απώλεια πολύ σημαντικών για τον πολίτη δεδομένων.
Ο τρόμος και το κράτος – πατερούλης
Αυτό που θα έπρεπε, πάντως, να φοβίζει περισσότερο είναι ότι διολισθαίνουμε σε μια κατάσταση διαρκούς τρόμου όπου το κράτος – πατερούλης είναι εδώ για να απλώσει τις φτερούγες του και να μας προστατέψει.
Εκ πρώτης εντύπωσης μοιάζει καλό: «Γιατί δηλαδή να μην έχει αποκούμπι το κράτος ο πολίτης;» αναρωτιέται κάποιος.
Τι συμβαίνει ωστόσο όταν το κράτος, στο όνομα των εκτάκτων καταστάσεων, αναλαμβάνει υπερεξουσίες;
Τι θα συμβεί αν τα επόμενα χρόνια ζούμε με τον διαρκή φόβο της εμφάνισης του κοροναϊού ή όποιας άλλης ασθένειας;
Πώς θα αντέχαμε μια διαρκή κατάσταση όπου έχουμε περιοριστικά μέτρα κάθε λίγο και λιγάκι και ο φόβος της πανδημίας εμφανίζεται ανά τακτά χρονικά διαστήματα;
Ηδη προετοιμαζόμαστε –μας το λένε πολιτικοί και «ειδικοί»- για νέο κύμα κοροναϊού το φθινόπωρο. Που σε συνδυασμό με τα προβλήματα στην οικονομία θα καταστήσουν εφιαλτική την επόμενη ημέρα.
Κι έρχεται, λοιπόν, το κράτος και το πολιτικό σύστημα, να παίξει το ρόλο του «πατερούλη» που προστρέχει για όλους τους πολίτες. Που γίνεται «σερίφης» για να επιβάλει με πυγμή μέτρα περιορισμού, στα όρια της καταπάτησης ατομικών και δημοκρατικών ελευθεριών.
Που γίνεται μια «αγκαλιά» που μας χωράει όλους, ακόμη κι αν μας σερβίρει επιδόματα για να ζήσουμε κι επιδοτεί την ανεργία, αντί της εργασίας.
Αυτός το κράτος που πολλές φορές είναι βγαλμένο από ένα οργουελιανό, δυστοπικό σενάριο, είναι κι αυτό που θα κυριαρχήσει τα επόμενα χρόνια.
Αυτό που θα περιμένουμε τους «αξιωματούχους» να μας πουν από την τηλεόραση τι θα κάνουμε και τι όχι.
Που θα μας καθορίζουν τις κινήσεις μας, πώς θα ζήσουμε, με πόσα και κυρίως τι είμαστε πρόθυμοι να θυσιάσουμε.
Μανιπουλάρισμα
Αυτό το κράτος, με την καθαρά πατερναλιστική διάθεση, με την τάση να ποδηγετεί τους πολίτες και να μανιπουλάρει τις κινήσεις, τις σκέψεις, τις αποφάσεις τους (στο όνομα του φόβου για την υγεία), πόσο μπορούμε να το αποδεχθούμε;
Σε μια τέτοια κοινωνία είναι δεδομένο ότι θα υποχωρήσουν οι ατομικές ελευθερίες, τα κινήματα, η αλληλεγγύη σε ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, το αυτεξούσιο του κάθε πολίτη.
Θα υποχωρήσει ο ακτιβισμός και η προσφορά, η άδολη προσφορά για όσους ήταν για το κράτος πάντοτε εξαφανισμένοι.
Οι ξένοι, οι Ρομά, οι ηλικιωμένοι που παραβιάζουν τα μέτρα, οι 80χρονοι και πάνω που πρέπει να επιλέξουμε αν θα ζήσουν ή όχι, οι άστεγοι, οι «απόκληροι» της εργασίας, οι ανασφάλιστοι, οι πένητες κ.λπ. γίνονται βορά σε ένα κράτος απρόσωπο.
Γιατί εδώ ο πατερναλισμός του κράτους δεν έχει καμιά σχέση με τη στοργή του πατέρα προς το παιδί. Αλλά γίνεται ένας απρόσωπος μηχανισμός χειραγώγησης των μαζών… στο όνομα πάντα της δημόσιας υγείας.
Αυτή η κοινωνία είναι εφιαλτική και πρέπει να την αποφύγουμε. Κι απέναντι σ’ αυτούς που επιδιώκουν να φτιάξουν ένα κράτος που θα κηδεμονεύει τα πάντα, πρέπει αντιταχθούν όσοι πιστεύουν στους ανοικτούς κόσμους.
Εκεί που η εργασία γίνεται σεβαστή.
Εκεί που η διαμαρτυρία και η διεκδίκηση του δικαίου και κατακτήσεων από την εποχή του Διαφωτισμού, είναι αναγκαιότητα.
Εκεί που η κοινωνική προσφορά και η αλληλεγγύη είναι πανανθρώπινες αξίες που δεν πρέπει να χαθούν.
Εκεί που η βία δεν μπορεί να είναι αποδεκτή και δεν μπορεί να είναι μαμή της Ιστορίας.