Το 1918, καθώς η πανδημία της ισπανικής γρίπης έπληττε όλον τον κόσμο, μια χούφτα νοσοκομείων στράφηκαν σε μια πειραματική πιθανή θεραπεία για τη θανατηφόρα ασθένεια: το αίμα των επιζώντων. Παρόλο που οι δοκιμές δεν ήταν τόσο ακριβείς όσο στις μέρες μας υπαινίχθηκαν ένα εκπληκτικό αποτέλεσμα. Οι ασθενείς που έλαβαν αίμα από επιζώντες της ισπανικής γρίπης είχαν πολύ χαμηλότερο ποσοστό θνησιμότητας από εκείνους που δεν πήγαν.
Πάνω από 100 χρόνια αργότερα, οι αρχές υγείας στρέφονται σε αυτήν την πειραματική θεραπεία ως αποτελεσματική κόντρα στον Covid-19. Με ένα εμβόλιο ή άλλη πιθανή θεραπεία ακόμα πολλούς μήνες μακριά, θα μπορούσαν οι εγχύσεις πλάσματος αίματος να είναι μια λύση.
Η ιδέα πίσω από την θεραπεία πλάσματος είναι ότι το αίμα των ασθενών που έχουν πρόσφατα αναρρώσει από μια ιογενή λοίμωξη θα είναι πλούσιο σε αντισώματα κατά του παθογόνου, το οποίο στην περίπτωση αυτή είναι το Sars-CoV-2 – ο ιός που προκαλεί το Covid-19. Πολλές αναφορές τόσο από επιδημίες μολυσματικών ασθενειών κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, όσο και από τα κρούσματα SARS και MERS τα προηγούμενα χρόνια, υποδηλώνουν ότι οι εγχύσεις αίματος ιαθέντων θα μπορούν να ενισχύσουν το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών καθώς και να παρέχουν μια μορφή ανοσοποίησης.
Στα τέλη Ιανουαρίου, τα νοσοκομεία σε ολόκληρη την Κίνα άρχισαν να χρησιμοποιούν τη θεραπεία πλάσματος και τις τελευταίες εβδομάδες κι άλλες χώρες ακολούθησαν τον ίδιο δρόμο μετά τη δημοσίευση των αρχικών αποτελεσμάτων από την Ουχάν και τη Σαγκάη.
Αλλά η εύρεση κατάλληλων δωρητών δεν είναι τόσο απλή όσο φαίνεται. Ενώ υπάρχουν περισσότερα από 400.000 άτομα σε όλο τον κόσμο που έχουν αναρρώσει από το Covid-19, το ραγδαίο ποσοστό μετάλλαξης του ιού -καθώς έχει περάσει από χώρα σε χώρα- σημαίνει ότι οι δωρητές πρέπει να προέρχονται τοπικά.
Με την Ιταλία στο μάτι του κυκλώνα, η Κίνα προσφέρθηκε να στείλει 90 τόνους πλάσματος ιαθέντων σε ιταλικά νοσοκομεία για επείγουσα χρήση, αλλά σύντομα οι δοκιμές έδειξαν ότι δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Επιπλέον, έγινε σαφές ότι οι κατάλληλοι δότες δεν πρέπει να έχουν υποκείμενα νοσήματα όπως καρδιακές παθήσεις ή διαβήτη και να είναι υπερανοσοποιημένοι – που σημαίνει ότι έχουν πολύ υψηλή συγκέντρωση αντισωμάτων στο αίμα τους.
Το τελευταίο καθιστά τα πράγματα ιδιαίτερα περίπλοκα επειδή τείνει να είναι μόνο οι ασθενείς που έχουν υποστεί σοβαρή περίπτωση λοίμωξης που παράγουν τόσο μεγάλες ποσότητες αντισωμάτων και μόνο μέσα σε ένα αρκετά σύντομο χρονικό διάστημα.
Ξεκινά η πειραματική θεραπεία στην Ελλάδα
Στη δοκιμή θεραπείας κατά του κοροναϊού με χρήση πλάσματος από ιαθέντες έχει αναφερθεί πριν λίγα 24ωρα ο εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας, Σωτήρης Τσιόδρας.
«Η επιτροπή εμπειρογνωμόνων το Σαββατοκύριακο συζήτησε πρωτόκολλο θεραπείας με έγχυση πλάσματος από αναρρώσαντες ασθενείς, για την αντιμετώπιση της λοίμωξης, σαν πολυκεντρική μελέτη φάσεως 2, με συντονιστή τον Πρύτανη του ΕΚΠΑ» είπε ο κ. Τσιόδρας και πρόσθεσε:
«Η μελέτη θα περιλαμβάνει συλλογή πλάσματος από δότες με πλασμαφαίρεση και στη συνέχεια χορήγησή του σε σοβαρά ασθενείς με τη νέα νόσο. Θα κατατεθεί στα επιστημονικά συμβούλια των 7 συμμετεχόντων νοσοκομείων αυτή την εβδομάδα, με σκοπό να προχωρήσει άμεσα».
«Ένα τέτοιο πρόγραμμα, όπως καταλαβαίνετε, λειτουργεί με λίστα εθελοντών, που ήταν θετικοί για τον ιό, έχουν αναρρώσει και δεν έχουν συμπτώματα κι είναι αρνητικοί για την παρουσία του ιού για τουλάχιστον δύο εβδομάδες», είπε ακόμη ο έμπειρος λοιμωξιολόγος επισημαίνοντας πως «η έρευνα εξακολουθεί να χαρακτηρίζεται ως πειραματική και η προοπτική εφαρμογής στην πατρίδα μας, με όλους τους κανόνες της επιστήμης, είναι σημαντική, αλλά δεν μπορούμε ακόμα να πούμε για τα αποτελέσματά της ή τη χρήση της, σαν υλικού μέσου θεραπείας για σοβαρά αρρώστους».
«Αν αποδειχθεί αποτελεσματική, θα είναι ένα ακόμα θεραπευτικό όπλο στα χέρια των γιατρών μας», επισήμανε ο κ. Τσιόδρας, ο οποίος στη συνέχεια αναφέρθηκε και στα τεστ αντισωμάτων.
Πώς θα γίνει η δοκιμή στα ελληνικά νοσοκομεία
Όλα όσα προβλέπει το πρωτόκολλο για την πολυκεντρική μελέτη φάσης 2, που αφορά στη χορήγηση πλάσματος ιαθέντων από τον κοροναϊό, σε σοβαρά νοσούντες, και η οποία ξεκινά σε έξι ελληνικά νοσοκομεία, αποκάλυψε σε συνέντευξη του ο κύριος ερευνητής της μελέτης καθηγητής Θεραπευτικής- Ογκολογίας- Αιματολογίας, και πρύτανης του ΕΚΠΑ, Θάνος Δημόπουλος.
Το τελικό πρωτόκολλο, όπως λέει, έχει ήδη εγκριθεί, από την Επιτροπή Αντιμετώπισης Έκτακτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες του υπουργείου Υγείας (10 Απριλίου) και από το Επιστημονικό Συμβούλιο του Γ.Ν.Α. «Αλεξάνδρα» (15 Απριλίου). «Μένει τώρα η έγκριση από τα Επιστημονικά Συμβούλια και των υπόλοιπων εμπλεκόμενων νοσηλευτικών ιδρυμάτων, η οποία αναμένεται να δοθεί τις αμέσως επόμενες μέρες, προκειμένου να ξεκινήσει η μελέτη».
Με δεδομένη την υψηλή μεταδοτικότητα της νόσου και την υψηλή θνητότητα των ευπαθών ομάδων, καθίσταται επιτακτική η ανάγκη, λέει ο καθηγητής, για άμεσα διαθέσιμες θεραπείες. «Η εν λόγω μέθοδος κινείται προς αυτή την κατεύθυνση, εφόσον ένας σημαντικός αριθμός ατόμων έχει αναρρώσει και μπορεί να χρησιμεύσει ως δότης πλάσματος, το οποίο περιέχει αντισώματα έναντι του SARS-Co-V2».
Το πρωταρχικό στοιχείο που θα καθορίσει την επιτυχία αυτής της προσέγγισης, είναι η επιβίωση των ασθενών στις τρεις εβδομάδες, στον ένα μήνα, και στους δύο μήνες από την ένταξη στη μελέτη, η οποία θα αρχίσει σε ένα δείγμα τουλάχιστον 60 ασθενών, και θα διαρκέσει 20 μήνες, αναφέρει ο κ Δημόπουλος.
Τονίζει παράλληλα το σημαντικό ρόλο που θα παίξουν στη μελέτη, το Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας, το Ινστιτούτο Παστέρ, αλλά και ο καθηγητής Γ. Παυλάκης από το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου (NCI) των ΗΠΑ.
Η κλινική μελέτη θα γίνει στα νοσοκομεία Αττικόν, Ευαγγελισμός, Πατρών, Σωτηρία, Αλεξάνδρα και Αγίος Σάββας.
«Το πλάσμα θα συλλεχθεί με πλασμαφαίρεση, στοχεύοντας σε όγκο 600-700 ml ανά συνεδρία αφαίρεσης. Ο όγκος που συλλέγεται μετά από μια πλασμαφαίρεση θα χωριστεί σε 3 θεραπευτικές μονάδες όγκου 200-233 ml. Κάθε ασθενής λαμβάνει συνολικά 3 μονάδες διαδοχικά, με απόσταση δύο ημερών μεταξύ τους. Επομένως, η αναλογία είναι ένας δότης ανά έναν ασθενή. Ωστόσο, πολλαπλές συνεδρίες αφαίρεσης ανά δότη είναι εφικτές, και άρα ένας δότης μπορεί να παρέχει πλάσμα για παραπάνω από έναν ασθενή
Αρκετές μελέτες λέει ο κ. Δημόπουλος έχουν δείξει ότι η έγχυση πλάσματος από αναρρώσαντες σε νοσούντες οδήγησε σε μείωση της παραμονής στο νοσοκομείο και μείωση της θνητότητας από την περίοδο της Ισπανικής Γρίπης το 1918, έως και τη σύγχρονη εποχή στις επιδημίες Sars και Mers, αλλά και στη πανδημία της influenza A H1N1 το 2009. Παρόμοιες μελέτες πάντως αυτή τη στιγμή γίνονται σε πολλές χώρες, όπως στις ΗΠΑ, τη Γερμανία, την Ιταλία, την Κίνα και αλλού.